Γράφει ο Ευάγγελος Μπαλντούνης
Kαθηγητής φιλόλογος – συγγραφέας – ιστορικός ερευνητής
Ήταν Σάββατο 18 Δεκεμβρίου του 1943. Μια καθημερινή ημέρα για τους φιλήσυχους Καλαρρυτινούς κτηνοτρόφους και τις οικογένειές τους, στη Γκιούλμπερι (Αμφιθέα Λάρισας).
ΟΜΟΡΦΕΣ, ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΕΣ ΠΟΙΜΕΝΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ: Οι γυναίκες στο συγύρισμα της αχυροκαλύβας, στο μαγείρεμα, στο πλύσιμο, στην ετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, άλλες φορτωμένες με τις βαρέλες κουβαλώντας νερό από το Κεφαλόβρυσο μια ώρα δρόμος. Άλλοι στα πρόβατα και άλλοι στις εργασίες της στάνης της οικογενείας Φασούλα με τα χιλιάδες γιδοπρόβατα και με τα χιλιάδες στρέμματα γης. Εκεί κοντά στις καλύβες καθώς ανεβαίνουμε το καλντερίμι πηγαίνοντας προς το Μπαλτζί (Κυψελοχώρι) δεκαεπτά άνδρες – κτηνοτρόφοι έχουν στρωθεί για τα καλά στη δουλειά. Ταιριάζουν καλάμια, βέργες και βούρλα, τα δένουν για να φτιάξουν τις λυσιές (πόστες), για να προστατεύσουν τα γιδοπρόβατα από τον αέρα, τα ζουλάπια, ή να τα ξεχωρίσουν, αλλού τα αρνιά, τα στέρφα, τα γαλάρια. Όλα μια ράτσα: Καλαρρύτικα.

Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ 5 ΑΤΟΜΩΝ και Ο ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ: Κοντά στα καλαρρύτικα κονάκια, ήταν και το πέρασμα των ανταρτών προς την περιοχή του Γεντικιού και της Χασάμπαλης. Ο κάμπος ελεγχόταν από τα γερμανικά φυλάκια και οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν τα δεκαεπτά αυτά άτομα σε κάποιο σημείο της πλαγιάς, θεωρώντας ότι κατευθύνονται προς την πλευρά των κονακίων του Φασούλα κι όχι ότι πραγματοποιούσαν κτηνοτροφικές εργασίες. Κατά σύμπτωση, στην πλαγιά, λίγο πριν την κορυφή του βουνού Κατσίκα, μια παρέα πέντε ανδρών ανταρτών βιαστικά χάνεται προς το Μπαλτζί (Κυψελοχώρι). Κάποιοι τους είδαν, αλλά δεν έδωσαν σημασία, η απόσταση μεγάλη, πέρασαν απαρατήρητοι. Οι Γερμανοί όμως τους εντόπισαν με τα κιάλια από τα φυλάκιά τους, θεωρώντας πως σχετίζονται με τα κονάκια του Φασούλα
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ «ΞΕΝΟΣ»: Λίγο πριν το μεσημέρι κάποιος φέρνει ένα απλό νέο. «Ο Γερμανός που κυνηγούσε πάπιες στο βάλτο κοντά στη μαγούλα, πυροβόλησε και χτύπησε το άλογο από έναν ξένο. Ο ξένος εξαφανίστηκε. Ο Γερμανός πήγε στα φυλάκια». Η παρουσία του Γερμανού στην περιοχή βάλτου ήταν κατασκοπευτική, παρά κυνηγετική. Ο Γερμανός αναλήφθηκε τον «ξένο» παρόλο που αυτός είχε φροντίσει να φορέσει ρούχα βοσκού για να μην αναγνωριστεί. Το ντύσιμό του σε βοσκό και μάλιστα με ρούχα που φορούσαν οι Καλαρρυτινοί, φανερώνουν πως η παρουσία του δεν έπρεπε να γίνει γνωστή από τους Γερμανούς. Εξάλλου πριν αναχωρήσει μόνος του με το άλογο προς τον προορισμό του, είχε φθάσει παρέα με τους πέντε άντρες από την Μπάκραινα (Γυρτώνη) με διπλοκάρο. Ο «ξένος» ήταν ένας Άγγλος πιθανόν αξιωματικός; Σαμποτέρ; Αυτός κατά τη διέλευση από τα καλαρρύτικα κονάκια που βρίσκονταν κοντά στο Γεντίκι, έβγαλε τα τσοπάνικα ρούχα και εξαφανίστηκε προς τη Χασάμπαλη. Στην είδηση κανείς δεν αναστατώθηκε, καθώς δεν τους αφορούσε.

