Του Ηλία Σκυλλάκου
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο πολέμου, αυτή τη φορά στη Λατινική Αμερική, με στόχο τη Βενεζουέλα — μια κίνηση που απειλεί να επεκτείνει την παγκόσμια σύρραξη από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη μέχρι την Καραϊβική.
Οι τελευταίες εβδομάδες σημαδεύτηκαν από κινήσεις που θυμίζουν προοίμιο πολέμου: συγκέντρωση πολεμικών πλοίων στην Καραϊβική, ανάπτυξη χιλιάδων πεζοναυτών, αύξηση της επικήρυξης του Μαδούρο και μια καταιγίδα δηλώσεων από τον Λευκό Οίκο που προετοιμάζουν το έδαφος για στρατιωτική επέμβαση.
Η νέα στρατιωτική επιχείρηση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι το πιο πρόσφατο κεφάλαιο σε μια μακρά ιστορία ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην ήπειρο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την αποστολή τριών αντιτορπιλικών εξοπλισμένων με πυραυλικά συστήματα Aegis, τεσσάρων χιλιάδων πεζοναυτών και αεροναυτικών μονάδων στα ανοιχτά της Καραϊβικής, με πρόσχημα ξανά την «καταπολέμηση των ναρκωτικών».
Την ίδια στιγμή, η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, βασική εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης, συμπλήρωσε το σκηνικό, προσφέροντας «διεθνές κύρος» σε μια πολιτική φιγούρα ταυτισμένη με τα αμερικανικά συμφέροντα και την υπονόμευση της κυβέρνησης Μαδούρο που κρατάει εδώ και δεκαετίες.
Παράλληλα, ο Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε δημόσια ότι εξουσιοδότησε την CIA να διεξάγει μυστικές επιχειρήσεις στη Βενεζουέλα, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών «θανατηφόρου χαρακτήρα». Η δήλωση αυτή, που μεταδόθηκε από το Reuters, το Associated Press και τον Guardian, σηματοδοτεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση. Η CIA αποκτά επίσημη εντολή να αναλάβει επιχειρήσεις σε έδαφος ξένου κράτους, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν ανεπίσημο πόλεμο σκιών κάτω από την αιγίδα της Ουάσινγκτον.
Στην πράξη, πρόκειται για μια ευθεία στρατιωτική πρόκληση που ανοίγει νέο μέτωπο πολέμου μετά τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη, αυτή τη φορά στην Καραϊβική — με πλήρη ευθύνη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Ουάσινγκτον επιχειρεί να επεκτείνει τη γεωπολιτική της περικύκλωση, μεταφέροντας την ένταση στο δυτικό ημισφαίριο, μπροστά στις ακτές μιας χώρας που αρνείται να υποκύψει. Με τα αντιτορπιλικά της να πλέουν λίγα μίλια από το Καράκας, οι ΗΠΑ δείχνουν ότι είναι έτοιμες να επιβάλουν στρατιωτικά αυτό που απέτυχαν να πετύχουν με πραξικοπήματα, κυρώσεις και πολιτική υπονόμευση.
Αυτό το αφήγημα περί «ναρκοκράτους», που επαναλαμβάνεται μονότονα από τα αμερικανικά μέσα, κατασκευάστηκε μεθοδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η κυβέρνηση Τσάβες απέλασε την DEA κατηγορώντας την για κατασκοπεία και ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας. Έκτοτε, η Ουάσινγκτον καλλιεργεί την εικόνα ότι το Καράκας είναι κέντρο διακίνησης ναρκωτικών — χωρίς ποτέ να παρουσιάσει απτά στοιχεία. Αντίθετα, η Βενεζουέλα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά κατασχέσεων στην περιοχή, γεγονός που αποσιωπάται πλήρως.
Ο Τσάβες είχε καταγγείλει ότι πράκτορες της DEA συνεργάζονταν με κυκλώματα διακίνησης, χρησιμοποιώντας την «αντιναρκωτική αποστολή» ως κάλυψη για να διεισδύουν σε κρατικές υπηρεσίες. Αργότερα, οι αποκαλύψεις του The Intercept και άλλων μέσων επιβεβαίωσαν ότι η DEA λειτουργούσε σε στενή συνεργασία με την NSA, παρακολουθώντας τηλεφωνικά δίκτυα και επικοινωνίες σε δεκάδες χώρες. Πρώην πράκτορες, όπως ο Finn Selander, έχουν δηλώσει δημόσια ότι η DEA είναι «ένα από τα μεγαλύτερα κατασκοπευτικά δίκτυα στον κόσμο».
Από την άλλη μεριά, το να κατηγορούν οι ΗΠΑ τη Βενεζουέλα ως «ναρκοκράτος» αγγίζει τα όρια του πολιτικού κυνισμού. Πρόκειται για την ίδια υπερδύναμη που έχει αποδειχθεί ότι αξιοποιεί το εμπόριο ναρκωτικών ως εργαλείο χρηματοδότησης πολέμων και επεμβάσεων.
Τη δεκαετία του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν τα παρακρατικά τμήματα των Contras στη Νικαράγουα μέσω του εμπορίου κοκαΐνης. Το σκάνδαλο Iran–Contra, που αποκάλυψε ο δημοσιογράφος Gary Webb στη San Jose Mercury News, έδειξε πως η CIA επέτρεψε σε συμμάχους της να διακινούν τεράστιες ποσότητες κοκαΐνης προς τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας τα κέρδη για να αγοράζουν όπλα και να πολεμούν τη Σαντινιστική Επανάσταση — με τη DEA και τη CIA να συγκαλύπτουν ενεργά το κύκλωμα.
