Γράφει ο Στάθης Αραποστάθης[1]
Ακούγοντας τις καθημερινές ειδήσεις στα αθηναϊκά κανάλια σχετικά με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, κανείς αποκομίζει μια εικόνα «πάνδημης συμπάθειας και συνηγορίας» προς τους αγρότες. Η δημόσια συζήτηση παρουσιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία ως απολύτως αθώα για το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ωστόσο, η επικοινωνιακή εστίαση στο συγκεκριμένο διοικητικό πρόβλημα θολώνει το κομβικό και εξαιρετικά σημαντικό κεντρικό αίτημα των αγροτών, που προβάλλεται με σαφήνεια σε όλη τη χώρα: το μέλλον της αγροτικής παραγωγής. Οι κινητοποιήσεις πυροδοτήθηκαν από το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ· ο λόγος τους, όμως, αφορά την ανθεκτικότητα και τον μετασχηματισμό της παραγωγής – το επαγγελματικό μέλλον των αγροτών, των οικογενειών και των κοινοτήτων τους. Η άμεση αποκατάσταση των επιδοτήσεων είναι αναμφίβολα δίκαιη και αναγκαία, αλλά δεν εξαντλεί το πραγματικό διακύβευμα.
Το ευρύτερο ζήτημα που θέτουν οι αγρότες διατρέχει δύο άξονες, οι οποίοι εμφανίζονται –έστω αποσπασματικά– στον δημόσιο λόγο και στα συνθήματά τους.
α. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών υπό την πίεση της Κλιματικής Κρίσης και των ευρωπαϊκών κανονισμών
Η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών αποτελεί σύνθετο ζήτημα, που ξεκινά από τη συγκρότηση εδαφολογικών χαρτών και την χαρτογράφηση των καλλιεργητικών δυνατοτήτων κάθε περιοχής. Μία «οριζόντια» αναδιάρθρωση, επιβεβλημένη από τα πάνω με μόνο κριτήριο τις προβολές των αγορών, θα οδηγούσε σε αποσπασματικά και αναποτελεσματικά αποτελέσματα.
Χρειάζεται συντονισμένη περιφερειακή πολιτική, με ουσιαστική εμπλοκή:
- αγροτών και συνεταιρισμών,
- τοπικών επιστημονικών εργαστηρίων,
- εταιρειών αγροδιατροφής και εφοδίων.
Το παράδειγμα της Ανατολικής Θεσσαλίας –του άξονα Λάρισας–Βόλου– είναι χαρακτηριστικό: λόγω λειψυδρίας, οι αγρότες επιχειρούν μόνοι τους «αυθόρμητες ζώνες» νέων καλλιεργειών, χωρίς κατεύθυνση ούτε στρατηγική. Μόνο μέσα από περιφερειακή εξειδίκευση, με πραγματικές και επαυξημένες αρμοδιότητες στις Περιφέρειες, μπορεί να υπάρξει βιώσιμη και ευέλικτη παραγωγή.
Οι αγρότες αναγνωρίζουν ότι οι ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις έχουν φιλόδοξους στόχους. Ο ρεαλισμός τους—ή ο σκεπτικισμός τους—πηγάζει από τις άνισες υλικές και θεσμικές συνθήκες στις οποίες παράγουν, ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές ή σε περιοχές με λειψυδρία. Αυτό που ζητούν είναι εξειδίκευση ανά περιφέρεια, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία των τοπικών χαρακτηριστικών για τη βιωσιμότητα της παραγωγής. Ακόμα και μέσα σε περιφέρειες υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Διαφορετική πρόσβαση σε υδάτινους πόρους έχει μέρος της Δυτικής Θεσσαλίας και διαφορετική η Ανατολική Θεσσαλία. Η πρόσβαση στο νερό διαμορφώνει και τους όρους και τις συνθήκες της παραγωγής. Αυτές οι διαφοροποιήσεις πρέπει να τεθούν να θα διαμορφώσουν πιο στοχευμένες πολιτικές στο αγροτρόφιμο.
