Τελικά οι Έλληνες είναι φτωχοί ή απλά… «μίζεροι» και αρέσκονται να «γκρινιάζουν», όπως πολλές φορές ακούγεται σε «αναλύσεις» στα καφενεία, αλλά και σε αναλύσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, ακόμα και από κυβερνητικούς παράγοντες;
Η «Έκθεση για τη Φτώχεια στην Ελλάδα το 2025» του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας (EAPN Greece) που δημοσιεύθηκε πριν λίγες ημέρες και τα τελευταία στοιχεία της Eurostat δίνουν μία σαφή εικόνα για την οικονομική κατάσταση των Ελλήνων.
Πάνω από 1 στους 4 Έλληνες βιώνει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού
Σύμφωνα με τα ευρήματα της «Έκθεσης για τη Φτώχεια στην Ελλάδα το 2025», το 2025, το 26,9% του πληθυσμού της χώρας (δηλαδή 2,74 εκατ. άτομα) βιώνουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό αυξημένο κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Την ίδια ώρα, «η παιδική φτώχεια παραμένει υψηλή (22,4%), ενώ ο κίνδυνος υλικής και κοινωνικής στέρησης επίσης αυξήθηκε», τονίζει η Έκθεση, επικαλούμενη στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η ένταση εργασίας, οι χαμηλοί μισθοί, η εργασιακή ανασφάλεια και η αναντιστοιχία μεταξύ εισοδημάτων και υψηλών τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και στην κατανάλωση ενέργειας εξακολουθούν να παγιδεύουν τους εργαζόμενους/ες στη φτώχεια παρά τις όποιες επιμέρους βελτιώσεις.
Επιπλέον, «το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ) καλύπτει μόλις το 60% του ορίου φτώχειας, ποσοστό ανεπαρκές με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα».
Όπως επίσης επισημαίνει η Έκθεση του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, επικαλούμενη έρευνα των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών καταγράφεται «επιδείνωση της στεγαστικής ανασφάλειας, του άγχους που πηγάζει από ζητήματα ψυχικής υγείας, και του ψηφιακού αποκλεισμού».
Ταυτόχρονα, «αναδύονται ευαλωτότητες μεταξύ προσφύγων, μονογονεϊκών οικογενειών, ηλικιωμένων, γυναικών που βιώνουν βία, άτυπων παρόχων φροντίδας και αγροτικών πληθυσμών».
Στο ίδιο πλαίσιο, «η κρυφή αστεγία και η ενεργειακή φτώχεια έχουν ενταθεί, αποκαλύπτοντας τα κενά στο ισχύον σύστημα προστασίας. Η αναστολή του προγράμματος ΤΕΒΑ, η ανάθεσή του στις Περιφέρειες και η διετής καθυστέρηση της υλοποίησης της νέας φάσης του ως ΕΒΥΣ έχει περιορίσει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στα βασικά αγαθά στους ευάλωτους πληθυσμούς».
Στις κύριες συστάσεις της, η Έκθεση καλεί σε αποφασιστική και πολυδιάστατη δράση στους εξής άξονες:
- Αναγνώριση και υποστήριξη των αόρατων πληθυσμών: χαρτογράφηση και στήριξη των αόρατων πληθυσμών μέσω της συλλογής συμπληρωματικών δεδομένων, συμμετοχικού σχεδιασμού, και έμφασης στις αναδυόμενες συνθήκες ψυχικής υγείας που συνδέονται με τα νέα προφίλ φτώχειας. Προσαρμογή των κοινωνικών πολιτικών με βάση τις νέες και τοπικές ανάγκες.
- Μεταρρύθμιση των δομών: ενίσχυση και ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, καλύτερος συντονισμός μεταξύ των υπουργείων, θεσμοθετημένο πλαίσιο συνεργασίας των ΟΚοιΠ με τα κέντρα διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και διασφάλιση διαφάνειας και αξιολόγησης της εφαρμογής των κοινωνικών πολιτικών.
- Στήριξη εκείνων που στηρίζουν: εξασφάλιση μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης και ανάπτυξης ικανοτήτων για ΟΚοιΠ και παρόχους φροντίδας ώστε να συντηρηθούν οι κρίσιμες υπηρεσίες που παρέχονται σε επίπεδο κοινότητας.
