Page 18 - Summer 2024
P. 18

To τέρας






                          ο καλοκαίρι είχε έρθει…   καθώς έριχνα και φέτος το βλέµµα µου…   ενώ ο Γιώργος και ο ∆ηµήτρης ρουφού-
                            τα σχολεία µόλις είχαν κλεί-  τροµαγµένος…  προσπαθώντας να µη   σαν µε το καλαµάκι ότι είχε αποµείνει από
                          σει… και γω µετρούσα τις µέρες   σκέφτοµαι τι κρύβουν τα µαύρα της νερά…   την πορτοκαλάδα…
                          αντίστροφα για τις διακοπές…   κάτι λίγες κουβέντες…      το αποφασίσαµε…
                  Τ κάθε χρόνο…                     µισά λόγια στο αυτοκίνητο…      έπρεπε να µάθουµε…
                    όλη η οικογένεια µετακόµιζε στην περι-  µε έκαναν να τροµάξω ακόµη περισσό-  την επόµενη µέρα…
                  οχή του Πηλίου…                 τερο… έτσι όπως τα συνδύασα στο παιδικό   θα πηγαίναµε όσο πιο κοντά γινόταν
                    ο Λαύκος ήταν το γραφικό χωριό της   µου µυαλό…               στην σπηλιά…
                  γιαγιάς… η Μηλίνα ο προορισµός για τα   ένας λευκός καρχαρίας λέει…   για να δούµε µε τα µάτια µας το τέρας…
                  καλοκαιρινά µπάνια…               που είχε πάρει στο κατόπι, για τα απο-  το απόγευµα της επόµενης ξεκινήσαµε..
                    τα δωµάτια της κυρίας Σουλτάνας µε τον   φάγια που πετούσαν, τα φορτηγά πλοία…   πήρα στα κρυφά το καµάκι από το ψα-
                  πλάτανο στην αυλή και µόλις δέκα µέτρα   αυτά που τότε έκαναν τη διαδροµή   ροντούφεκο του µπαµπά…
                  από τη θάλασσα µε περίµεναν…    Βόλος Συρία… ένας καρχαρίας τέρας της   και οπλισµένοι…
                    µαζί µε περίµενε ο Γιώργος και ο ∆ηµή-  θάλασσας…               ξεκινήσαµε για την σπηλιά…
                  τρης, η παλιοπαρέα που κάθε καλοκαίρι   κατασπάραξε έναν αυστριακό τουρίστα…   µε πολύ κόπο…
                  δίναµε ραντεβού στη Μηλίνα…       εκεί στη σπηλιά µε τα µαύρα νερά…   και προσεκτικά βήµατα κατεβήκαµε
                    για ατέλειωτες ώρες µπάνιου στη θά-  περισσότερες λεπτοµέρειες δεν άκουσα…   τον βράχο…
                  λασσα, παγωτά, καρπούζι στην παραλία   αλλά όλα αυτά αρκούσαν…    λίγο µετά…
                  και το βράδι βόλτες…              να φτιάξω τις εικόνες στο µυαλό µου…   βρεθήκαµε να κοιτάζουµε µε τρόµο…
                    πολλές βόλτες…                  το περιστατικό µου το επιβεβαίωσαν ο   τα κατάµαυρα νερά…
                    που πάντα κατέληγαν στην αποβάθρα…   Γιώργος και ο ∆ηµήτρης όταν βρεθήκαµε…   τα µάτια µας καρφωµένα στη θάλασσα
                    όπου… αφού ρίχναµε µία µατιά σε όσους   το είχαν ακούσει νωρίτερα από µένα…   ενώ το χέρι που κρατούσε το καµάκι είχε
                  ψάρευαν εκείνη την ώρα µε τις πετονιές                          ιδρώσει από την αγωνία…
                  και τα καλάµια…                                                   κάποιες φορές σα να µας φάνηκε ότι
                    καταλήγαµε στο καφενεδάκι µε τις                              είδαµε κάτι…
                  καρέκλες τοποθετηµένες εκεί που έσκαγε                            αλλά την επόµενη στιγµή αυτό το κάτι
                  το κύµα…                                                        χανόταν από µπροστά µας…
                    για υποβρύχιο βανίλια και πορτοκα-                              πέρασαν ώρες…
                  λάδα…                                                             ήδη αρχίσαµε να κουραζόµαστε ενώ το
                    τίποτε δε µας ένοιαζε…                                        φως άρχισε να χάνεται…