Η ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ και Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ: Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και από τον κάμπο είδαν να ανηφορίζει προς το μέρος τους ομάδα Γερμανών. Φτάνουν στις καλύβες και ζώνουν το χώρο, στήνοντας δυο οπλοπολυβόλα . Διατάζουν τους άνδρες να μπουν στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον. Μιλούν γερμανικά. Οι κτηνοτρόφοι δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε, αλλά μόνο μέσα από τα νοήματα και από τον τόνο της φωνής. Ζητούν χαρτιά, ταυτότητες. Οι γυναίκες τρέχουν μέσα στις καλύβες, ψάχνοντας στα χαράρια για τις ταυτότητες και τις δίνουν. Τα χαρτιά τους παρόλο που είναι εντάξει δεν δίνουν τη λύση. Οι Γερμανοί κάτι άλλο ψάχνουν και νομίζουν ότι το βρήκαν εδώ στους δεκαεπτά κτηνοτρόφους. Εκείνη την ώρα φτάνει στις καλύβες και ο Αντώνης Φασούλας, ο οποίος γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα, λόγω των σπουδών του στη Γερμανία.
Εξηγεί στους Γερμανούς πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους πέντε άνδρες που έψαχναν (ήταν αυτοί που πέρασαν ψηλά στην πλαγιά και οι οποίοι ήταν αντάρτες σύμφωνα με τα λεγόμενα των Γερμανών). Ο Αντώνης Φασούλας με έντονη επιμονή εξηγούσε την αθωότητα αυτών των ανθρώπων και πως ήταν φιλήσυχοι τσομπάνηδες. Μάταια. Αρχική πρόθεση των Γερμανών ήταν να εκτελεστούν και οι δεκαεπτά. Μετά από μεγάλη προσπάθεια του Φασούλα, ίσως και οι ίδιοι να κατάλαβαν το άδικό τους, ξεχωρίζουν πέντε άτομα και τα οδηγούν παράμερα. Τα υπόλοιπα 12 άτομα αφέθηκαν ελεύθερα. Πάλι προσπάθεια και παρακάλια …είναι πατέρας … είναι αδέλφια … είναι μοναχοπαίδι … Η απόφαση όμως είχε παρθεί. Τους οδηγούν λίγο πιο κάτω από τις καλύβες, σε ένα μικρό ρέμα.
Ο Πέτρος, ο Ηλίας, ο Αποστόλης, ο Θανάσης και ο Γιώργος είναι αυτοί που οι Γερμανοί “επέλεξαν”. Τα μάτια των “5” στρέφονται προς τους δικούς τους που με αμηχανία κοιτάζουν χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια, τα δάκρυα αυλακώνουν τα πρόσωπά τους, οι υπόλοιποι οδηγούνται προς τις καλύβες. Όλοι νομίζουν πως οι πέντε άντρες οδηγούνται στη Λάρισα για φυλάκιση.
Ο ΑΔΙΚΟΣ ΣΚΟΤΩΜΟΣ και Η ΟΔΥΝΗ: Μετά από λίγο όμως ακούστηκε μια ριπή πολυβόλου προς το ρέμα. Όλοι στις καλύβες παγώσανε. Πρώτη τρέχει έξω η δεκατετράχρονη Σπυριδούλα Π. Γκουτζαμάνη, πηγαίνει στο ρέμα, μόλις είδε τον πατέρα της Πέτρο τραυματισμένο στο πόδι, τον ανασήκωσε. Για κακή του τύχη, ένας Γερμανός είχε μείνει πίσω από το απόσπασμα, αντιλήφθητε πως ήταν ακόμη ζωντανός και βάζοντας του το πιστόλι στο στόμα του έδωσε τη χαριστική βολή.
