Γράφει ο ο Γιάννης Παπαϊωάννου
Η κρίση του Covid-19, λόγω του παγκόσμιου lockdown, επηρέασε άμεσα την αγορά τροφίμων τόσο στον τομέα της προσφοράς, καθώς πολλά εργοστάσια τροφίμων έκλεισαν ή λειτουργούσαν με λιγότερο προσωπικό, όσο και στον τομέα των μεταφορών, αφού οι μετακινήσεις τροφίμων και πρώτων υλών μειώθηκαν ή καθυστερούσαν σε λιμάνια και σύνορα.
Αλλά και στον τομέα της ζήτησης, όλοι θυμόμαστε πως ο κόσμος, μέσα στον πανικό, αγόραζε από τα σούπερ μάρκετ μεγάλες ποσότητες από μακαρόνια, αλεύρι, ζάχαρη, κονσέρβες, γάλατα και χαρτί υγείας. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ελλείψεις —σε μια περίοδο αυξημένης ζήτησης και μειωμένης προσφοράς— οδήγησαν σε άνοδο των τιμών.
Αλλά και αμέσως μετά την κρίση και το άνοιγμα των αγορών, ακολούθησε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και της ζήτησης, ενώ ταυτόχρονα επικράτησε μια πληθωριστική περίοδος, κατά την οποία οι τιμές των τροφίμων ανέβαιναν ανεξέλεγκτα.
Με την έναρξη του πολέμου, η Ρωσία απέκλεισε τα ουκρανικά λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα (Οδησσός, Χερσώνα κ.λπ.), από όπου η Ουκρανία εξήγαγε πάνω από 30–40 εκατ. τόνους σιτηρών ετησίως. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τεράστιες ποσότητες σιταριού, καλαμποκιού, ηλιέλαιου και ζωοτροφών να μείνουν μπλοκαρισμένες, γεγονός που ανέβασε άμεσα τις τιμές. Το 2022 οι τιμές των σιτηρών έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας. Δεδομένου ότι αυτά τα προϊόντα επηρεάζουν άμεσα την τιμή χιλιάδων άλλων προϊόντων, ακολούθησε γενικευμένη άνοδος στο σύνολο της αγοράς τροφίμων.
Κλιματική κρίση
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τιμή του ελαιόλαδου. Η κλιματική κρίση —οι υψηλές θερμοκρασίες και η ανομβρία— κατέστρεψαν την παραγωγή σχεδόν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, η οποία αποτελεί τη βασική ζώνη παραγωγής ελαιόλαδου. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές σημείωσαν θεαματική άνοδο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από τον Νοέμβριο 2021 έως τον Νοέμβριο 2023 η τιμή αυξήθηκε κατά 145,6%.
Αυτή η αύξηση προκάλεσε νέες ανατιμήσεις σε προϊόντα που χρησιμοποιούν ελαιόλαδο, όπως έτοιμα φαγητά, σαλάτες – ντελικατέσεν, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, κονσερβοποιημένα τρόφιμα, καθώς και στις τιμές εστίασης σε ταβέρνες, εστιατόρια και ξενοδοχεία.
Κρέας-Αυγά
Ακολούθησε η άνοδος της τιμής του μοσχαρίσιου κρέατος. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτό οφείλεται κυρίως στη εφαρμογή της πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ η οποία μειώνει την παραγωγή ενώ η ζήτηση παραμένει σταθερή. Οφείλεται ακόμη στον πόλεμο της Ουκρανίας —που προκάλεσε άνοδο των τιμών των ζωοτροφών— αλλά και στις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας μέσω πλοίων και λόγω του Covid-19, που προηγήθηκε και αύξησε τις τιμές.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης:
- Το 2019 η τιμή του μοσχαρίσιου ήταν περίπου 6,98 €/κιλό.
- Το 2022, το μοσχαρίσιο στήθος εισαγωγής πωλείται 7,98 €/κιλό.
- Σήμερα η τιμή έχει φτάσει ξεπέρνα τα 15€/κιλό, δηλαδή υπερδιπλάσια από το 2019
Μια ακόμη κρίση ήρθε από την επιδημία γρίπης των πτηνών (H5N1) στις ΗΠΑ το 2022, η οποία οδήγησε σε μαζική θανάτωση πουλερικών. Η προσφορά αυγών και κοτόπουλου μειώθηκε και οι τιμές των αυγών αυξήθηκαν περίπου 60% το 2022. Η κρίση αυτή ήταν πιο έντονη στις ΗΠΑ αλλά μια γρίπη των πτηνών είναι ορατή πιθανότητα και στην Ευρώπη!