                    αλλά τι να σε νοιάζει όταν είσαι λίγο πριν                      αποκαµωµένοι, µε βαριά βήµατα ξεκι-
                  την εφηβεία…                                                    νήσαµε για την επιστροφή…
                    το καλοκαίρι ξανοίγεται µπροστά σου                             στο δρόµο είµασταν σιωπηλοί…
                  µαζί µε την παλιοπαρέα δελεαστικό για                             µε µία δόση µεγάλης απογοήτευσης…
                  µπάνια, βόλτες, εξερευνήσεις και αλη-                             που δεν είχαµε καταφέρει να δούµε το
                  τείες…                                                          τέρας…
                    η Μηλίνα ήταν εκεί…                 Γράφει ο  Άκυς Μητσούλης    οι επόµενες µέρες του καλοκαιριού
                    µε τα υπέροχα, ήρεµα νερά και µας                             κύλησαν µε τη συνενοχή εκείνου του
                  περίµενε και φέτος…                                             απογεύµατος…
                    καλοκαίρι του 1981…             το συµπέρασµα είχε βγει…        κανείς δεν πρότεινε να ξαναπάµε…
                    ξεκινήσαµε ένα σαββατιάτικο πρωινό µε   ένας λευκός καρχαρίας στον Παγαση-  το τέρας το κουβαλούσαµε σαν ένα φόβο
                  το αυτοκίνητο φορτωµένο να αγκοµαχά   τικό…                     που µας στοίχειωνε…
                  στις στροφές του Πηλίου…          για τις επόµενες µέρες…         ξαναπήγα στη Μηλίνα πολλές φορές
                    λίγο πριν τη κατηφόρα που αχνοφαίνε-  κάθε φορά που κατεβαίναµε στη θά-
                  ται η Μηλίνα…                   λασσα…                          από τότε…
                                                                                    µεγαλώνοντας το τέρας ξεχάστηκε…
                    εκείνη τη στιγµή…  κάτι κουβέντες…   ένιωθα ότι έπαιζα στην ταινία τα Σαγό-  είχε µείνει εκεί στα µαύρα νερά της
                    κάτι ψίθυροι µέσα στο αυτοκίνητο..   νια του Καρχαρία…
                    θα έκαναν το καλοκαίρι του 1981 δια-  ρίχνοντας πάντα απότοµες µατιές µπρος   σπηλιάς µαζί µε τα παιδικά µου χρόνια…
                  φορετικό…                       και πίσω…                         πάντα έριχνα µία µατιά καθώς περνούσα
                    κοιτούσα από τα ψηλά τη Μηλίνα…   µη µου επιτεθεί το θαλάσσιο τέρας…   από ψηλά µε το αυτοκίνητο…
                    βλέποντας εκείνον τον απόκρηµνο   µετά  την  επίθεση  στον  αυστριακό   ενώ σκεφτόµουν ότι το τέρας χρόνια
                  βράχο που σχηµάτιζε µία τεράστια σπηλιά…   τουρίστα..           µετά θα µπορούσε να είναι ακόµη εκεί…
                    τα νερά ήταν µαύρα από το βάθος…   κανείς δεν το είχε ξαναδεί…   µόνο που τώρα…
                    πάντα µε τρόµαζε αυτή η σπηλιά…   είχε φύγει ή ήταν καλά κρυµµένο στα   αυτές οι σκέψεις δεν προκαλούσαν
                    βαθοσπηλιά είχα ακούσει να τη λένε…   µαύρα νερά της σπηλιάς…   τρόµο…
                    µε τρόµαζε και δεν είχε καµία σχέση   περιµένοντας υποµονετικά για το επό-  το τέρας δεν µε τρόµαζε πια…
                  µε τα καθαρά φωτεινά νερά δυο βήµατα   µενο θύµα…                 ίσως γιατί στην πορεία… συνάντησα στη
                  πιο κάτω…                         ένα βράδυ… καθώς η βανίλια είχε τε-  ζωή… τέρατα πιο τροµακτικά…
                    αυτή η σπηλιά φάνταζε άγνωστη και   λειώσει και έπινα το νερό που είχε πάρει   µόνο που δεν ζούσαν σε κείνη τη σπηλιά
                  τροµακτική…                     τη γλύκα της…                   του Παγασητικού…




              18
   13   14   15   16   17   18   19   20   21   22   23