Γράφει η Φανή Γέμτου
Διαβάζεις το έργο.
Διαβάζεις το έργο.
Διαβάζεις το έργο.
Διαβάζεις το έργο.
Και σαν διαβάζεις το έργο ξανά και ξανά και ξανά αρχίζει να συμβαίνει το εξής παράδοξο: φαντάζεσαι.
Μουδιάζεις, φουσκώνεις σαν κέικ στον φούρνο, διογκώνεσαι, πολλαπλασιάζεσαι, μύκητες είναι οι ρόλοι με δικές μας ποσοστώσεις, μα επανέρχεσαι, δεν μένεις πάντα μύκητας, μην τρομάζεις, όμως δε σώζεσαι, γιατί άνοιξες την πόρτα της διεύρυνσης εσύ, κανένας άλλος. Δεν ήξερες, δε ρώταγες.
Πριν κοιμηθείς το βράδυ χτίζεται μέσα σου χωρίς προειδοποίηση -απρόσκλητος επισκέπτης – μια αίσθηση πίσω από τα μάτια σου, ένας βηματισμός, μια σύγχυση, σα να εκκολάπτεται αυγό στο στομάχι σου, μα ξέρεις καλά ότι δεν είσαι κότα, το ελπίζεις τουλάχιστον, κάτι πρωινά αρχίζεις να εκσφενδονίζεις τις οπτικές σου ίνες -μπορώ να το κάνω αυτό; σκέφτεσαι, κι ας το ‘χεις κάνει πια πολλές φορές μες τα πενήντα σου τα χρόνια, αδύνατον να το πιστέψεις πώς συμβαίνει στ’ αλήθεια- εκσφενδονίζεις τις οπτικές σου ίνες σε ενός περαστικού το νεύμα, σε ένα άγγιγμα, στο κοίταγμα ενός άλλου, γίνεσαι ολόκληρη για δευτερόλεπτα εκείνο που διαισθητικά επέλεξες να εισχωρήσεις, κι ύστερα από μέρες περπατάς, διασχίζεις έναν δρόμο ή κοντοστέκεσαι και συμβαίνει εκεί αμυδρά παράλληλα με σένα να ανασαίνει ένα άλλο ον πασχίζον να φυτρώσει κάπου εκεί, μέσα, δίπλα ή επάνω σου, επειδή εσύ να το χτίσεις επέλεξες στο χέρι σου, στο μέρος της κοιλιάς σου, στου κεφαλιού το τίναγμα, στον τρόπο που τα μάτια σου αλλάζουν να κοιτάνε.
Τι λαοθάλασσα, Χριστέ μου, από όντα που έμαθες να χτίζεις μες στα χρόνια επάνω στη σκηνή, για να δεχτείς πως εξαρχής εσύ τα εμπεριέχεις, σαν το καλειδοσκόπιο που δια-θλά το σύμπαν σε ατέρμονα μικρά αυτόνομα υποσύμπαντα, που κάλλιστα μπορούν να ζουν τεθλασμένα, κατακερματισμένα, μερικά, μα κι απ’ την άλλη ολόκληρα, ενωτικά και συμπαγή.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