Αντίστοιχες αυξήσεις καταγράφηκαν στη ζάχαρη, με άνοδο περίπου 61% σε έναν χρόνο, λόγω κλιματικής κρίσης, μειωμένης παραγωγής και αυξημένου κόστους λιπασμάτων.
Παρόμοιες κρίσεις τιμών σημειώνονται σε ρύζι, καφέ, κακάο. Καθώς τα προϊόντα αυτά μπαίνουν σε χιλιάδες τυποποιημένα τρόφιμα, η επίδραση στις τελικές τιμές των σούπερ μάρκετ υπήρξε άμεση.
Ζωονόσοι – Πανώλη – Ευλογιά
Στη χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζουμε την ευλογιά, ενώ προηγήθηκε η πανώλη. Μόνο για την ευλογιά θανατώθηκαν πάνω από 400.000 ζώα. Προηγήθηκε ο «Ντάνιελ», που οδήγησε στην καταστροφή μονάδων και στο θάνατο χιλιάδων ζώων στη Θεσσαλία. Αυτή η μείωση της προσφοράς προκάλεσε άμεσα άνοδο των τιμών σε κρέας, γάλα, φέτα, τυριά και άλλα γαλακτοκομικά. Μάλιστα υπάρχει η εκτίμηση ότι αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται.
Κανείς δεν γνωρίζει τι θα ακολουθήσει κατά την ανασύσταση των κοπαδιών, όταν θα απαιτηθούν μαζικές και πιθανόν ανεξέλεγκτες εισαγωγές ζώων, ούτε τι άλλες κρίσεις θα προκύψουν παγκοσμίως.
Τα πράγματα είναι δυναμικά — μια αρρώστια στις μέλισσες, για παράδειγμα, μπορεί να καταστρέψει τις καλλιέργειες αμυγδάλου στις ΗΠΑ, προκαλώντας έκρηξη τιμών· κάτι παρόμοιο συνέβη το 2010 με τη «διαταραχή κατάρρευσης αποικιών».
Πολιτική προσέγγιση
Είναι προφανές ότι σε πολλά από τα παραπάνω προϊόντα υπάρχει αισχροκέρδεια, σε συνδυασμό με απουσία ελέγχων από την ελληνική κυβέρνηση. Οι αυξήσεις των τιμών αυξάνουν τα έσοδα του κράτους μέσω του ΦΠΑ, «φουσκώνουν» την οικονομία και ενισχύουν τα δημόσια έσοδα. Γι’ αυτό η κυβέρνηση αρνείται σε μόνιμη βάση να μειώσει τον ΦΠΑ ή να εντείνει τους ελέγχους.
Η παγκοσμιοποίηση των αγορών κάνει την κατάσταση ακόμη πιο ανεξέλεγκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές αυξήθηκαν στη χώρα μας ακόμη και όταν το πλοίο Ever Given φράκαρε το Σουέζ μόλις για έξι ημέρες τον Μάρτιο του 2021.
Όμως όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι οι πρόσφατες -και πιθανόν οι μελλοντικές κρίσεις αφορούν- κυρίως την παραγωγή τροφίμων, επηρεάζοντας συνολικά τις τιμές τους.
Προοπτικές για την Ελλάδα
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο δράσης—σε ατομικό, επιχειρηματικό, συλλογικό και εθνικό επίπεδο— για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία διαθέτει κλίμα, γη και αγορές για να επικεντρωθεί στην παραγωγή τροφίμων και να ωφεληθεί από κάθε επόμενη κρίση.
Αντί ο παραγωγός να επενδύει σε προϊόντα όπως το βαμβάκι, του οποίου η τιμή μειώνεται διαχρονικά και τελικά εξάγεται για μεταποίηση στην Τουρκία, θα μπορούσε να στραφεί στην παραγωγή τροφίμων και να αξιοποιήσει προς όφελος του την αυξημένη ζήτηση.
Παράλληλα, υπάρχει τεράστιο περιθώριο για επιχειρηματική δραστηριότητα στη μεταποίηση και την τυποποίηση τροφίμων, που θα δημιουργούσε χιλιάδες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Εδώ το συνεταιριστικό κίνημα έχει να παίξει ρόλο. Αν και εφόσον συνδυαστεί με την παράγωγή ενέργειας μέσω ΑΠΕ με ευνοϊκούς όρους και προτεραιότητα σύνδεσης στο δίκτυο τότε μιλάμε για να εντελώς νέο παραγωγικό μοντέλο που θα αλλάξει την ελληνική περιφέρεια.