Ο λεγόμενος «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» δεν υπήρξε ποτέ μια εκστρατεία κατά των ουσιών, αλλά ένα πολιτικό εργαλείο επεμβάσεων, πραξικοπημάτων και δολοφονιών — ένας μηχανισμός που, όπως τότε στη Νικαράγουα, έτσι και σήμερα στη Βενεζουέλα, λειτουργεί ως προπέτασμα για την επιβολή της αμερικανικής κυριαρχίας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το Plan Colombia, που υποτίθεται πως στόχευε στην καταπολέμηση της κοκαΐνης, αλλά στην πράξη στρατιωτικοποίησε τη χώρα, ενίσχυσε παραστρατιωτικές οργανώσεις και μετέτρεψε την Κολομβία σε προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ απέναντι στο αριστερό αντάρτικο κίνημα FARC. Από εκεί ξεκίνησε και η συστηματική εκστρατεία σπίλωσης της Βενεζουέλας.
Μετά τον θάνατο του Τσάβες, ο Νικολάς Μαδούρο έγινε το νέο πρόσωπο που έπρεπε να εξουδετερωθεί.
Οι ΗΠΑ τον χαρακτήρισαν «απειλή για την εθνική ασφάλεια», επινόησαν τον μύθο του Cartel de los Soles, εξαπέλυσαν κυρώσεις και οργάνωσαν μυστικές επιχειρήσεις όπως η Money Badger — ένα δίκτυο κατασκοπείας της DEA που λειτουργούσε εντός της Βενεζουέλας χωρίς ενημέρωση της κυβέρνησης. Οι διαρροές του 2024 αποκάλυψαν μνημόνιο που νομιμοποιούσε τις παρακολουθήσεις και τις διεισδύσεις σε κρατικούς θεσμούς.
Η «αντιναρκωτική πολιτική» μετατράπηκε έτσι σε όχημα για πολιτική και οικονομική ανατροπή. Οι κυρώσεις του Τραμπ, που συνέχισαν τον αποκλεισμό των προκάτοχων του, επιχείρησαν να στραγγίξουν την οικονομία, παραλύοντας την PDVSA και αποκλείοντας τη χώρα από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με στόχο να λυγίσει η κυβέρνηση και να ανατραπεί ώστε να υπάρξει ανακατάληψη του πετρελαϊκού ελέγχου που οι Μπολιβαριανοί αφαίρεσαν από τις αμερικανικές πολυεθνικές.
Η Βενεζουέλα, με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως και τη στρατηγική της προσέγγιση προς τους BRICS, τη Ρωσία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αποτελεί για την Ουάσινγκτον μια πρόκληση που αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της αμερικανικής ηγεμονίας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Καράκας δεν είναι απλώς μια χώρα με ενεργειακή σημασία, αλλά το σύμβολο μιας εναλλακτικής πορείας ανάπτυξης, που αμφισβητεί τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο και αποδεικνύει στην πράξη ότι η εθνική κυριαρχία μπορεί να συνδυάζεται με κοινωνική δικαιοσύνη.
Η οικονομική πολιτική της Μπολιβαριανής κυβέρνησης, η αναδιανομή του πετρελαϊκού πλούτου η εθνικοποίηση των ορυκτών, καθώς και η στήριξη των περιφερειακών μηχανισμών ολοκλήρωσης όπως η ALBA και η CELAC, συγκροτούν ένα μοντέλο που αντιπαρατίθεται ανοιχτά στην ηγεμονία των ΗΠΑ και των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών.
Παράλληλα, η διπλωματική της δράση και οι στρατηγικές της συμμαχίες με την Κούβα, αλλά και με τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, έχουν ενισχύσει την προοπτική ενός πολυκεντρικού διεθνούς συστήματος. Αυτή η νέα αρχιτεκτονική, που προωθεί τη συνεργασία του Παγκόσμιου Νότου σε οικονομικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό επίπεδο, απειλεί ευθέως τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η Βενεζουέλα, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί ως σημείο σύγκλισης δύο κόσμων: του φθίνοντος ηγεμονισμού της Δύσης που βασίστηκε εδώ και δεκαετίες στη καταλήστευση των εθνικών πόρων, και της αναδυόμενης πολυπολικότητας που επιδιώκει να ανατρέψει την παγκόσμια ανισορροπία.
Η κλιμάκωση των πιέσεων από την Ουάσινγκτον —από τις οικονομικές κυρώσεις και την υπονόμευση μέσω «ανθρωπιστικών» οργανισμών μέχρι τη στρατιωτική παρουσία του αμερικανικού στόλου στην Καραϊβική— συνιστά ουσιαστικά την αναβίωση του Δόγματος Μονρό στη σύγχρονη του μορφή με την σφραγίδα του Τραμπ.
Στα εδάφη της Βενεζουέλας, όπως άλλοτε στη Χιλή, στη Νικαράγουα ή στην Κούβα, αποτυπώνεται ξανά η σύγκρουση ανάμεσα στην αυτοδιάθεση των λαών και στη βία της Αυτοκρατορίας — μια σύγκρουση που καθορίζει το μέλλον ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.