Page 16 - Summer 2025
P. 16
Πλαταμώνας εκτός εποχής
Βρουµ βρουµ, οι µηχανές, οι πόρτες που τίποτα. «Όµορφο», είπε µόνος του. Κανείς
έκλειναν, τα GPS που έδειχναν επιστροφή. δεν άκουσε. Τράβηξε µια τζούρα απ’ το τσι-
Έµεινε πίσω µόνος. Ήξερε το µέρος. Είχε γάρο του. Ήταν µια καλή ησυχία. Μια ησυ-
δουλέψει παλιά εκεί, σεζόν. Τώρα απλώς χία που σου επέτρεπε να ακούσεις. Να δεις.
έµενε. ∆εν είχε λόγο να φύγει. Ο αέρας ήταν Να νιώσεις. Το φεγγάρι συνέχιζε την άνοδό
καθαρός. Η αλµύρα γέµιζε τους πνεύµονες. του. Οι γλάροι το ακολουθούσαν. Ήταν η
Κάθε αναπνοή ήταν βαριά. Γεµάτη. Το φως στιγµή. Η στιγµή που όλα ήταν ξεκάθαρα.
του φεγγαριού έπεφτε πάνω του, ρίχνοντας Και µόνο. Κάποιος που δεν έχει µείνει ποτέ
τη σκιά του µακριά, σαν ένα δέντρο που είχε σε θέρετρο εκτός σεζόν δεν θα καταλάβει
µείνει µόνο του. Σκεφτόταν το καλοκαίρι το µέγεθος αυτού του κόσµου. Πόση σιω-
που είχε τελειώσει. Τόσα και τόσα καλοκαί- πή χωρά σε ένα άδειο συγκρότηµα. Πόσο
Γράφει ο Σωτήρης Παστάκας ρια. Τους ανθρώπους που είχαν φύγει. Όλα φως έχει ένα φεγγάρι χωρίς τουρίστες.
Ο ρας. ∆εν ήταν παγωµένη. ∆εν τον ένοιαζε. σταµατήσει. Το φεγγάρι ανέβαινε ακόµα. Οι
τα βρουµ βρουµ που είχαν σβήσει.
Οι άνθρωποι είχαν φύγει. Ο χρόνος είχε
άντρας άνοιξε την µπαλκο-
Κάθισε στο πεζούλι µε ένα κουτάκι µπί-
γλάροι πετούσαν. Ο άντρας έµεινε ακίνητος.
νόπορτα. Η θάλασσα ήταν
Ούτε ήθελε ούτε χρειαζόταν να κάνει κάτι.
Οι γλάροι άρχισαν να φωνάζουν. Τέσσερις.
εκεί, ήσυχη. ∆εν είχε φωνές
Το φως του φεγγαριού σκέπασε τη στέγη.
Πάντα τέσσερις. Ίσως να ήταν οι ίδιοι από
πια. Ο ήλιος είχε πέσει και οι
Ο Όλυµπος φαινόταν µακριά. Όχι πολύ.
τελευταίοι παραθεριστές είχαν
άρχισε να ανεβαίνει. Ήταν κόκκινο, µεγάλο.
φύγει. Το πάρκινγκ ήταν άδειο. Μόνο λίγα παλιά. Ίσως όχι. ∆εν τον ένοιαζε. Το φεγγάρι Όσο αρκεί. Έγειρε πίσω. Έκλεισε τα µάτια.
χαρτιά πετούσαν κάτω απ’ τον αέρα. Την Οι γλάροι, µια κατάφωρη µεταφορά, σή- Όταν τα άνοιξε, οι γλάροι είχαν φύγει. Το
Παρασκευή είχαν έρθει οι µισοί. Το Σάββατο κωναν στα φτερά τους την πανσέληνο. Ο φεγγάρι όµως ήταν εκεί. ∆εν τον είχε εγκα-
οι υπόλοιποι. Τη ∆ευτέρα κανείς. Έφυγαν άντρας το είδε. Ένα ρίγος του διέτρεξε την ταλείψει. Ήταν εκεί οι µπίρες, τα τσιγάρα και
όλοι µαζί, σαν κοπάδι Κυριακή βράδυ. πλάτη. Ήπιε άλλη µια γουλιά. ∆εν σκέφτηκε το περίστροφο.
16