Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου
Η “ΣΤΑΥΡΙΚΗ” ΓΝΩΡΙΜΙΑ: Στη Σταύρωση του Κυρίου, επιβλέπων αξιωματικός ήταν ο Εκατόνταρχος Λογγίνος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λογγίνος δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο. Όμως τότε τα μάτια του είδαν τα αγκάθια, τη καταφρόνια στο πρόσωπο του Ιησού, το ανηφορικό κουβάλημα του Σταυρού, τα καρφιά και την ταπεινωτική ύψωσή Του ανάμεσα στους ληστές. Κι όταν ο Κύριος ξεψύχησε, η γη σείστηκε κι ο ήλιος σκοτείνιασε, τότε ο εκατόνταρχος Λογγίνος ψιθύρισε περιδεής: «Αληθινά ο γιός του Θεού ήταν αυτός». Όταν ενταφιάστηκε το σώμα του Κυρίου, ο Λογγίνος διατάχθηκε να φρουρήσει με τους στρατιώτες του τον πανάγιο Τάφο. Κι όταν Άγγελος Κυρίου σήκωσε την πέτρα από τον Τάφο, οι στρατιώτες τυφλώθηκαν κι έπεσαν στη γη, ο εκατόνταρχος πίστεψε στον Κύριο. Μαζί πίστεψαν και δυο στρατιώτες του και έγιναν κήρυκες της Ανάστασης Του. Όταν έμαθαν τα καθέκαστα οι Αρχιερείς, τους φώναξαν ανακρίνοντάς τους. Τότε ο Λογγίνος είπε: “Τα μάτια μου είδαν το θαύμα και η ψυχή μου την αλήθεια”. Όμως εκείνοι εκούσια τυφλοί ανταπάντησαν: “Αυτό που λες, είναι φαντασία σου. Οι μαθητές του Ναζωραίου Τον έκλεψαν από τον τάφο.” Τότε ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες δήλωσαν με παρρησία πως δεν κοιμήθηκαν στιγμή και δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια της Ανάστασης. Οι Αρχιερείς τότε προσπάθησαν να τους δωροδοκήσουν. Κι ο Λογγίνος έδωσε ξεκάθαρη απάντηση: “Η αλήθεια είναι πιο δυνατή από τ’ ασήμι σας. Μάταιο κόπο κάνετε να σκοτεινιάσετε αυτό που λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Εγώ θα εξακολουθώ να ομολογώ, την Ανάσταση του Χριστού.” Τότε οι Ιουδαίοι σύνεδροι πήγαν στον Πιλάτο και συκοφάντησαν το γενναίο αξιωματικό, ενώ παραμόνευαν τον κατάλληλο καιρό να εκδικηθούν. Ύστερα από καιρό, ο Λογγίνος νιώθοντας γύρω του μόνο μίσος, αποφάσισε ν’ αφήσει το ρωμαϊκό στρατό και να φύγει μακριά από το εχθρικό περιβάλλον.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Αρχίζοντας καινούργια ζωή, ο Λογγίνος και οι άλλοι δυο στρατιώτες που τον ακολούθησαν, γνώρισαν τους Αποστόλους, βαπτίστηκαν και αργότερα κατευθύνθηκαν στην Καππαδοκία. Εκεί, ο Λογγίνος έγινε κήρυκας και απόστολος του Χριστού, φανερώνοντας το αναστάσιμο φως σε πολλούς. Αργότερα κατευθύνθηκε στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Και κει ζούσε ήσυχα, με νηστεία και προσευχή, έχοντας στην καρδιά του το Σταυρό. Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι, μαθαίνοντας για το έργο του Λογγίνου στην Καππαδοκία, πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν, δωροδοκώντας τον, να στείλει μήνυμα στον Καίσαρα καταγγέλοντας το Λογγίνο, πως εγκατέλειψε το αξίωμά του κι έφυγε ταράσσοντας το λαό στη Καππαδοκία, κηρύττοντας άλλο βασιλιά. Κι ο Πιλάτος έστειλε στον Τιβέριο γράμμα γεμάτο συκοφαντία για το Λογγίνο. Και μαζί, έστειλαν οι Ιουδαίοι χρυσάφι στον Καίσαρα, εξαγοράζοντας έτσι το θάνατο του Εκατόνταρχου. Η απάντηση από τη Ρώμη δεν άργησε. Ο Καίσαρ διέταζε το θάνατο του “αποστατήσαντος” Λογγίνου. Ο Πιλάτος αμέσως όρίσε στρατιώτες του να βρουν το Λογγίνο και τους άλλους δυο κήρυκες της Ανάστασης, και να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα με τα κεφάλια τους! Οι απεσταλμένοι, μαθαίνοντας πως βρισκόταν στο πατρικό χωριό του, πήραν το δρόμο του χωριού εκείνου. Και πορεύονταν αναζητώντας το Λογγίνο, ρωτώντας γι’ αυτόν σα να του φέρνανε τάχα μήνυμα χαρμόσυνο.