Γράφει η Φανή Γέμτου
Υπάρχει μια περιοχή της υποκριτικής που δεν περιγράφεται με τεχνικούς όρους. Δεν χωρά σε μεθόδους, προγράμματα σπουδών και πιστοποιήσεις. Ανήκει σε εκείνο το άρρητο επίπεδο της δουλειάς όπου η πράξη ξεπερνά την επαγγελματική εκτέλεση και μετατρέπεται σε υπαρξιακή εμπειρία. Ο ρόλος παύει να λειτουργεί ως κατασκευή και αρχίζει να δρα σαν σχισμή. Κάτι διαρρυγνύεται στον εσωτερικό κόσμο του ηθοποιού και η εκροή μη αναγνωρισμένου υλικού αρχίζει να διεκδικεί χώρο εκτός του.
Το θέατρο δεν αρνήθηκε ποτέ την ψυχαγωγία. Αλλά ποτέ δεν παραδόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτήν. Ταυτίστηκε από την αρχή με την τελετουργία, με την ανάγκη του ανθρώπου να φέρει στο φως όσα αλλιώς θα έμεναν θαμμένα. Ένας τόπος όπου ο φόβος, ο έρωτας, η απώλεια και το ανεξήγητο μπορούσαν να σταθούν μπροστά στα μάτια των άλλων χωρίς λογοκρισία ή ενοχή. Ο άνθρωπος ανέβαινε στη σκηνή όχι για να ξεφύγει από τον εαυτό του, αλλά για να τον ανακαλύψει, να τον αναγνωρίσει ή να τον επαναπροσδιορίσει.
Η υποκριτική λειτουργεί ως λυτρωτικό παιχνίδι ύπαρξης. Δεν ζητά από τον ηθοποιό να προσποιηθεί, αλλά να επιτρέψει. Το νευρικό σύστημα ανοίγει σαν δίαυλος. Κι εκεί που το χτίσιμο ενός ρόλου προχωράει και ισχυροποιείται, εκεί κάπου ανάμεσα στην πρόβα και στη σκηνή, συμβαίνει μια μετατόπιση. Η ανάγκη για έλεγχο υποχωρεί και εμφανίζεται κάτι άλλο. Μια ποιότητα παρουσίας λιγότερο οργανωμένης και πιο ουσιαστικής. Ο ηθοποιός δεν στέκεται πια απέναντι από τον ρόλο, αλλά δίπλα του. Τον συνοδεύει. Τον αφήνει να τον κινητοποιήσει από μέσα. Η μεταφυσική της υποκριτικής γεννιέται σε αυτό ακριβώς το σημείο, εκεί όπου η πρόθεση δίνει τη θέση της στην εμπιστοσύνη.
Το σώμα αρχίζει να λειτουργεί σαν πεδίο διασταύρωσης. Αναμνήσεις, φόβοι, επιθυμίες, φαντασίες, συλλογικά ίχνη συναντιούνται σαν υποδόριες εκχυμώσεις. Ο ηθοποιός κουβαλά στρώματα εμπειρίας που δεν του ανήκουν αποκλειστικά. Ρόλοι παλιοί, φωνές άλλων, σκιές που δεν κατοικούν σε ένα μόνο άτομο. Κάθε είσοδος στη σκηνή μοιάζει με επιστροφή σε κάτι αρχαιότερο, κάτι αρχετυπικό.
Η σκηνή παύει να λειτουργεί ως χώρος και μετατρέπεται σε πεδίο συνάντησης. Ο χρόνος συμπυκνώνεται. Η στιγμή αποκτά βάθος. Κάτι ρευστοποιείται χωρίς να χρειάζεται να εξηγηθεί. Ο ηθοποιός εκτίθεται όχι ως χαρακτήρας, αλλά ως ύπαρξη μη οριοθετημένη. Το βλέμμα του κουβαλά εμπειρία. Η σιωπή του έχει ειδικό βάρος. Το σώμα του αφηγείται όσα η γλώσσα αδυνατεί να συλλάβει.
Και ο θεατής δεν στέκεται απέναντι μόνο ως παρατηρητής. Εισέρχεται κι εκείνος στη σχέση. Το σώμα του αντιδρά πριν οργανωθεί η σκέψη. Κάτι αναγνωρίζει, χωρίς να μπορεί πάντα να το ονομάσει. Ο λόγος υποχωρεί και στη θέση του εμφανίζεται μια μορφή επικοινωνίας αισθησιοκεντρική, νευρολογική, σχεδόν πρωτόγονη. Αυτό που διακινείται δεν περνά μέσα από τη λογική, αλλά από το νευρικό σύστημα.
Υπάρχουν παραστάσεις που αφήνουν ίχνος σαν μετά από καταιγίδα. Όχι επειδή διηγούνται ιστορίες, αλλά επειδή ενεργοποιούν κάτι πολύ πιο βαθύ από την αφήγηση. Για λίγη ώρα, η βεβαιότητα για το ποιοι είμαστε μαλακώνει. Επαναπροσδιορίζεται. Λυτρώνει. Ανοίγει ένα παράθυρο στο ενδεχόμενο να είμαστε κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, κάτι λιγότερο σαφές.
Η μεταφυσική της υποκριτικής απλώνεται προς το εντός. Δεν αναζητά υπερβάσεις έξω από τον άνθρωπο. Κατεβαίνει στις ρωγμές του. Εκεί όπου η ταυτότητα δείχνει την εύθραυστη πλευρά της. Εκεί όπου ο έλεγχος χαλαρώνει και αναδύεται κάτι ακατέργαστο και αληθινό.
Το θέατρο λειτουργεί κυρίως ως τέχνη αφαίρεσης. Απογυμνώνει. Δεν κατασκευάζει τόσο κόσμους. Περισσότερο τους ξεφλουδίζει. Αφήνει εκτεθειμένες τις αντοχές και τις ελλείψεις. Και αυτή η έκθεση λειτουργεί παράδοξα, μοιάζει να κυοφορεί σαν μήτρα. Σαν μια υπόσχεση ότι η ανθρώπινη αβεβαιότητα δεν είναι ελάττωμα, αλλά όρος επαφής.
Ο ηθοποιός σε αυτή τη σχέση γίνεται οδηγός και συνοδός. Δεν εγγυάται λύσεις. Φανερώνει αχαρτογράφητα μέχρι τότε τοπία. Δημιουργεί παρουσία στις αόρατες πλευρές της ύπαρξης, μετατοπίζοντας τα όρια του εαυτού του στα όρια του περιβάλλοντος, της συνθήκης, του άλλου ή των άλλων, του συστήματος, του κόσμου που φωτίζει. Γίνεται διαμεσολαβητής για χάρη των θεατών συνοδοιπόρων του με σκοπό μια κοινή ένωση πέρα από τα σώματα. Κι ίσως τελικά η παρουσία του ηθοποιού επί σκηνής να έχει αυτόν τον ανέλπιστο ρόλο: την εξαφάνιση του μικροσκοπικού «εγώ» του για χάρη της ανάδυσης ενός πυκνού «μαζί». Όχι για λόγους ηθικοπλαστικούς, παρά κυρίως για τη χαρά και την ουσία της αυτοαντίληψης, της έρευνας, της δημιουργίας, της ανακάλυψης.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























