Γράφει η Ζωή Ντούφα
Σήμερα, η οικογένεια μου πήγε στο οστεοφυλάκιο να ανάψει ένα κερί στη γιαγιά μου. Η οστεοθήκη της έλειπε. Μαζί με των γονιών της και άλλων συγγενών. Κανείς δεν μας ειδοποίησε, κανείς δεν μας εξήγησε, κανείς δεν μας ενημέρωσε. Έτσι, η μητέρα μου- μια γυναίκα ιδιαίτερα ευάλωτη- βίωσε τη σύληση της μνήμης της δικής της μητέρας. Και της υπόλοιπης οικογένειας. Ενώ οι υπόλοιποι βιώναμε την προσβολή της αξιοπρέπειας της..
Αυτό που συνέβη, δεν είναι απλώς πράξη αμέλειας. Δεν είναι ούτε “απλώς” παράβαση άρθρων της ποινικής δικονομίας από τους υπαίτιους του συμβάντος. Είναι επίθεση στην ίδια την έννοια της φροντίδας, της συνέχειας, του σεβασμού προς τον (ευάλωτο και μη) άνθρωπο. Είναι μια -εντελώς αχρείαστη για τις κοινωνίες που κατανοούν τι σημαίνει σεβασμός-υπενθύμιση για όσους ξεχνούν πως η αξιοπρέπεια ξεκινά, εκεί που αναγνωρίζουμε τον πόνο του άλλου.
Η ευαλωτότητα ως ανθρώπινη συνθήκη (και ως καθρέφτης)
Όπως αναφέρει η Martha Nussbaum, η ευαλωτότητα είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη εμπειρία. Δεν είναι αδυναμία, είναι το να είσαι άνθρωπος, το κοινό μας έδαφος. Είναι “το σημείο από όπου πηγάζει η αξιοπρέπεια” και όχι το αντίθετο. Όλοι, ανεξάρτητα από το φύλο,τη δύναμη, τον τόπο γέννησης ή την κοινωνική θέση, γεννιόμαστε εξαρτημένοι (ως βρέφη), αρρωσταίνουμε, αγαπάμε, φοβόμαστε και πεθαίνουμε. Δεν είναι εξαιρέσεις, είναι το ανθρώπινο βίωμα. Κάθε άνθρωπος δικαιούται σεβασμό από τη γέννηση του, επειδή είναι άνθρωπος. Η βάση της αξίας της αξιοπρέπειας συνεπώς δεν μπορεί να μη δεν είναι κοινή και ο κοινός μας τόπος, είναι η ευαλωτότητα. Δεν παύει δηλαδή να υπάρχει η αξιοπρέπεια μας επειδή είμαστε ευάλωτοι, είμαστε αξιοπρεπείς επειδή είμαστε ευάλωτοι, επειδή είμαστε “ανθρώπινοι”. Η ευαλωτότητα θρέφει την αξιοπρέπεια, την συντηρεί και την κρατάει ζωντανή..
Δεν είναι δε, πράξη φιλανθρωπίας το να φροντίζεις τον ευάλωτο όπως μας εξηγεί η Joan Tronto, αλλά πολιτικό καθήκον. Και το τι σημαίνει “πολιτικό καθήκον” μάς το εξήγησαν και πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι αιώνες πριν.
Το “ζῷον πολιτικόν” του Αριστοτέλη είναι ίσως η πιο συμπυκνωμένη περιγραφή αυτής της ευθύνης: ο άνθρωπος δεν υπάρχει εκτός της κοινότητας, ούτε έξω από τη φροντίδα των άλλων.
Η ευαλωτότητα, λοιπόν, δεν είναι μόνο υπαρξιακή ή σωματική συνθήκη· είναι η ηθική μήτρα του ανθρώπινου και του πολιτικού.
Το θυμήθηκα ακούγοντας την αδερφή μου να μου λέει για τη μάνα μου που έκλαιγε αντικρίζοντας τα κενά στα ράφια. Δεν ήταν αδυναμία, ήταν το ανθρώπινο στην γυμνή του μορφή. ‘Ήταν ένας πραγματικός βράχος της ζωής που λύγιζε, κατακλυσμένη από την αξιοπρέπεια που την διακατέχει, εξαιτίας της αναξιοπρέπειας κάποιων άλλων.
Η έσχατη αρχή, ο τελικός σκοπός όλων των ανθρώπινων πράξεων, διαχρονικά έχουν αναδείξει το summum bonum-το υπέρτατο αγαθό-με ελαφρώς διαφορετικές νοηματοδοτήσεις, άλλοτε ως αρετή και ως ευτυχία, άλλοτε ως ευδαιμονία, άλλοτε ως την ίδια την ανθρώπινη ζωή με την αυταξία της. Στη σύγχρονη ηθική φιλοσοφία, αυτή η αναζήτηση του ύψιστου αγαθού μετατοπίστηκε από το “τι είναι ο άνθρωπος” στο “πως στέκεται απέναντι στον Άλλον άνθρωπο” Μας υπενθυμίζει έτσι η Nussbaum, ότι η αξιοπρέπεια δεν κρίνεται στην ισχύ αλλά στη φροντίδα για εκείνους που εξαρτώνται από εμάς.
Γιατί αν η ισχύς καθόριζε την αξιοπρέπεια, δεν θα έπρεπε να σεβόμαστε τα βρέφη(και τη ζωη τους), τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς και τους αρρώστους. Όμως στην πραγματικότητα, αυτοί (και όχι αποκλειστικά) μας αποκαλύπτουν τι είναι ανθρώπινο. Μια δίκαιη κοινωνία δεν κρίνει την αξία πάνω στην ικανότητα κυριαρχίας, αλλά στον τρόπο και την ικανότητα να ανταποκρίνεται στην ευαλωτότητα των άλλων και να τους φροντίζει.