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι στρατιώτες συνάντησαν το Λογγίνο στην άκρη του χωριού. Και κείνος, γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, τους γνώρισε και κατάλαβε τι ήθελαν. Τους καλωσόρισε με αγάπη και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει, ρωτώντας τους τι ζητάνε. Και ‘κείνοι του είπαν: “Μπορείς να μας πεις μήπως ζει εδώ κάποιος Λογγίνος, που ήταν Εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού;” Κι εκείνος τους απάντησε ότι εκεί ζούσε, ρωτώντας τους τι τον θέλουν. Οι απεσταλμένοι απάντησαν πονηρά: “Έχουμε ακουστά πως είναι αγαθός άνθρωπος και επιθυμούμε να τον γνωρίσουμε, γιατί είμαστε στρατιώτες και αυτός ήταν Εκατόνταρχος.” Τότε ο Λογγίνος θαρραλέα τους είπε: “Παρακαλώ, περάστε από το σπίτι μου. Ξέρω που ζει, θα τον ειδοποιήσω κι αυτός θάρθει γιατί δεν είναι μακριά.” Οι στρατιώτες ακολούθησαν το Λογγίνο σπίτι του, όπου τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα. Οι στρατιώτες έφαγαν και ήπιαν ώσπου ήρθε η νύχτα. Τότε, πάνω στην ευθυμία, εμπιστεύτηκαν στο Λογγίνο το μυστικό τους. “Μας στείλανε εδώ”, είπε ο ένας, “για να πάρουμε το κεφάλι του Λογγίνου και των συντρόφων του. Έτσι αποφάσισε ο Καίσαρας, κι ο Πιλάτος έστειλε εμάς, να εκτελέσουμε το πρόσταγμα. Κοίταξε μη το μάθει και φύγει.” Κι ο Λογγίνος ψύχραιμα πρόσθεσε: “Έννοια σας. Ο Λογγίνος θα παρουσιασθεί μόνος του, και μαζί και οι δυο σύντροφοί του.” Όταν οι λεγεωνάριοι αποκοιμήθηκαν, ο εκατόνταρχος έστειλε μήνυμα στους φίλους του να έρθουν στο σπίτι. Έπειτα γονατίζοντας προσευχήθηκε ολονυχτίς. Πράος ετοιμαζόταν για το μαρτύριο. Με το ξημέρωμα σηκώθηκαν οι στρατιώτες και καθώς ετοιμάζονταν, παρακάλεσαν το Λογγίνο να τους συνοδέψει στον άνθρωπό τους. Όμως εκείνος τους συνέστησε υπομονή και τους είπε να μην φύγουν γιατί σε λίγο θα εμφανιζόταν. Όταν φάνηκαν να πλησιάζουν οι δυο άλλοι “καταζητούμενοι”, ο Λογγίνος βγήκε και τους καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τους. Τότε τους είπε τα καθέκαστα, προσθέτοντας: “Χαρείτε, αδελφοί μου μαζί μου, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λευτερωθούμε από τα γήινα δεσμά μας. Σε λίγο θα βρεθούμε μπροστά στον Κύριο, που είδαμε να τον σταυρώνουν και ν’ ανασταίνεται. Αυτοί που ήρθαν να μας σκοτώσουν είναι εδώ, ελάτε.” Ακούγοντας αυτά οι φίλοι του, χάρηκαν γιατί έφθασε γι’ αυτούς η ώρα του μαρτυρικού στεφάνου. Ακολούθησαν τον Λογγίνο στο σπίτι, όπου εκείνος είπε στους δημίους του: “Μπροστά σας βρίσκεται αυτός που ζητάτε με τους δυο συντρόφους του. Εγώ είμαι ο Λογγίνος και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου”. Τότε ο ένας από τους απεσταλμένους είπε: “Αυτό το αστείο δεν το πιστεύουμε. Οδήγησέ μας στον καταδικασμένο γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τις εντολές.” Τότε ο Λογγίνος πρόσθεσε αποφασιστικά αλλά ήρεμα: “Εμείς είμαστε αυτοί που ζητάτε. Κάνετε όπως σας προστάξανε αυτοί που σας στείλαν.” Τους κοίταζαν οι στρατιώτες μη μπορώντας να πιστέψουν, ενώ ένιωθαν ντροπή διστάζοντας να θανατώσουν αυτόν που τους είχε αδελφικά φιλοξενήσει. “Αγαπητοί μου”, επέμεινε ο εκατόνταρχος, “μην καθυστερείτε. Μονάχα έτσι μπορείτε να ανταποδώσετε την αγάπη που σας έδειξα. Άλλωστε, γπάει καιρός που θέλω ν’ αντικρύσω τον Κύριό μου!” Λέγοντας αυτά, ντύθηκε με άσπρα ρούχα της ταφής, φώναξε τους συγγενείς του, και, δείχνοντας ένα βουναλάκι με φοινικιές, είπε: “Εκεί, αγαπημένοι μου, να θάψετε το σώμα μου, πλάι στους εν Χριστώ συντρόφους μου. Σας χαιρετώ, κρατάτε στην ορθή πίστη και δώστε μου το στερνό ασπασμό.” Κι αφού αγκάλιασε όλους, γονάτισε πλάι στους φίλους του και…
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: https://oakhellas. blogspot.com/2025/10/1610.html
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.