Του Γιάννη Γκαμπέτα
Σε περιόδους κοινωνικής έντασης, οι κυβερνήσεις έχουν δύο δρόμους: είτε να αφουγκραστούν τις διαθέσεις της κοινωνίας και να αναζητήσουν τον δρόμο της σύνθεσης, είτε, αντιθέτως, να επιλέξουν το μονοπάτι της επίρριψης ευθυνών σε όποιον βρεθεί πιο βολικός στόχος. Η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να προτιμά το δεύτερο, με μια εμμονή που μοιάζει σχεδόν τελετουργική: να θέσει την ίδια την κοινωνία απέναντι στους αγρότες, να μετατρέψει την πολύπλοκη πραγματικότητα σε δίπολο, σε καλοστημένο παιχνίδι «εμείς ή αυτοί».
Αλλά σε αυτή τη χώρα, όσοι γνωρίζουν την ιστορία της υπαίθρου, όσοι έχουν μυρίσει χώμα πριν από βροχή και έχουν ακούσει τη σιωπή των χωραφιών πιο δυνατά από τα μεγάφωνα των πόλεων, ξέρουν πως οι αγρότες δεν γίνονται εύκολα ο «ιδανικός ένοχος». Και, κυρίως, ξέρουν πως όταν προσπαθείς να στρέψεις τους πολλούς ενάντια στους λίγους, συχνά είναι οι πολλοί που αντιλαμβάνονται εγκαίρως την παγίδα.
Πίσω από την κυβερνητική ρητορική κρύβεται μια παλιά, γνώριμη μέθοδος. Οι αγρότες παρουσιάζονται περίπου ως προνομιούχοι ταραξίες· ως μια συντεχνία που διαταράσσει, που εμποδίζει, που επιμένει να αντιστέκεται σε «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». Η κοινωνία, μας λένε, καλείται να δείξει «υπομονή» απέναντι στη δυσφορία που προκαλούν οι κινητοποιήσεις τους. Σα να ήταν η υπομονή μονόδρομος. Σα να μην έχουν δικαίωμα οι ίδιοι οι πολίτες να αναρωτηθούν γιατί ένας κλάδος που άλλοτε στεκόταν στη μεθόριο της κοινωνίας, τώρα μετατοπίζεται στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι οι αγρότες. Το πρόβλημα είναι η συστηματική προσπάθεια να κατασκευαστεί μια σύγκρουση εκεί που δεν υπάρχει. Να στολιστεί η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση ότι μια ομάδα εργαζομένων —αυτοί που ξυπνούν όταν η χώρα ακόμη κοιμάται— είναι δήθεν απειλή για την υπόλοιπη κοινωνία.
Η κυβέρνηση επιμένει να εμφανίζει την κατάσταση ως «σύγκρουση συμφερόντων». Όμως τα συμφέροντα, όταν η πραγματικότητα αγριεύει, μοιάζουν επικίνδυνα πολύ μεταξύ τους: ο αγρότης που δυσκολεύεται να κρατήσει το χωράφι του όρθιο, ο επαγγελματίας που μετράει την ανασφάλεια μήνα τον μήνα, ο εργαζόμενος που βλέπει το εισόδημά του να αδυνατίζει σαν σκιά. Όλοι αυτοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε. Αντιθέτως, τους συνδέει η κοινή εμπειρία μιας πολιτικής που τους θέλει διαρκώς στο ρόλο του υπεύθυνου για την κρίση, ποτέ του υποστηριζόμενου από το κράτος.
Η απόπειρα να αγριέψει ο ένας απέναντι στον άλλον –ο φορτηγατζής απέναντι στον καλλιεργητή, ο μικροεπαγγελματίας απέναντι στον παραγωγό, ο πολίτης απέναντι στον άνθρωπο της υπαίθρου–, είναι βολική μόνο για όσους επιδιώκουν να μετατρέψουν την κοινωνική δυσαρέσκεια σε διασπασμένη οργή. Μια οργή που δεν θα στραφεί ποτέ προς τα πάνω, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, αλλά θα εγκλωβιστεί σε μικρούς καθημερινούς ανταγωνισμούς.
Κι όμως, κάτι τέτοιο σπάνια λειτουργεί. Γιατί η κοινωνία, ακόμη κι όταν πιέζεται, έχει μνήμη. Θυμάται ποιος στάθηκε δίπλα της και ποιος απέναντί της. Θυμάται ποιοι μίλησαν για «μεταρρυθμίσεις με κόστος» χωρίς να αναλογιστούν πως αυτό το κόστος έχει πρόσωπο και ηλικία, έχει παιδιά, έχει χέρια που ματώνουν και ραχοκοκαλιά που σκύβει.
Γι’ αυτό και η παρούσα στρατηγική αναμένεται να γυρίσει μπούμερανγκ. Γιατί όποιος βάζει την κοινωνία να τσακωθεί με την κοινωνία, στο τέλος βλέπει τη σύγκρουση να επιστρέφει προς την πηγή της. Κανείς επαγγελματίας δεν νιώθει αληθινά απέναντι στον αγρότη. Κανείς εργαζόμενος δεν αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο της γης ως αντίπαλο. Αντίπαλο αντιλαμβάνεται, πια καθαρά, την αδυναμία της πολιτείας να σχεδιάσει πολιτικές που δεν θα αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως πιόνια πάνω σε έναν πίνακα ισορροπιών.
Η αγανάκτηση, λοιπόν, δεν είναι ταξική, ούτε επαγγελματική. Είναι κοινή. Και —όσο κι αν αυτό ανατρέπει τις επιδιώξεις— είναι ενωτική. Δεν στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου. Στρέφει τους πολλούς προς την ίδια κατεύθυνση: προς την ανάγκη μιας αλλαγής που δεν θα είναι διακοσμητική, αλλά ουσιαστική. Μιας αλλαγής που δεν θα γεννηθεί από τεχνητούς εχθρούς, αλλά από αληθινές συμμαχίες.
Η κυβέρνηση μπορεί να επιχειρεί να επιστρατεύσει την κοινωνία για να αντιμετωπίσει τους αγρότες. Όμως η κοινωνία, αργά ή γρήγορα, αντιλαμβάνεται πως δεν της ζητούν απλώς να πάρει θέση — της ζητούν να πάρει μέρος σε μια σύγκρουση που δεν τη συμφέρει και δεν της ανήκει.
Και τότε, η ίδια η κοινωνία θα είναι εκείνη που θα αντιστρέψει το αφήγημα, αναζητώντας εκείνο που φαίνεται πια να ωριμάζει: μια συνολική, πολιτική αλλαγή.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

























