Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Κοντοκώστα
Ηχηρό “καμπανάκι” για το σωφρονιστικό σύστημα στη χώρα μας χτύπησε από το Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο την προηγούμενη Παρασκευή ο Ευτύχης Φυτράκης. Ο ποινικολόγος και πρώην Γενικός Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής την περίοδο 2015-2019, βρέθηκε στην πόλη μας στο πλαίσιο της εκδήλωσης για τα 20 χρόνια λειτουργίας του 2ου Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας.
Όπως τόνισε oι 13.237 έγκλειστοι αποτελούν ρεκόρ για τη χώρα μας, στοιχείο που δείχνει το μέγεθος του προβλήματος που επικρατεί στο σωφρονιστικό σύστημα. Μέσα σ’αυτό “ζοφερό” σκηνικό το 2ο ΣΔΕ αποτελεί μια ρωγμή φωτός με τον κ. Φυτράκη να το αποκαλεί “success story”.
Εκτός όμως από τα θέματα σωφρονισμού για τα οποία έχει μεγάλη εμπειρία, το επιστημονικό ενδιαφέρον του κ. Φυτράκη επεκτείνεται και σε άλλους τομείς όπως η ενδοοικογενειακή βία και τα σεξουαλικά εγκλήματα έχοντας γράψει συνολικά οκτώ βιβλία και δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς και τιμητικούς τόμους.
Με αφορμή την επίσκεψη του στη Λάρισα, η larissanet μίλησε με τον κ. Φυτράκη για μια σειρά θεμάτων που άπτονται του επιστημονικού του ενδιαφέροντας και απασχολούν τακτικά την ελληνική κοινωνία.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Την Παρασκευή (12/12) επισκεφτήκατε το Κατάστημα Κράτησης Λάρισας και το απόγευμα συμμετείχατε στην εκδήλωση για τα 20 χρόνια λειτουργίας του 2ου Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Ποια είναι η εικόνα που αποκομίσατε τόσο από τις φυλακές όσο και από το Σχολείο;
Ήταν μια πολύ συγκινητική μέρα: ξαναείδα ανθρώπους, δηλ. υπαλλήλους και κρατουμένους, αλλά και χώρους της φυλακής, έξι χρόνια αφού έπαψα να έχω την ευθύνη του σωφρονιστικού συστήματος. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ γι’ αυτή την ευκαιρία αλλά και για τη ζεστή υποδοχή σ’ όλους, ξεχωριστά όμως στον διευθυντή του Σχολείου Γιώργο Τράντα. Η φυλακή Λάρισας έχει τις ίδιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το σωφρονιστικό σύστημα στο σύνολό του: παλιές υποδομές, έλλειψη προσωπικού, υπερπληθυσμός. Το σχολείο, όμως, παραμένει μια βαθιά ανάσα ανθρωπιάς μέσα στο σωφρονιστικό καμίνι. Αναπτύσσεται, λειτουργεί, είναι ζωντανό κύτταρο. Αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στους εκπαιδευτικούς αλλά και στους κρατουμένους που το προστατεύουν, το κρατούν ζωντανό και το κάνουν όλο και πιο δυνατό. Τα 20 χρόνια λειτουργίας του είναι μια ιστορία επιτυχίας (success story) με μεγάλη συμβολή στην ανθρωπιά και την επανένταξη.