Σε συλλογικό επίπεδο, αντί να διοργανώνουμε στη Λάρισα φεστιβάλ καφέ — ένα προϊόν που δεν παράγουμε καθόλου — θα μπορούσαμε να προωθήσουμε την τοπική παραγωγή τροφίμων και να την κατευθύνουμε προς τις διεθνείς αγορές τροφίμων.
Σε εθνικό επίπεδο, είναι προφανής η ανάγκη να καλύψουμε με ποιοτικά ελληνικά τρόφιμα τα σχεδόν 30 εκατομμύρια τουρίστες που φιλοξενούμε κάθε χρόνο.
Έτσι μειώνουμε εισαγωγές, περιορίζουμε το εμπορικό έλλειμμα που παράγει ο τουρισμός, ενισχύουμε την εγχώρια παραγωγή και μετατρέπουμε τους τουρίστες σε πρεσβευτές της ελληνικής κουζίνας και των ελληνικών προϊόντων διεθνώς.
Εδώ ταιριάζει απόλυτα και το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ, που θέτει ως «εθνική προτεραιότητα την αναγέννηση της περιφέρειας» και μιλά για «ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με επίκεντρο τον ισχυρό πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τη σύνδεση με τον τουρισμό και τις ΑΠΕ, ώστε να δημιουργούνται καλές θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία».
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών συναντά ρεαλιστικά εμπόδια. Το υψηλό κόστος παραγωγής, που συνδέεται με την ενέργεια, τα λιπάσματα και το νερό, περιορίζει την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος δυσχεραίνει την αυτοματοποίηση και δημιουργεί θεσμικά εμπόδια. Παράλληλα, οι επενδυτικές δυσκολίες, όπως η περιορισμένη χρηματοδότηση, η έλλειψη δεξιοτήτων και οι απαιτήσεις πιστοποίησης, αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα.
Αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με έλεγχο και διαφάνεια στην αγορά, με μέτρα όπως η ιχνηλασιμότητα των τιμών σε όλα τα στάδια της αλυσίδας (παραγωγός–χονδρική–λιανική) και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των καρτέλ, την στοχευμενη εκπαίδευση και επανεκπαίδευση και τον προσανατολισμό των αποθεμάτων γης, νερού, δυναμικό ΑΠΕ, ενέργειας και υποδομών κατά προτεραιότητα προς υποβοήθηση της παράγωγης τροφίμων.
-Με οικονομική στήριξη στοχοπροσηλωμένη σε επενδύσεις στη παραγωγή και μεταποίηση τροφίμων.
-Με στήριξη των παραγωγών μέσω επιδότησεων εισροών (Λιπάσματα, ζωοτροφές, ενέργεια, νερό), ασφάλισης κινδύνου και ενίσχυσης των συνεταιρισμών για να ενδυναμωθεί η συλλογική δράση.
-Με άρση των εμποδίων και των στρεβλώσεων που αυξάνουν το κόστος παραγωγής και κάνουν τις εισαγωγές φθηνότερες από την εγχώρια παραγωγή.
Η Ελλάδα μια «διατροφική δύναμη
Είναι πιθανό ότι αν επικεντρωθούμε ως χώρα στη παραγωγή τροφίμων, θα ξαναβρούμε κάποια θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό καθώς σε μια τέτοια εξέλιξη θα καλύπταμε τις ανάγκες μας και θα αυξάναμε εκθετικά τις εξαγωγές ελληνικών τροφίμων —νωπών και τυποποιημένων— προς τις απαιτητικές αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Θα μπορούσε η Ελλάδα να γίνει μεσοπρόθεσμα μια «διατροφική δύναμη»
Η εγγύτητα και η συμμέτοχη στην ΕΕ, η απουσία ελέγχων και δασμών και το ευρώ, θα μπορούσαν να γίνουν πλεονέκτημα. Συνολικά θα πετυχαίναμε περισσότερη διατροφική ασφάλεια, θα καταπολεμούσαμε τη φτώχεια, τις ανισότητες και θα αυξάναμε τον βαθμό ανθεκτικότητας της οικονομίας και της κοινωνίας μας απέναντι σε κάθε επόμενη —μικρή ή μεγάλη— κρίση.

*Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι απόφοιτος Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών | Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό – BA in Greek Civilization και μέλος της γραμματείας Τομέα Άμυνας του ΠΑΣΟΚ.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