β. Ενσωμάτωση επιστημονικής και τεχνολογικής καινοτομίας με όρους δικαιοσύνης και συμμετοχής
Η καινοτομία πρέπει να συνοδευτεί από μηχανισμούς που θα επιτρέπουν την ενσωμάτωσή της από όλους τους παραγωγούς, χωρίς να διευρύνει κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες. Αυτό απαιτεί αναγνώριση του αγρότη τόσο ως φορέα γνώσης όσο και ως επιχειρηματία που αναλαμβάνει ρίσκο.
Το ιστορικό παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι αποκαλυπτικό: η έλλειψη στρατηγικής για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων οδήγησε τους αγρότες σε ατομικές γεωτρήσεις. Το κράτος, αντί να οργανώσει μία συνεκτική υποδομή, ενίσχυσε έμμεσα τον μεμονωμένο επιχειρηματία-αγρότη, με αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση των υδάτων και την υπονόμευση του εισοδήματος λόγω αυξανόμενου ενεργειακού κόστους.
Σήμερα, υπάρχει σημαντικό χάσμα ανάμεσα στη θεσμική/επιστημονική παραγωγή καινοτομίας και στον αγρότη που καλείται να την υιοθετήσει. Χωρίς τη συμμετοχή του από το πρώτο στάδιο του κύκλου καινοτομίας, οι λύσεις θα παραμένουν αποσπασματικές και συχνά θα συναντούν δυσπιστία.
Παρά τη γήρανση του πληθυσμού, τα τελευταία δέκα χρόνια παρατηρείται μία από τα κάτω ανασυγκρότηση της παραγωγής: νέοι και μορφωμένοι άνθρωποι επιστρέφουν στην ύπαιθρο, πειραματίζονται, δοκιμάζουν, αναλαμβάνουν ρίσκα, δημιουργούν νέα πρότυπα παραγωγής. Αντιμετωπίζουν, όμως, ένα κράτος που τους «βλέπει» ως κουτάκια σε πλατφόρμες, οργανώνοντας πολιτικές για την απορρόφηση επιδοτήσεων χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ίδιοι οι αγρότες γνωρίζουν ότι πολλά από τα μέτρα—βιολογικές καλλιέργειες, Οικοσχήματα—είναι γραφειοκρατικά και συχνά ανεφάρμοστα. Η φράση «αυτά δεν γίνονται» έχει αλλάξει νόημα: δεν δηλώνει πια απροθυμία, αλλά πραγματική γνώση των ορίων εφαρμοσιμότητας.
Έχουν οι αγρότες για όλα δίκιο; Μπορεί και όχι—αλλά το αίτημά τους αφορά το μέλλον
Οι αγρότες έχουν αντιφάσεις στον λόγο τους, προσπαθούν να συνδυάσουν αντικρουόμενες επιδιώξεις. Όμως το σημερινό τους κάλεσμα αφορά το αύριο, όχι τη συγκυρία. Δείχνουν ωριμότητα και ζητούν βήματα που θα τους επιτρέψουν να υπερβούν την παρούσα κρίση. Εκείνοι κοιτούν μπροστά. Οι κεντρικοί πολιτικοί θεσμοί και παράγοντες, όμως, φαίνεται συχνά να κοιτούν προς τα πίσω.
Η Πολιτεία οφείλει να ξεκινήσει έναν περιφερειακό σχεδιασμό, με πραγματικές αρμοδιότητες στις Περιφέρειες και με τον αγρότη στο κέντρο των πολιτικών μετάβασης. Χωρίς αυτό, καμία μεταρρύθμιση δεν θα έχει διάρκεια.
Οι αγρότες δείχνουν πως μπορούν.
Το ερώτημα είναι: είναι έτοιμοι οι υπόλοιποι;
[1] Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στο ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Εργαστηρίου Επιστήμη, Τεχνολογία και Καινοτομία στην Κοινωνία (ΕΤεΚΚ).
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