Μιλώντας για τα προβλήματα στις φυλακές, παραμένει ο υπερπληθυσμός το μεγαλύτερο ζήτημα για το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα;
Ο υπερπληθυσμός, δυστυχώς, είναι αποτέλεσμα μια συγκεκριμένης πολιτικής άμετρης ποινικής καταστολής που υιοθετήθηκε στη χώρα μας μετά το 2019. Πρόκειται για μια περίοδο όπου την αντεγκληματική πολιτική, δηλ. ιδίως την ποινική νομοθεσία, χαράσσουν επικοινωνιολόγοι και όχι εγκληματολόγοι και ποινικολόγοι. Με τη σειρά του ο υπερπληθυσμός προκαλεί, εξ αντικειμένου, απάνθρωπες συνθήκες ενώ ακυρώνει προσπάθειες, από το προσωπικό αλλά και εξωτερικούς φορείς, για τη βελτίωση της καθημερινής ζωής «πίσω από τα σίδερα». Αυτό αποβαίνει σε βάρος της ασφάλειας των φυλακών και των ανθρώπων που δουλεύουν εκεί αλλά και της κοινωνίας. Όταν εξευτελίζουμε, ως πολιτεία, ένα άνθρωπο-κρατούμενο πλάθουμε έναν αυριανό εχθρό. Αυτό θέλουμε;
Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε υπό την επιμέλεια σας από τις εκδόσεις Σάκκουλα η ενημερωμένη έκδοση του Σωφρονιστικού Κώδικα. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες αλλαγές στον Κώδικα τα τελευταία χρόνια και τί χρειάζεται κατά την άποψη σας για να έχουμε ένα σωφρονιστικό σύστημα με αρχές, κανόνες και ανθρώπινο πρόσωπο όπως γράφετε στο προλογικό σας σημείωμα;
Η μεγαλύτερη, τεκτονική θα έλεγα, αλλαγή στο σωφρονιστικό σύστημα της χώρας μας επήλθε μ’ ένα άσχετο νομοθέτημα, το ΠΔ 42/2019, με το οποίο η Γεν. Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής αποσπάστηκε – πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε- από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και εντάχθηκε στο Υπ. Προστασίας του Πολίτη. Έτσι η φυλάκιση από υπόθεση δικαιοσύνης και επανένταξης έγινε θέμα ασφάλειας και αστυνομίας. Παράλληλα, το ποινικό δίκαιο τράβηξε μια πορεία έξαλλης αυστηροποίησης, υπακούοντας στα κελεύσματα του ποινικού λαϊκισμού. Στα απόνερα της προπαγάνδας για το «νόμο Παρασκευόπουλου» και της ρητορείας για «νόμο και τάξη», οι ποινικοί νόμοι 4855/2021 και 5090/2024 και ο σωφρονιστικός νόμος 4985/2022 δημιούργησαν ένα αυταρχικό νομικό πλαίσιο, δυσκόλεψαν την υφ’ όρον απόλυση, συρρίκνωσαν τις αγροτικές φυλακές και περιόρισαν τις άδειες των κρατουμένων. Κι όλα αυτά για το «φαίνεσθαι», καθώς κανένα εγκληματοπροληπτικό αποτέλεσμα δεν καταγράφεται, ούτε και φυσικά αναμενόταν. Όλα για τις εντυπώσεις, και τα δικαιώματα των ανθρώπων (κρατουμένων) στον καιάδα.
Ένα καλύτερο σωφρονιστικό σύστημα προϋποθέτει, εκτός από επαρκείς πόρους, την κατάστρωση μιας συνεκτικής αλλά κυρίως ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής και την ανάληψη αντίστοιχων πολιτικών πρωτοβουλιών. Βάση μιας τέτοιας πολιτικής θα είναι τα εγκληματολογικά δεδομένα, οι θεμελιώδεις παραδοχές της εγκληματολογίας και του ποινικού δικαίου και, βέβαια, οι συναφείς κατευθύνσεις των διεθνών οργανισμών.
Δυστυχώς, η ακολουθούμενη σήμερα αντεγκληματική πολιτική κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή η πολιτική προκάλεσε, μάλλον δε και επιδίωξε συνειδητά, την ασφυξία στις φυλακές. Άλλωστε αυτή είχε προβλεφθεί με βεβαιότητα απ’ όλους τους ειδικούς, τους οποίους η κυβέρνηση απαξιώνει συστηματικά. Απλά πράγματα: Το κυβερνητικό δόγμα της «ποινικής αυστηρότητας» φέρνει εξαθλίωση και απανθρωπιά στις φυλακές.
