Κείμενο: Λάμπρος Αναγνωστόπουλος
Σχέδιο (με χρώμα): Κωνσταντίνος Δουλούδης
(χωρίς χρώμα): Χρήστος Γραβάνης
Το χιόνι άρχισε να πυκνώνει στη γειτονιά, νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Η Νεφέλη στεκόταν στο παράθυρο και χαμογελούσε. Σήμερα θα ερχόταν η αγαπημένη της μικρή φίλη, η Ισμήνη, για να στολίσουν μαζί το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο Πιτσιρίκος καθόταν δίπλα της και παρατηρούσε τις νιφάδες που έπεφταν σαν μικρά φτερά.
Λίγο μετά ακούστηκε το κουδούνι. Η Νεφέλη έτρεξε και άνοιξε. Η Ισμήνη μπήκε μέσα λαχανιασμένη, κρατώντας αγκαλιά τον ζωηρό γατούλη της, τον Πίπη.
— «Είδες έξω; Έχει χιονίσει παντού!», είπε ενθουσιασμένη.
— «Ελάτε! Πρέπει να φτιάξουμε το αστέρι για την κορυφή!», απάντησε η Νεφέλη, δείχνοντας ένα κουτί με χρυσό χαρτί και χρωματιστές χάντρες.
Ο Πιτσιρίκος και ο Πίπης ανέβηκαν στο χαλί και άρχισαν να περιεργάζονται τα υλικά σαν δύο μικροί τεχνίτες.
Αλλά όταν άνοιξαν το κουτί με τα στολίδια, τα κορίτσια πάγωσαν.
Το χρυσό αστέρι για την κορυφή δεν ήταν εκεί.
— «Μα… το είχαμε πέρυσι. Θυμάμαι ότι το είχα βάλει σ’ αυτό το κουτί!», είπε η Νεφέλη, μπερδεμένη.
— «Κάποιος πρέπει να το πήρε…», ψιθύρισε η Ισμήνη.
Τότε ακούστηκαν δύο απανωτά νιαουρίσματα.
Ο Πιτσιρίκος και ο Πίπης κοιτούσαν προς το παράθυρο με τα αυτιά τεντωμένα.
Ο Πίπης έκανε ένα μικρό άλμα και κάθισε στο περβάζι, δείχνοντας με το πατουσάκι του έξω.
Στο αχνισμένο τζάμι είχε σχηματιστεί… ένα αποτύπωμα. Μικρό. Στρογγυλό. Σαν ίχνος πατούσας και όμως δεν έμοιαζε με ίχνος γάτας.
— «Μην μου πεις ότι… κάποιος μικρούλης επισκέπτης μπήκε από το παράθυρο!», είπε η Ισμήνη.
Ο Πιτσιρίκος κούνησε αποφασιστικά την ουρά του. Ο Πίπης χοροπήδησε.
Ήταν ξεκάθαρο πλέον: έπρεπε να δράσουν.
Τα κορίτσια ντύθηκαν γρήγορα με κασκόλ και σκουφιά. Οι δύο γάτοι μπήκαν μπροστά. Και οι τέσσερις φίλοι βγήκαν στο χιόνι.
Τα αποτυπώματα συνέχιζαν μέχρι την παλιά παιδική χαρά της γειτονιάς. Εκεί, κάτω από την ξύλινη τσουλήθρα, κάτι λαμπύριζε.
Οι δύο γάτοι έτρεξαν πρώτοι. Τα κορίτσια τους ακολούθησαν. Και τότε είδαν κάτι που κανείς τους δεν περίμενε.
Ένα μικροσκοπικό ξωτικό, δεν ήταν πιο ψηλό από ένα κουκλάκι, καθόταν στο χιόνι κρατώντας το χρυσό αστέρι της Νεφέλης.
Μόλις τους είδε, τρόμαξε και κουλουριάστηκε.
— «Μην φοβάσαι, δεν ήρθαμε να σε μαλώσουμε», είπε γλυκά η Νεφέλη και γονάτισε.
Το ξωτικό σήκωσε δειλά το βλέμμα του.
— «Εγώ… εγώ δεν ήθελα να το κλέψω», είπε με μια τσιριχτή φωνούλα.
