Της Εύας Μπουτζέτη – Πανίδου*
Η επαρχία μικραίνει. Όχι στον χάρτη στις ανάσες των ανθρώπων της. Χωριά που αδειάζουν, παιδιά που λιγοστεύουν, σπίτια που κρυώνουν νωρίς. Κι όμως, εδώ ζει ο πιο πεισματάρης λαός: ο αγρότης που ξανασπέρνει μετά την ήττα, η μάνα που κρατάει σπίτι με χρέη και αξιοπρέπεια, ο ηλικιωμένος που περιμένει τη σειρά του στη ζωή, στο ιατρείο, ακόμη και στο δικαίωμα να τον κοιτάξουν σαν άνθρωπο.
Στη Θεσσαλία ο Daniel δεν έφερε απλώς νερό. Έφερε λάσπη μέσα στα σπίτια, μέσα στις αποθήκες, μέσα στην καθημερινότητα. Έφερε ανθρώπους χωρίς χωράφι, χωρίς ζώα, χωρίς στήριγμα. Και μας θύμισε κάτι σκληρό: όταν συμβεί το μεγάλο κακό, η βοήθεια συχνά αργεί κι η καταστροφή τρέχει.
Και τώρα, μετά τον Daniel, καλώς μας ήλθε ο Byron. Με το πέρασμά του αφήνει πληγές, ξυπνά μνήμες, ξαναφέρνει τον ίδιο φόβο: ότι πάλι είμαστε στο έλεος του Θεού. Όμως εδώ είναι το σημείο που δεν γίνεται να σωπαίνουμε. Γιατί άλλο η φύση, κι άλλο η προετοιμασία.
Και δικαιούμαστε ειδικά στη Θεσσαλία, ειδικά στη Λάρισα να ρωτήσουμε δυνατά, επίμονα, χωρίς φόβο:
Πήρε η Περιφέρεια τα προληπτικά μέτρα που έπρεπε; Πήρε ο Δήμος;
Καθαρίστηκαν έγκαιρα ρέματα και αποστραγγιστικά; Ελέγχθηκαν τα επικίνδυνα σημεία; Προχώρησαν έργα ουσίας ή μείναμε στα λόγια και στις κορδέλες; Υπήρξε σχέδιο πραγματικό, με σαφείς ρόλους, ειδοποίηση, καταγραφή ευάλωτων ανθρώπων, πρόβλεψη για τους ηλικιωμένους που δεν έχουν μετακίνηση και για τις οικογένειες που μένουν μόνες;
Γιατί όταν ξαναέρχεται η κακοκαιρία και μας βρίσκει πάλι απροστάτευτους, τότε το ερώτημα δεν είναι «τι έφερε ο καιρός» αλλά τι δεν κάναμε εμείς ως πολιτεία.
Τα Τέμπη δεν είναι «μια είδηση». Είναι πληγή. Πενήντα επτά ζωές χάθηκαν, οικογένειες έμειναν μόνες, κι ένα ολόκληρο σύστημα εκτέθηκε. Δεν ζητούν χάρη. Ζητούν το αυτονόητο: αλήθεια, δικαιοσύνη, ασφαλείς μεταφορές, λογοδοσία. Και όσο αυτό δεν κλείνει, δεν κλείνει ούτε η πληγή της κοινωνίας.
Και την ίδια ώρα, ενώ ο αγρότης στενάζει, ακούμε για σκιές στις επιδοτήσεις, για ελέγχους, για «κυκλώματα», για καθυστερήσεις πληρωμών. Αυτά δεν είναι τεχνικές λεπτομέρειες. Είναι επιβίωση. Είναι ο άνθρωπος που περιμένει μια πληρωμή για να κρατήσει το χωράφι, το σπίτι, την οικογένεια. Όταν η ελπίδα γίνεται αντικείμενο παιχνιδιού, δεν μιλάμε για «σκάνδαλα» μιλάμε για αρπαγή μέλλοντος.

Κι έπειτα υπάρχουν οι «ήσυχες» αποφάσεις που δεν ανοίγουν δελτία ειδήσεων, αλλά κόβουν δεσμούς ζωής: το κλείσιμο καταστημάτων ΕΛΤΑ κυρίως στην επαρχία. Δεν είναι απλώς «εξορθολογισμός». Είναι το μέρος όπου ο συνταξιούχος θα περιμένει στο τέλος του μήνα τη σύνταξή του και τώρα θα στερηθεί ακόμη κι αυτή την προσμονή, αυτή τη μικρή τελετουργία αξιοπρέπειας.