“Το ποινικό δίκαιο είναι ανήμπορο να λύσει πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα”
Νωρίτερα κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό το βιβλίο σας η “Ενδοοικογενειακή βία – Θεσμικό πλαίσιο”. Σε λίγο καιρό συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από το νόμο 3500/2006 με αρκετές τροποποιήσεις αυτές τις δύο δεκαετίες. Αν κάναμε μια αποτίμηση του νόμου σήμερα τι θα λέγαμε; Προστατεύει επαρκώς ο νόμος τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας; Έχει μεταβληθεί σε ένα αυστηρό/τιμωρητικό νομοθέτημα μετά και τις πιο πρόσφατες τροποποιήσεις;
Όντως ο νόμος 3500/2006 υπήρξε μια καίρια τομή. Η πολιτεία αποφάσισε, και το είπε δυνατά, ότι η βία στο σπίτι, στην οικογένεια, στη σχέση δεν είναι ανεκτή. Και επιπλέον δεν είναι ιδιωτική υπόθεση αλλά θέμα με δημόσιο ενδιαφέρον. Μια καλή αρχή λοιπόν έγινε. Ήταν δηλ. μια αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη, καθώς έπρεπε να γίνουν πολλά ακόμα, τα οποία, δυστυχώς, δεν έγιναν. Το ν. 3500/2006 ακολούθησαν αρκετοί νόμοι, τους οποίους παραθέτω στο βιβλίο μου. Οι νόμοι, όμως, δεν αρκούν για να μεταβάλλουν κοινωνικές παραδοχές και διοικητικές νοοτροπίες. Οι μηχανισμοί του κράτους, επαναπαύθηκαν στο νόμο και έτσι αδράνησαν. Οι αναγκαίες δημόσιες πολιτικές δεν αναπτύχθηκαν. Μόλις τα τελευταία χρόνια κάτι άρχισε να κινείται, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών θεσμών. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχιστεί.
Είναι επίσης εντυπωσιακός ο όγκος των νομοθετημάτων, των μέτρων και των κανονων για την ενδοοικογενειακή βία που συγκεντρώσατε για τις ανάγκες του βιβλίου. Θα έλεγε κανείς ότι ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε ένα τέτοιο πέπλο προστασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και όμως βλέπουμε στην ειδησεογραφία γυναίκες που εξακολουθούν να πέφτουν στα κενά του συστήματος. Γιατί συμβαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας; Έχει να κάνει με την ανάγκη να σταματήσει η ποινική νομοθέτηση και να εστιάσουμε στην ανάπτυξη της πρόληψης και της στήριξης των θυμάτων όπως αναφέρετε και στον πρόλογο του βιβλίου;
Όντως, οι τροποποιήσεις και οι συμπληρώσεις του βασικού νόμου 3500/2006 είναι πολλές ενώ και η παράλληλη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία είναι ογκώδης. Όμως, όπως ακριβώς το λέτε, η ποινική «νομοθέτηση καθ’ υπερβολήν» δεν εξασφαλίζει ένα συνεκτικό νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρόληψης της βίας και βέβαια προστασίας και υποστήριξης των θυμάτων. Οι δομές που δημιουργήθηκαν, δειλά-δειλά, είτε είναι αστυνομικές υπηρεσίες, είτε υπηρεσίες των Δήμων, έχουν καθυστερήσει πολύ, είναι περιορισμένες, με αμφίβολη χρηματοδότηση και ένα επισφαλές εργασιακά προσωπικό. Απαιτούνται λοιπόν δράσεις υποδομής οι οποίες θέλουν χρόνο προετοιμασίας, ωρίμανσης και εμπέδωσης. Όχι, λοιπόν, άλλες επικοινωνιακές «στρακα-στρούκες». Επιτέλους, πρέπει να κατανοηθεί ότι το ποινικό δίκαιο «γράφει στην κάμερα», δεν παύει όμως να είναι το τελευταίο μέσο της κοινωνίας και είναι ανήμπορο να λύσει πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο πιο καλά για τα αδύναμα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
“Υπάρχει ανάγκη για μια συνολική επανεξέταση της νομοθεσίας για τα σεξουαλικά εγκλήματα”
