Του Στάθη Αραποστάθη (Καθηγητής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Εργαστηρίου Επιστήμη, Τεχνολογία και Καινοτομία στην Κοινωνία)
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών ανέδειξαν όχι μόνο την αγωνία αλλά και τη βαθιά αγανάκτηση ενός κόσμου που αισθάνεται ότι κανείς δεν τον κατευθύνει και, κυρίως, ότι κανείς δεν κατανοεί τις ενεργειακές και τεχνολογικές εξαρτήσεις που αυξάνουν διαρκώς το κόστος παραγωγής. Παρότι ορισμένα αιτήματα έχουν οριζόντιο και καθολικό χαρακτήρα, η εικόνα αυτή είναι συχνά παραπλανητική. Πίσω από τα συνθήματα βρίσκεται ένα πιο σύνθετο και ώριμο αίτημα: η ανάγκη για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τον αγροτικό κόσμο.
Όπως υπάρχουν προσπάθειες στρατηγικού σχεδιασμού για τη νησιωτική Ελλάδα, έτσι και η αγροτική χώρα χρειάζεται ένα συνεκτικό όραμα μετάβασης. Ένα όραμα που θα τοποθετεί στο κέντρο της αλλαγής τον αγρότη και τους οικονομικούς και επαγγελματικούς εταίρους σε κάθε περιφέρεια, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις τεχνολογικές εξαρτήσεις. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, αλλά απολύτως αναγκαίο, αν το κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις θέλουν να πάψουν να αντιμετωπίζουν τον αγροτικό κόσμο μόνο μέσα από μέτρα έκτακτης ανάγκης. Ίσως ακουστεί παράδοξο, αλλά οι αγρότες δεν ζητούν παροχές· ζητούν δομικές αλλαγές. Τα οριζόντια αιτήματα συχνά διαστρεβλώνουν αυτή την πραγματικότητα.
Η Θεσσαλία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας περιφέρειας σε μετάβαση που διαπερνά τις καλλιέργειες, τη χρήση γης, την ενέργεια, αλλά και τους θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις. Οι αγρότες βρίσκονται αντιμέτωποι με τις πιέσεις της κλιματικής αλλαγής, του υδατικού ελλείμματος, της ενεργειακής ακρίβειας και της αποδιάρθρωσης των αγορών. Οι πιέσεις αυτές δεν είναι αφηρημένες· μεταφράζονται σε καθημερινή ανασφάλεια και βιωμένες αδικίες. Στο επίκεντρο της αλλαγής αναδεικνύονται τρία κρίσιμα σημεία: η αναδιάρθρωση της παραγωγής, η ανασύνδεση χρήσης γης και ενέργειας και η οικοδόμηση ανθεκτικότητας ως κοινωνικο-τεχνικής ικανότητας.
Η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής προκύπτει ως κρίσιμος μοχλός βιωσιμότητας. Το κυρίαρχο μοντέλο μεγάλου όγκου και χαμηλής προστιθέμενης αξίας –βαμβάκι, καλαμπόκι, μηδική– καθιστά τις εκμεταλλεύσεις ιδιαίτερα ευάλωτες στις διακυμάνσεις τιμών, στο αυξανόμενο κόστος εισροών και στο υδατικό έλλειμμα. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι την ποιότητα του προϊόντος συχνά δεν την πληρώνεται ο αγρότης, εξαιτίας ενδιάμεσων κρίκων της αλυσίδας που ενδιαφέρονται κυρίως για τον όγκο.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι αγρότες έχουν ήδη προχωρήσει σε αλλαγές καλλιεργειών, συχνά μόνοι τους και χωρίς καμία στήριξη, ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη πίεση στο νερό. Στην ανατολική Θεσσαλία, για παράδειγμα, αναπτύχθηκαν προσπάθειες καλλιέργειας οσπρίων, ρίγανης και φαρμακευτικών φυτών με χαμηλότερες ανάγκες άρδευσης. Ωστόσο, οι παραγωγοί αυτοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό «ελληνοποιημένων» εισαγόμενων προϊόντων αμφιβόλου ποιότητας –χαρακτηριστική η περίπτωση της ρίγανης από την Τουρκία– και με την απουσία μηχανισμών που να εξασφαλίζουν αγορές και εμπορευματοποίηση. Αντίστοιχα, οι ελληνικές ποικιλίες οσπρίων πιέζονται από τις μεξικάνικες ποικιλίες, καθώς δεν υπήρξε συντονισμένη επικοινωνία των ποιοτικών και περιβαλλοντικών τους πλεονεκτημάτων. Σε όλα αυτά τα πεδία, όσο και αν προσπαθήσει ο αγρότης, χρειάζεται τον ρόλο του κράτους. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες, ωστόσο ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός παραμένει εμφανώς πίσω στην κατανόηση των δομικών αυτών ζητημάτων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάδυση ζωνών παραγωγής που μπορούν να λειτουργήσουν ως νησίδες καλά ενσωματωμένης καινοτομίας, βασισμένης σε εδαφολογικά, υδρολογικά και μικροκλιματικά δεδομένα. Μια τέτοια ζωνοποίηση δεν πρέπει να λειτουργεί ως άκαμπτος περιορισμός, αλλά ως εργαλείο αναπτυξιακής στρατηγικής, συνδεδεμένο με αντισταθμιστικά μέτρα, όπως προτεραιότητα στην ασφάλιση, στοχευμένες επιδοτήσεις και συμβολαιακή γεωργία. Παράλληλα, η αναβάθμιση της ποιότητας και της ταυτότητας των προϊόντων μέσω πιστοποιήσεων, ιχνηλασιμότητας και συλλογικών brands δεν αποτελεί μόνο τεχνικό ζήτημα, αλλά θεσμική και κοινωνική διαδικασία που απαιτεί εμπιστοσύνη και συλλογική οργάνωση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνεταιρισμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως κόμβοι μάθησης και καινοτομίας.