Εκείνη την ώρα στο τόπο του συμβάντος έφτασε και η Όλγα Ηλία Μόκα, η οποία είδε την παραπάνω σκηνή, καθώς και σκοτωμένους τον πατέρα της Ηλία Μόκα και τους άλλους συγγενείς. Το τι ακολούθησε δεν μπορεί να περιγραφεί. Σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Το νέο μαθεύτηκε και κατέφθασαν και οι άλλοι Καλαρρυτιώτες από τα άλλα κονάκια. Ο θρήνος συνοδευόταν από ένα μεγάλο γιατί. Την επομένη 19 Δεκέμβρη με τραγούδια και μοιρολόγια τους κήδεψαν στο Μπαλτζί (Κυψελοχώρι). Τους βάλανε δίπλα – δίπλα, όπως ήταν και στη ζωή. Μια φαμίλια, αγαπημένοι. Πέντε κυπαρίσσια εκεί στο νεκροταφείο από μακριά δίνουν το στίγμα στους τάφους τους.
ΠΩΣ ΕΞΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΓΙΑ ΑΝΤΕΚΔΙΚΗΣΗ: Τα χρόνια πέρασαν και όλοι αναρωτιούνται το πώς και γιατί εκτελέστηκαν 5 αθώοι άνθρωποι. Σύμφωνα με τα ιστορικά γεγονότα οι Γερμανοί είχαν εξαπολύσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, ανεξαρτήτως σε μάχιμο ή άμαχο πληθυσμό. Αντεκδίκηση για τα σαμποτάζ που έκανε ο λαός. Τους τελευταίους μήνες είχαμε εδώ κοντά απανωτά σαμποτάζ από τους Έλληνες αντάρτες στο σιδηροδρομικό δίκτυο και όχι μόνο… 18 Σεπτεμβρίου 1943- Ανατίναξη οχυρού στο Στόμιο, 9 Οκτωβρίου 1943 ανατίναξη τοίχων στα Τέμπη, 10 Οκτωβρίου 1943 ανατίναξη σιδηροδρομικής γραμμής στο Παραπούλι, 7 Δεκεμβρίου 1943 απόπειρα απελευθέρωσης Άγγλων αιχμαλώτων – 10 Δεκεμβρίου 1943 ανατίναξη ατμομηχανών κ.α. έκαναν τους Γερμανούς να είναι πιο επιφυλακτικοί και ανάλγητοι.
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ: Ογδόντα δύο χρόνια πέρασαν από κείνη την μαύρη ημέρα. Κόρες και γιοι που ήταν νεαρά άτομα τότε, πηγαίνουν στο σημείο που έζησαν τη μέρα αυτή. Ανάβουν πέντε κεριά και αρχίζουν να ξετυλίγονται οι σκηνές της μέρας εκείνης. Να εδώ τους έβαλαν στη σειρά, εδώ… εκεί… Τι να πρωτοπούνε. Εδώ τώρα δεν υπάρχουν καλύβες ούτε μαντριά, το κλάμα τα γέλια τα τραγούδια των ανθρώπων ακούγονται στους νέους τόπους που κατοικούν. Εδώ υπάρχει η θύμηση της μέρας εκείνης. Το εικονοστάσι με τη μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων.
– Μπορεί «Γκιούλμπερι» να σημαίνει «ωραίο λουλούδι», μόνο που τώρα τα όμορφα και ευωδιαστά άνθη χρησιμοποιούνται για να διακοσμήσουν και να καλύψουν την επιφάνεια που στο εσωτερικό της αναπαύονται πέντε άδολες ψυχές…
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























