Γράφει ο Στάθης Αραποστάθης[1]
Στον σημερινό, πολύπλοκο κόσμο, ένα από τα μηνύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι ο νέος ρόλος που πρέπει να έχει ο επιστήμονας στη σύγχρονη κοινωνία. Η πρόκληση είναι η παραγωγή γνώσης που προωθεί τη δικαιοσύνη: στη διανομή του πλούτου, στη διαχείριση των κρίσεων και στην κατανομή των συνεπειών της επιστημονικής και τεχνολογικής αλλαγής.
Τελευταία βλέπουμε μια έντονη επίθεση ενάντια στην επιστήμη, στους θεσμούς της και στα πανεπιστήμια από το καθεστώς Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η επίθεση βασίζεται στη ρητορική ότι η επιστήμη παράγεται από ελίτ θεσμούς και επιστήμονες-ελίτ, που δεν υπηρετούν τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και αξίες —όπως της επιχειρηματικότητας. Σε ένα πλαίσιο κρατικού παρεμβατισμού, η επιστήμη παρουσιάζεται ως κομματικός θεσμός που υπηρετεί τις αξίες και τις προτεραιότητες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί θεωρούν ότι έτσι υπονομεύεται η αξιοπιστία της και ενισχύονται λαϊκιστικές πολιτικές που σχετικοποιούν την έννοια της αλήθειας.
Όσοι μελετάμε τη συγκρότηση της επιστήμης, της τεχνολογίας και τις πολιτικές τους, γνωρίζουμε ότι από τις αρχές του 2000 η επιστήμη στις ΗΠΑ άρχισε να κομματικοποιείται, με αφορμή τα ρυθμιστικά πλαίσια για τα βλαστοκύτταρα, τις αμβλώσεις και την Κλιματική Αλλαγή. Ο κοινωνιολόγος Stephen Hilgartner (2025) επισημαίνει ότι η επιστήμη εμπλέκεται πλέον άμεσα στις κομματικές και προεκλογικές εκστρατείες, ήδη από την αναμέτρηση Γκορ–Μπους. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες βλέπουμε μια σταδιακή αλλά συστηματική κομματικοποίηση, που οδηγεί σε συνθήκες σχετικισμού.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η πολιτικοποίηση της επιστήμης, αλλά η κομματικοποίησή της. Η σύγχρονη επιστήμη ήταν πάντοτε μια πολιτική διαδικασία. Η αλληλεπίδραση επιστήμης και κοινωνίας δείχνει ότι η επιστήμη έχει εγγενή πολιτικό χαρακτήρα, από την εποχή της Επιστημονικής Επανάστασης έως σήμερα. Η πολιτική απόφαση για το ποιες έρευνες θα χρηματοδοτηθούν καθορίζει ποια επιστήμη θα μπορέσει να εξελιχθεί ως αξιόπιστη και κοινωνικά σημαντική. Ταυτόχρονα, τα επιστημονικά δεδομένα, οι μέθοδοι, οι θεωρίες και τα εργαλεία επηρεάζουν το ρυθμιστικό πλαίσιο και τις πολιτικές αποφάσεις που επιτρέπουν στις κοινωνίες να λειτουργούν. Το ζητούμενο είναι τα κράτη και οι κοινωνίες να κατανοήσουν αυτόν τον πολιτικό χαρακτήρα και να δημιουργήσουν θεσμούς για δημοκρατική και ανοιχτή παραγωγή γνώσης, βασισμένη σε κοινωνικές προτεραιότητες.
Οι δημοκρατίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς επιστήμη. Αλλά η επιστήμη δεν πρέπει να λειτουργεί ως τεχνοκρατική αυθεντία. Πρέπει να νοείται ως γνώση που ενσωματώνει αξίες, ποικίλες προτεραιότητες, διαφορετικές εκδοχές —και, συχνά, σημαντικές αβεβαιότητες.
Στο πρώτο κύμα της πανδημίας COVID-19 είδαμε μια επιστήμη που παραδεχόταν τι δεν γνώριζε ή τι γνώριζε με αβεβαιότητα. Τα προβλήματα άρχισαν όταν η επιστήμη παρουσιάστηκε ως απόλυτη αυθεντία και στη συνέχεια κομματικοποιήθηκε. Σε κρίσεις, η κομματικοποίηση της επιστημονικής γνώσης, πάνω στην οποία βασίζονται κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε κακή επιστήμη και κοινωνικά επιζήμιες πολιτικές.
Το 2007 εκδόθηκε το βιβλίο Η επιλογή της χρυσής τομής (Δ. Κουρέτας, 2007). Το βιβλίο προτείνει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα για την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη στον καπιταλισμό, βασισμένο στις αξίες της επιστήμης και στις ανάγκες της τοπικότητας. Το πρόγραμμα αυτό προβάλλεται ως διαφορετικός δρόμος από τα γενετικά τροποποιημένα, και αποτελεί παράδειγμα επιστήμης αριστείας που συμβάλλει σε δίκαια αναπτυξιακά προγράμματα —τόσο στη διανομή του πλούτου όσο και στην αναγνώριση των κινδύνων και αδικιών και στη λήψη αποφάσεων. Η γνώση που περιγράφεται στο βιβλίο συγκροτείται τοπικά, με τις ιδιαιτερότητες και τις αβεβαιότητές της, και αντιπαρατίθεται στην καθολική επιστήμη της γενετικής τροποποίησης. Είναι ενδιαφέρον ότι λογικές που βλέπουμε σήμερα στις πολιτικές μετασχηματισμού της Θεσσαλίας υπάρχουν ήδη στο βιβλίο. Το βιβλίο γράφτηκε από έναν επιστήμονα που κατανοεί τη συνέχεια ανάμεσα στην επιστήμη και την πολιτική λειτουργία, δηλαδή τον ρόλο του επιστήμονα ως πολίτη.
Στο σημερινό πλαίσιο του «ρεαλισμού της αγοράς», όπου συχνά θεωρούμε ότι «τα πράγματα έτσι είναι και έτσι πρέπει να γίνονται», χρειάζεται να δούμε την επιστήμη ως δύναμη μετασχηματισμού. Η επιστήμη που αναγνωρίζει ότι δεν είναι ουδέτερη και ότι έχει πολιτικό ρόλο μπορεί να παράγει οφέλη για την κοινωνία. Αντίθετα, η κομματικοποίηση και η μονολιθικότητα διαστρεβλώνουν την επιστήμη και γίνονται επικίνδυνες.
[1] Καθηγητής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Εργαστηρίου Επιστήμη, Τεχνολογία και Καινοτομία στην Κοινωνία.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