Ένα άλλο έργο ζωής θα μπορούσαμε να πούμε για το οποίο αφιερώσατε πολύ μελάνι μαζί με τον κ. Νίκο Παρασκευόπουλο είναι οι “Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις¨ φέτος στην 3η έκδοση. Γνωρίζοντας πλέον το θέμα σε βάθος πως θα χαρακτηρίζατε σήμερα το ποινικό δίκαιο σε ότι αφορά τα σεξουαλικά εγκλήματα; Δίνεται περισσότερο βάρος στο θύμα; υπάρχει υπέρμετρη ποινικοποίηση της σεξουαλικής ζωής;
Το ελληνικό σεξουαλικό ποινικό δίκαιο είναι εξαιρετικά αυστηρό, αυστηρότερο σε σχέση μ’ αυτό των κεντροευρωπαϊκών χωρών π.χ. Γερμανία. Όμως το ποινικό δίκαιο πρέπει πάνω απ’ όλα να προβλέπει δίκαιες και αναλογικές ποινές. Δυστυχώς οι πολλαπλές επεμβάσεις των τελευταίων ετών στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν στηρίζονται σε εγκληματολογικές μελέτες ή ποινικοδογματικά δεδομένα αλλά ακολουθούν ένα πρόταγμα ξέφρενης δημαγωγίας, χωρίς ουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταυτόχρονη πρόβλεψη εξοντωτικών ποινών για την εικονική πορνογραφία (π.χ. κατοχή καρτούν) και την ίδια στιγμή η διαρκής υπονόμευση των λεγόμενων «Σπιτιών του Παιδιού», δηλ. των ειδικών δομών για την μαρτυρική εξέταση των κακοποιημένων παιδιών. Ας θυμηθούμε για λίγο την 12χρονη του Κολωνού, η οποία κατέθεσε για 12 φορές στην Αστυνομία, υπέστη δηλ. μια δεύτερη «κακοποίηση» από τις κρατικές αρχές. Συνοψίζοντας: Υπάρχει ανάγκη για μια συνολική επανεξέταση της νομοθεσίας για τα σεξουαλικά εγκλήματα, με γνώμονα την αληθινή προστασία του εννόμου αγαθού της σεξουαλικής ελευθερίας. Οι ισορροπημένες λύσεις και οι ορθολογικές επιλογές φέρνουν αποτέλεσμα, όχι οι λαϊκιστικές υπερβολές για το θεαθήναι …

Η υπόθεση “Φιλιππίδη” απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ ειδικά μετά από κάποιες φράσεις του εισαγγελέα της έδρας που προκάλεσαν θόρυβο και είχαν στο επίκεντρο τους την ύπαρξη ή μη αποδεικτικών στοιχείων για το καταγγελλόμενο έγκλημα του βιασμού. Στο βιβλίο αναφέρεστε αναλυτικά στο συγκεκριμένο έγκλημα. Γιατί προκλήθηκε τόσος μεγάλος θόρυβος σε αυτή την υπόθεση που αφορούσε ένα από τα πιο γνωστά σεξουαλικά εγκλήματα; Έχει να κάνει με το ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο ή με την ίδια τη φύση του αδικήματος που φέρνει σε δύσκολη αποδεικτικά θέση τους δικαστικούς λειτουργούς;
Ακριβώς, η συγκεκριμένη υπόθεση περιείχε τα δύο στοιχεία που έλκουν τα ΜΜΕ: αφενός εγκλήματα (και συνεπώς διηγήσεις) σεξουαλικής φύσης, αφετέρου εμπλεκόμενα πρόσωπα με μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Δυστυχώς, η ενημέρωση για την δίκη είχε συχνά οπαδικά χαρακτηριστικά και δεν επέτρεπε μια ψύχραιμη αποτύπωση της πραγματικότητας. Δεν γνωρίζω τη συγκεκριμένη δικογραφία. Μπορώ όμως με βεβαιότητα να σας πω, από την εμπειρία μου, ότι τέτοιου είδους υποθέσεις, πέρα από τους λεπτούς νομικούς συλλογισμούς που απαιτούν, έχουν εξαιρετικές αποδεικτικές δυσκολίες και απαιτούν, τελικά, πολύ λεπτές σταθμίσεις. Πιστεύω ότι οι δικαστικοί λειτουργοί μας διαθέτουν, κατά κανόνα, την επιστημονική επάρκεια και την προσωπική συγκρότηση για να διακρίνουν το τι έγινε, τι σημαίνει αυτό και τι λέει ο νόμος, ώστε να αποδώσουν δικαιοσύνη. Προσοχή, όχι με βάση το δήθεν «κοινό περί δικαίου αίσθημα», ένα επικίνδυνο μόρφωμα, αλλά με οδηγό το (γραπτό) δίκαιο και τη συνείδησή τους.
