Ο κλέφτης μπήκε με μεγάλη ευκολία και με την ίδια ευκολία και ανενόχλητος βγήκε με το λάφυρό του αφού προηγουμένως το είχε τυλίξει με μια πράσινη τσόχα. Η αστυνομία αναζήτησε τον «λωποδύτη» της θρασύτατης κλοπής. Έγιναν ανακρίσεις. Οι αστυνομικοί έψαξαν ακόμα και μέσα σε φρεάτια για να βρουν το κλοπιμαίο. Ο Τύπος έγραψε αιχμηρά σχόλια, για την ευκολία με την οποία ένας «λωποδύτης» αφαίρεσε το «ιερό δισκοπότηρο». Οι εφημερίδες φιλοξενούσαν διάφορες υποθέσεις για το αν ο κλέφτης είχε συνεργούς οι οποίοι τον βοήθησαν να μπει μέσα. Επίσης υποθέσεις για το τι θα κάνει με αυτό που έκλεψε. Θα το έβγαζε από τη χώρα; Θα το έλιωνε και θα το πουλούσε ως άμορφο μέταλλο; Για να προχωρήσουν οι έρευνες απρόσκοπτα και να προλάβει η αστυνομία να εντοπίσει τον κλέφτη και το λάφυρο του, θα ήταν ιδανικό οι έρευνες να προχωρήσουν με άκρα μυστικότητα. Όμως η κλοπή έγινε… βούκινο. Λίγες ώρες αφότου οι υπάλληλοι αντιλήφθηκαν την κλοπή και η υπηρεσία της Βουλής έσπευσε να καλέσει την αστυνομία και την εισαγγελία, όλη η πρωτεύουσα το είχε μάθει. Οι ειδήσεις «τρέχουν» γρήγορα. Μόνο που τότε οι ειδήσεις δεν «έτρεχαν» μέσω του διαδικτύου. Την μετάδοση της πληροφορίας την έφεραν σε πέρας οι «λούστροι» που διαφήμιζαν στους δρόμους της πρωτεύουσας τις εσπερινές εκδόσεις των εφημερίδων.
Στις 28 Ιουλίου του 1895, η Βουλή των Ελλήνων βρισκόταν αντιμέτωπη με μια θρασύτατη κλοπή. Ο πονοκέφαλος για τις υπηρεσίες της, την αστυνομία, την εισαγγελία και την ανάκριση ήταν μεγάλος. Και ο εκνευρισμός του προέδρου της Βουλής Αλέξανδρου Ζαΐμη τέτοιος που απειλούσε από κλητήρες μέχρι διοικητικούς υπαλλήλους για ομαδικές απολύσεις, γιατί ο δράστης έδρασε ανενόχλητος κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη τους. Ο κλέφτης δεν απέσπασε κειμήλια. Έκλεψε το κουδούνι του προέδρου της Βουλής και έγινε θέμα συζήτησης για αρκετές ημέρες μετά.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