«Το πήρα για να στολίσω το δέντρο μου. Οι φίλοι μου έχουν μεγάλα δέντρα, φωτεινά. Εγώ δεν έχω τίποτα…».
Το χιονισμένο προσωπάκι του ήταν χαμηλωμένο. Η Ισμήνη πλησίασε και έβαλε το χέρι της στον ώμο του.
— «Μπορούμε να φτιάξουμε ένα δέντρο και για σένα. Αλλά το αστέρι αυτό το περιμένει η οικογένεια της Νεφέλης».
Το ξωτικό τους κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από ελπίδα.
— «Θα… θα με βοηθήσετε;»
Ο Πιτσιρίκος νιαούρισε καθησυχαστικά. Ο Πίπης τρίφτηκε πάνω στο πόδι του ξωτικού.
Η απόφαση είχε παρθεί: Θα έφτιαχναν το δικό του χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το ξωτικό τους οδήγησε σε ένα σημείο του πάρκου που δεν πήγαινε κανείς:
έναν παλιό κορμό με μικρά κλαδάκια σαν χειροποίητο δεντράκι.
Τα κορίτσια άρχισαν να φτιάχνουν μικρά στολίδια από κουκουνάρια και χρωματιστές κορδέλες που είχαν στις τσέπες τους.
Ο Πιτσιρίκος κουβαλούσε μικρές πετρούλες. Ο Πίπης έφερνε λεπτά λεπτά φυλλαράκια σαν ασημένιες γιρλάντες.
Κανένας δεν μιλούσε κι όλοι δούλευαν με τέτοια ζέση που έμοιαζε σαν να συμμετείχαν σε μυστική αποστολή φωτός.
Όταν τελείωσαν, το μικρό δέντρο έλαμπε ομορφότερα κι από τα μεγάλα δέντρα της πλατείας. Το ξωτικό ήταν έτοιμο να κλάψει από χαρά.
— «Είναι… πανέμορφο!», είπε και φίλησε το δέντρο.
Με μια βαθιά υπόκλιση, έδωσε πίσω στη Νεφέλη το χρυσό αστέρι.
Καθώς γύριζαν σπίτι, τα παιδιά άκουσαν ένα δυνατό τρίξιμο στον αέρα. Ένα έλκηθρο, στολισμένο με φώτα, χαμήλωνε πάνω από τα κεφάλια τους.
Σταμάτησε στην πλατεία. Κι από μέσα κατέβηκε ένας ψηλός, χαμογελαστός άντρας με κόκκινο καπέλο.
— «Καλά μου παιδιά…», είπε ο Άγιος Βασίλης.
«Το ξωτικό μου γύρισε στο εργαστήρι και μου είπε τι κάνατε.
Χάρη στην καλοσύνη σας, δεν έμεινε κανένα πλάσμα λυπημένο αυτή τη νύχτα».
Έσκυψε, χάιδεψε τους δύο γάτους και έδωσε στις μικρές δύο πακετάκια.
— «Για εσάς, επειδή βοηθήσατε χωρίς δεύτερη σκέψη».
Και μ’ ένα χιουμοριστικό βλέμμα πρόσθεσε: «Και για τα δύο γατόπουλα, ένα σακουλάκι λιχουδιές!»
Τα κορίτσια γέλασαν δυνατά. Οι γάτοι άρχισαν να τρίβονται στα πόδια του Άγιου Βασίλη.
Όταν η Νεφέλη έβαλε το αστέρι στην κορυφή του δέντρου, αυτό άρχισε να λαμπυρίζει σαν αληθινό. Η Ισμήνη κοίταξε τη φίλη της.
— «Ξέρεις… τελικά το πιο φωτεινό αστέρι, είναι αυτό που μοιράζεσαι».
Η Νεφέλη χαμογέλασε και αγκάλιασε την Ισμήνη.
Ο Πιτσιρίκος και ο Πίπης ξάπλωσαν στα πόδια τους, κουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι.
Εκείνο το βράδυ, η γειτονιά έλαμψε λίγο παραπάνω χάρη σε μια πράξη καλοσύνης, δύο κορίτσια, δύο γάτους… και ένα μικροσκοπικό ξωτικό.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