Γράψατε επίσης ένα βιβλίο που απευθύνεται σε πολίτες χωρίς νομικές γνώσεις με τίτλο “Sex, Νόμος, Έγκλημα” (εκδ. Τόπος). Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου; Βλέπετε να υπάρχει μια παρανόηση στην ελληνική κοινωνία για το τι είναι σεξουαλικό έγκλημα και μια ανησυχία αν θέλετε για αύξηση σεξουαλικών εγκλημάτων που δεν στηρίζεται σε στοιχεία;
Το σεξουαλικό έγκλημα είναι στενά συνυφασμένο με μύθους, παραπέμπει σε κλειδαρότρυπες, σκαμπρόζικες ιστορίες ή ηθικολογίες και ενίοτε συνοδεύεται από κραυγές και κατάρες. Όλ’ αυτά δημιουργούν ένα νέφος ασάφειας. Οι ανακρίβειες που διακινούνται καθημερινά στα ΜΜΕ είναι αδιανόητες. Αποκορύφωμα υπήρξαν τα «τέρατα» που κυκλοφόρησαν αναφορικά με το νέο Ποιν. Κώδικα π.χ. ότι ο βιασμός έγινε πλημμέλημα. Εξίσου ατεκμηρίωτες είναι οι συχνές αναφορές σε (δήθεν) επιείκεια των νόμων και των δικαστών, έξαρση των σεξουαλικών εγκλημάτων ή υποτροπή των σεξουαλικών δραστών. Συχνά, λοιπόν, δεχόμουν αντίστοιχα ερωτήματα από δημοσιογράφους για το ισχύον δίκαιο, εξ αφορμής, πάντα, κάποιας υπόθεσης σεξουαλικού εγκλήματος που απασχολούσε την επικαιρότητα. Προσπάθησα, σ’ αυτό το μικρό βιβλίο με τον τίτλο “Sex – Νόμος – Έγκλημα», να συνοψίσω με «απλά λόγια» όλη την ύλη του σεξουαλικού ποινικού δικαίου με τρόπο συνοπτικό και κατανοητό στον απλό πολίτη που δεν διαθέτει νομική παιδεία. Το εγχείρημα της «εκλαϊκευμένης» επιστημονικής γνώσης είναι πάντα δύσκολο, καθώς ένας τέτοιος λόγος πατάει σε δύο βάρκες, αφενός της (επιστημονικής) ακρίβειας, αφετέρου της (γενικής) κατανόησης. Ελπίζω να το πέτυχα.
«Η ποινική νομοθεσία των τελευταίων ετών προβάλει έναν ωμό αυταρχισμό»
Τελευταία ερώτηση κ. Φυτράκη. Αρθρογραφείτε τακτικά σε ΜΜΕ για τη νομική επικαιρότητα κριτικάροντας ορισμένες φορές νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Δικαιοσύνης. Ποια είναι η άποψη σας για την δικαιοσύνη και το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα σήμερα;
Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που ζούμε σήμερα, είναι, νομίζω, η σοβαρότερη απ’ όλη την μεταπολίτευση. Η απαξίωση των ανεξάρτητων αρχών, ο ευτελισμός του κοινοβουλίου, η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης, η υποβάθμιση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν φαινόμενα για τα οποία κανείς πρέπει να ανησυχεί. Η ποινική νομοθεσία των τελευταίων ετών προβάλει έναν ωμό αυταρχισμό, με πλήρη παράβλεψη της επιστημονικής κοινότητας αλλά εμμονή σε μια άνευ προηγούμενου εντυπωσιοθηρία. Αυτή η πολιτική πλήττει την ποιότητα του κράτους δικαίου και δεν αντιστοιχεί στις αξιώσεις μια σύγχρονης δημοκρατίας. Απομένει να δούμε πόσο ανθεκτική είναι η δημοκρατία μας και ποιες αντιστάσεις μπορεί να προβάλλει.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