Το υδατικό έλλειμμα καθιστούν την άρδευση πεδίο έντονων ανισοτήτων μεταξύ περιοχών και τύπων εκμεταλλεύσεων. Από τον ίδιο τον κόσμο της παραγωγής τίθεται πλέον κεντρικά, χωρίς κομματικοποίηση, το ζήτημα της υλοποίησης των δεσμεύσεων των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών. Οι αγρότες έχουν κατανοήσει ότι δεν είναι δυνατή η επιστροφή σε σχήματα κατασπατάλησης του νερού. Αυτό που ζητούν είναι η εφαρμογή των ήδη εγκεκριμένων σχεδίων, των αναγκαίων υποδομών καθώς και η συντήρηση των ήδη υπαρχόντων. Οι συνδέσεις λεκανών απορροής μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Θεσσαλίας πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα, ώστε να διορθωθεί η μακροχρόνια υδρολογική ανισορροπία, καθώς και ολοκλήρωση ημιτελών έργων που αφορούν την μερική εκτροπή του Αχελώου. Πρόκειται για σύνθετα έργα με μεγάλο χρόνο ωρίμανσης, γεγονός που οι αγρότες γνωρίζουν. Ταυτόχρονα, όμως, βιώνουν την ανασφάλεια που δημιουργεί η απουσία υποδομών στον οικογενειακό και παραγωγικό τους προγραμματισμό. Ο Έλληνας αγρότης έχει μετατραπεί εδώ και δεκαετίες σε αγρότη-επιχειρηματία, χωρίς να του παρέχονται οι στοιχειώδεις υποδομές που θεωρούνται αυτονόητες σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η ανησυχία για την ανεξέλεγκτη εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε γόνιμες γεωργικές εκτάσεις. Το ζητούμενο δεν είναι η απόρριψη των ΑΠΕ, αλλά η χωροταξική τους ένταξη σε ένα συνεκτικό αγροδιατροφικό όραμα, με προστασία των ζωνών υψηλής παραγωγικότητας, κατεύθυνση σε υποβαθμισμένες εκτάσεις και προώθηση αγροβολταϊκών. Παράλληλα, απαιτείται ρυθμιζόμενο αγροτικό τιμολόγιο ενέργειας, ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων, του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού ( virtual net-metering) και εκσυγχρονισμός των αντλιοστασίων.
Τέλος, η ανθεκτικότητα της παραγωγής και των κοινοτήτων δεν ταυτίζεται με την απλή προσαρμογή σε διαδοχικές κρίσεις, αλλά με τη συλλογική ικανότητα μάθησης, εκπαίδευσης και καινοτομίας. Η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού δημιουργούν πρόσθετες εντάσεις. Οι αγρότες ζητούν στήριξη και σε αυτό το πεδίο, μέσα από κατάρτιση, πιστοποίηση δεξιοτήτων και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
Το πρόβλημα των αγροτών δεν είναι τα πληροφοριακά συστήματα καθαυτά για τις επιδοτήσεις, αλλά η έλλειψη εξειδίκευσης στα συστήματα αυτά και η έλλειψη εμπιστοσύνης που γεννούν οι οριζόντιες λύσεις. Αυτό που πραγματικά ζητούν οι αγρότες είναι μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, δυνατότητα οράματος και ουσιαστική συμμετοχή στον σχεδιασμό των μονοπατιών αλλαγής. Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: οι αγρότες φαίνεται ότι μπορούν. Όλοι οι άλλοι είναι έτοιμοι;
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