Γιατί τα ΕΛΤΑ δεν ήταν μόνο ένα γκισέ. Ήταν κι ο ταχυδρόμος που θα φέρει τη μικρή σύνταξη στη γιαγιά. Και η γιαγιά, μέσα στη φτώχεια της, θα δώσει κι ένα χαρτζιλίκι «για το καλό», γιατί έτσι έμαθε: να τιμά τον άνθρωπο. Είναι αφαίρεση παρουσίας από τον τόπο. Για τον ηλικιωμένο, το ταχυδρομείο είναι σημείο αναφοράς, είναι επαφή με τον έξω κόσμο, είναι γέφυρα. Όταν κλείνει, μεγαλώνει η μοναξιά. Και η μοναξιά δεν είναι «συναίσθημα» είναι κοινωνικό πρόβλημα.
Και πάνω απ’ όλα, το δημογραφικό. Ναι, η Ελλάδα γερνάει. Όμως η επαρχία, παρά τη φτώχεια της, κρατά ακόμη μια αξιοθαύμαστη αντίσταση: οι οικογένειες εκεί συχνά έχουν περισσότερα παιδιά σε σχέση με τις πόλεις. Αυτό δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι εθνικό κεφάλαιο. Αυτές οι οικογένειες που μεγαλώνουν παιδιά μέσα σε ανασφάλεια και ελάχιστες δομές, δεν πρέπει να τιμωρούνται με εγκατάλειψη. Πρέπει να στηρίζονται πρώτες: με υγεία, σχολεία, μετακινήσεις, εργασία, αξιοπρεπείς υπηρεσίες.

Και για να σταθεί μια οικογένεια, πρέπει να σταθεί και η Υγεία. Στην περιφέρεια η πραγματικότητα είναι σκληρή: λίγοι γιατροί, λίγες ειδικότητες, μεγάλες αποστάσεις, αναμονές που σπάνε ανθρώπους. Υπάρχουν λειτουργοί που κρατούν το σύστημα με αυταπάρνηση. Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη: ψυχρότητα, αλαζονεία, η σκιά του «φακέλου» που δηλητηριάζει την αξιοπρέπεια του ασθενή. Για τον φτωχό, για τον ηλικιωμένο, αυτή η συμπεριφορά είναι δεύτερη αρρώστια.
Δεν γράφω για να διχάσω. Γράφω γιατί η σιωπή έγινε συνενοχή. Και γιατί η επαρχία δεν ζητά προνόμια. Ζητά ισοτιμία.
Να σταθούμε τώρα:
- δίπλα στους αγρότες, με στήριξη και καθαρούς κανόνες,
- δίπλα στις οικογένειες των Τεμπών, με σεβασμό και απαίτηση για δικαιοσύνη,
- δίπλα στους πλημμυροπαθείς, με συνεχή αποκατάσταση αλλά και με πρόληψη που να φαίνεται, να μετριέται, να ελέγχεται,
- δίπλα στις οικογένειες της επαρχίας που κάνουν παιδιά κόντρα στη φτώχεια,
- δίπλα στους ηλικιωμένους, που δεν πρέπει να ζουν σαν «αόρατοι».
Δεν ζητώ επανάσταση. Ζητώ κάτι δυσκολότερο: συμμετοχή. Να μη συνηθίσουμε στη φθορά. Να μη βαφτίσουμε «κανονικότητα» την εγκατάλειψη. Να μιλήσουμε, να απαιτήσουμε, να στηρίξουμε.
Γιατί στο τέλος, δεν είναι μόνο οι ειδήσεις.
Είναι η γιαγιά στο παγκάκι του νοσοκομείου.
Είναι ο αγρότης που μετρά χρέη αντί για σοδειά.
Είναι το παιδί που έφυγε και δεν γύρισε.
Κι είναι η επαρχία μας που αν σβήσει, θα σβήσει ένα κομμάτι της Ελλάδας.
Ας μην το αφήσουμε. Όχι άλλο. Τώρα. Μαζί.
*Η κα Εύα Μπουτζέτη – Πανίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων & Παιδαγωγικού, με μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας (ΕΑΠ) και στην Εφαρμοσμένη Γεροντολογία και Γηριατρική (ΑΠΘ)
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