- Ενδυνάμωση των ειδικών: θεσμοθέτηση της ισότιμης συμμετοχής των ανθρώπων που πλήττονται από φτώχεια, σεβασμός των δικαιωμάτων τους μακριά από αποκλεισμούς και διακρίσεις.
- Διασφάλιση της συνοχής σε δημοσιονομικό και πολιτικό επίπεδο: αλλαγή του άνισου φορολογικού συστήματος με δικαιότερη συμμετοχή στη φορολογική επιβάρυνσηˑ οι πολιτικές που σχετίζονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση να είναι κοινωνικά δίκαιες χωρίς αποκλεισμούςˑ εξαίρεση των κοινωνικών δαπανών από τη δημοσιονομική προσαρμογή.
«Η αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων είναι η χαμηλότερη της Ευρώπης»
Στα συμπεράσματά της, η Έκθεση καταλήγει ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίμονες, εξελισσόμενες και αναδυόμενες μορφές φτώχειας», ενώ αποκαρδιωτική είναι η εικόνα στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό συγκριτικά με την υπόλοιπη Ένωση, καθώς. «η αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων είναι η χαμηλότερη της Ευρώπης».
Μάλιστα, «το σύστημα φορολόγησης επιβαρύνει δυσανάλογα τα οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά. Οι κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζονται για τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς δεν καταφέρνουν να τους βγάλουν από τη φτώχεια».
Υπάρχει ανάγκη αποτελεσματικότερης συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Η ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών και η ουσιαστική συμμετοχή των άμεσα πληττόμενων είναι προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων της Ευρώπης 2030 για τη μείωση της φτώχειας.
Η Έκθεση για τη Φτώχεια στην Ελλάδα 2025 υπογραμμίζει ότι η βιώσιμη πρόοδος δεν εξαρτάται μόνο από τους δείκτες της οικονομίας αλλά από την ορατότητα, την αξιοπρέπεια και την ενδυνάμωση όλων όσων ζουν σε συνθήκες φτώχειας».
Δείτε την έκθεση εδώ
«Χρυσό μετάλλιο» για την Ελλάδα στην υποκειμενική φτώχεια
Παράλληλα, τα στοιχεία της Eurostat μπορεί να δείχνουν ότι μεσοσταθμικά το ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχώρησε το 2024 σε σχέση με το 2023, ωστόσο η Ελλάδα είναι πρώτη με διαφορά όσον αφορά την υποκειμενική φτώχεια.
Πιο αναλυτικά, το 2024 το 17,4 % του πληθυσμού της ΕΕ θεωρήθηκε υποκειμενικά φτωχό, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 19,1 % που καταγράφηκε το 2023.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που θεωρούνταν υποκειμενικά φτωχά (66,8%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (37,4%) και τη Σλοβακία (28,7%). Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία (και οι δύο 7,3%) και το Λουξεμβούργο (8,5%).

Όσον αφορά τα ηλικιακά κριτήρια, το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας ήταν υψηλότερο μεταξύ των ατόμων κάτω των 18 ετών, με 20,6 %. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 18 έως 64 ετών, το 17,3 % θεωρήθηκε υποκειμενικά φτωχό, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την παλαιότερη γενιά (65 ετών και άνω) ήταν 14,9 %.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι ηλικιακές ομάδες παρουσίασαν μείωση του συνολικού ποσοστού από το 2023 έως το 2024. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα των 18-64 ετών, με 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), ενώ η μείωση τόσο για την νεότερη όσο και για την παλαιότερη ηλικιακή ομάδα ήταν 1,6 π.μ.
Τι είναι η «υποκειμενική φτώχεια»
Η «υποκειμενική φτώχεια» αποτελεί δείκτη που εισήγαγε η Eurostat για να καταγράψει την οικονομική πίεση που αισθάνονται τα νοικοκυριά, πέραν των παραδοσιακών στατιστικών για το εισόδημα.
Η «υποκειμενική φτώχεια» είναι μια έννοια που αναπτύχθηκε με βάση την ετήσια μεταβλητή «Ικανότητα να τα βγάζει πέρα» του EU-SILC.
Πηγή: reader.gr
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























