Σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης και οι πολίτες αναζητούν ασφαλείς τρόπους διαχείρισης των χρημάτων τους, η εικόνα που παρουσιάζει το τραπεζικό σύστημα προκαλεί έντονο προβληματισμό
Παρά το ότι τα επιτόκια έχουν αυξηθεί διεθνώς από τα επίπεδα της πανδημίας και ότι οι αποταμιευτές θα έπρεπε να βλέπουν μεγαλύτερες αποδόσεις, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να προσφέρουν σχεδόν μηδενική ανταμοιβή σε όσους επιλέγουν να διατηρούν τα χρήματά τους σε καταθετικούς λογαριασμούς. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι καταθέτες διαπιστώνουν ότι όχι μόνο δεν ενισχύεται η αποταμίευσή τους, αλλά και ότι η πραγματική αξία των χρημάτων τους φθίνει, οδηγώντας σε μια πρωτοφανή αναντιστοιχία μεταξύ της θωράκισης του τραπεζικού συστήματος και των οριακών ωφελημάτων που απολαμβάνει το κοινό.
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων καταθέσεων τον Σεπτέμβριο του 2025 καθηλώθηκε στο 0,30%, ποσοστό που δεν αντανακλά ούτε στο ελάχιστο το κόστος χρήματος στη ζώνη του ευρώ και μεταφράζεται σε κέρδος μόλις τριών ευρώ τον χρόνο για κάθε 1.000 ευρώ που παραμένουν σε έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου ή όψεως. Στην πράξη πρόκειται για μια ονομαστική απόδοση που εξανεμίζεται ολοκληρωτικά από τον πληθωρισμό, αφήνοντας την πραγματική απόδοση βαθιά αρνητική και υποσκάπτοντας την αγοραστική δύναμη των αποταμιευτών.
Παρά τις πενιχρές αυτές αποδόσεις, τα υπόλοιπα των καταθέσεων στα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις παραμένουν σε ιστορικά υψηλά, αγγίζοντας τα 151,2 δισ. ευρώ και τα 52,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα, ενώ συνολικά ξεπερνούν τα 216 δισ. ευρώ (μαζί με τις καταθέσεις της γενικής κυβέρνησης). Η συσσωρευμένη ρευστότητα, που αποτελεί ουσιαστικά ένα ισχυρό «μαξιλάρι» για το τραπεζικό σύστημα, συμβάλλει στην περιορισμένη ανάγκη των τραπεζών να ανταγωνιστούν για την προσέλκυση νέων καταθετικών κεφαλαίων. Μαζί με τον μειωμένο βαθμό ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά, η κατάσταση οδηγεί στη διατήρηση επιτοκίων που απέχουν σημαντικά από τις αντίστοιχες διεθνείς τάσεις και από τις προσδοκίες των πολιτών.
Η σύγκριση με την προ κρίσης εποχή είναι αποκαλυπτική. Τον Οκτώβριο του 2008, το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων βρισκόταν στο 3,30%, δεκαπλάσιο σχεδόν του σημερινού. Για κάθε 1.000 ευρώ, ο ετήσιος τόκος έφθανε τότε τα 33 ευρώ, έναντι των μόλις 3 ευρώ σήμερα. Η δραματική αυτή διαφορά αναδεικνύει πόσο βαθιά έχει μεταβληθεί η σχέση ανάμεσα στις τράπεζες και τους αποταμιευτές, αλλά και πόσο διαφορετικό ήταν το τραπεζικό τοπίο σε μια περίοδο έντονης πιστωτικής επέκτασης και ισχυρού ανταγωνισμού.
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και ιδιαίτερα από το 2015 και έπειτα, τα επιτόκια καταθέσεων καθηλώθηκαν κοντά στο μηδέν, επηρεασμένα από τη μακρόχρονη περίοδο αρνητικών επιτοκίων και ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη. Παρότι η ΕΚΤ από το 2022 ακολούθησε μια επιθετική πολιτική αυξήσεων για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, οι ελληνικές τράπεζες μετέφεραν μόνο ένα ελάχιστο μέρος αυτής της ανόδου στα προϊόντα αποταμίευσης, αξιοποιώντας τα υψηλά επίπεδα ρευστότητας και τη μειωμένη ανάγκη άντλησης κεφαλαίων από την αγορά.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η κατάθεση παραμένει μια ασφαλής αλλά πλήρως μη αποδοτική επιλογή, με τους πολίτες να παρακολουθούν τη δύναμη των χρημάτων τους να συρρικνώνεται. Η εποχή των υψηλών τόκων όχι μόνο έχει παρέλθει, αλλά δείχνει να αντικαθίσταται από μια νέα κανονικότητα, όπου η αποταμίευση λειτουργεί περισσότερο ως μέσο στάθμευσης κεφαλαίων παρά ως εργαλείο παραγωγής εισοδήματος.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες καταγράφουν εντυπωσιακά περιθώρια κέρδους. Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανείων τον Σεπτέμβριο του 2025 ανήλθε στο 5,73%, τιμή σχεδόν 19 φορές υψηλότερη από το επιτόκιο καταθέσεων. Η ψαλίδα αυτή αντανακλά ένα χάσμα που δύσκολα συναντάται σε άλλη περίοδο των τελευταίων δεκαετιών και αναδεικνύει τη σημαντική ενίσχυση της κερδοφορίας του τραπεζικού συστήματος.
Είναι λοιπόν σαφές, πως με φθηνά κεφάλαια από τους καταθέτες και υψηλές αποδόσεις από τα δάνεια, οι τράπεζες εμφανίζονται κερδισμένες σε μια εξίσωση στην οποία το μεγάλο χαμένο μέρος παραμένει ο καταθέτης.
Θανάσης Κουκάκης
Πηγή: dnews.gr
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