Αυτή η φροντίδα δε, αποτελεί τη βάση της βιοηθικής και της ηθικής της φροντίδας στις μέρες μας.
Γιατί μας ενδιαφέρει η βιοηθική και η ηθική της φροντίδας; Μα γιατί δεν είναι αφηρημένες έννοιες, μεταφράζονται στην περίθαλψη μας, στην πρόσβαση και την προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας, στη συμπερίληψη, στην αξιοπρεπή μεταχείριση, στην ικανότητα μιας κοινωνίας να βλέπει τον ευάλωτο όχι ως βάρος, αλλά ως μέτρο της δικής μας ανθρωπιάς. Και αυτό δεν είναι ένα αλτρουιστικό ιδεώδες ή “βαριά φιλοσοφία”.
Είναι κάτι που μας αφορά και προσωπικά. Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην είναι ευάλωτο, ή που να μη γίνει σε κάποια φάση της ζωής του ευάλωτο. Όλοι πάντως είμαστε ευάλωτοι στο τέλος μιας μακράς πορείας στη ζωή. Η βιοηθική επομένως, δεν είναι μόνο γιατροί και επιτροπές, είναι ο καθρέφτης της κοινωνικής μας συνείδησης (εάν όχι και προέκταση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης).
Η φροντίδα, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, αποτελεί καθήκον. Ανεξάρτητα από το πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, είναι ηθική πράξη και κοινό καθήκον, από ανθρώπινο όν σε ανθρώπινο όν τουλάχιστον. Μια πράξη που θεμελιώνει τη συνοχή της κοινότητας και την ίδια την έννοια του ανθρώπινου δεσμού.
Η Margaret Mead, μας λέει ότι το πρώτο σημάδι πολιτισμού, είναι ένα σπασμένο μηριαίο οστό που έχει επουλωθεί, ένα εύρημα σε ανασκαφές. Κάποιος σταμάτησε να κυνηγά και να σκάβει για να μαζέψει ρίζες, για να φροντίσει κάποιον άλλον.
Η φροντίδα προϋπάρχει του κράτους, της αγοράς ή της θρησκείας. Δεν θα έπρεπε να θεωρείται συνεπώς προαιρετική, αν θεωρούμε πως οι κοινωνίες “εξελίσσονται” εκτός και αν θεωρούμε την φροντίδα εξελικτικό βάρος.
Ο γάλλος φιλόσοφος Emmanuel Levinas, μας υπενθυμίζει άλλωστε ότι η υποχρέωση μας να βοηθήσουμε τον Αλλον, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί Του, δεν προκύπτει από κάποιο γραπτό ή άγραφο κανόνα, είναι πρωταρχική, ανεξάντλητη και αστείρευτη.
Θα μπορούσε να ειπωθεί πως αυτή η πρωταρχικότητα της σχέσης με τον Άλλον, έχει οντολογικό χαρακτήρα. Δεν είναι απλώς μια ηθική επιλογή, αλλά μια συνθήκη ύπαρξης.
Πριν δηλαδή ξεκινήσουμε να συζητάμε για οποιοδήποτε κανόνα ή πλαίσιο ηθικής, προϋπάρχει η υποχρέωση μας αυτή και πάνω σε αυτή τη βάση ξεκινάμε τις θεωρητικοποιήσεις, τις διαπραγματεύσεις και τις νομοθετήσεις. Εγώ, ο Άλλος και ο μεταξύ μας δεσμός αποτελούμε μια δομική σχέση για μια κοινότητα, στο σύνολο αυτών των μεταξύ μας σχέσεων.Και αυτές οι σχέσεις είναι πάντοτε ασύμμετρες. Εγώ ή ο Άλλος θα είμαστε πιο ευάλωτοι, πιο εύθραυστοι. Μόνο που δεν είναι ποτέ προδιαγεγραμμένες. Ποιος θα χρειαστεί βοήθεια; Ανα πάσα στιγμή μπορεί να αντιστραφεί.
Ας υποθέσουμε ότι δεν είμαι Εγώ που είμαι πιο ευάλωτη, αλλά ο Άλλος. Πού σταματά η ευθύνη μας να σώσουμε μια ανθρώπινη ζωή όταν βρίσκεται μπροστά μας, ευάλωτη και εύθραυστη;
Αν βρίσκομαι με τη βάρκα μου στη θάλασσα και ένας άνθρωπος πνίγεται μπροστά μου, δεν έχω επιλογή· πρέπει να τον τραβήξω από το νερό.
Η ηθική δεν ξεκινά από το «εγώ», αλλά από το πρόσωπο του άλλου που με καλεί.
Η ανάγκη του, η ευθραυστότητα του, η ευαλωτότητα του είναι που καθορίζουν την αμεσότητα και την ένταση της ευθύνης μας. Εκείνη τη στιγμή(αμεσότητα), ευθυνόμαστε γι’ αυτή τη ζωή (η ένταση φτάνει στον απόλυτο βαθμό). Εκείνη τη στιγμή δηλαδή, η ευθύνη μας είναι απόλυτη, δεν υπάρχει περιθώριο αναβολής ή αδιαφορίας. Η ζωή του κρέμεται από την απόφαση μου να τον τραβήξω από το νερό.
Αλλά πριν βιαστούμε να το μεταφράσουμε μόνο κυριολεκτικά ως την πράξη του να σώζουμε μια ζωή σε βουνά και θάλασσες, έχει σημασία να δούμε πως αυτή η λογική είναι πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη.
Γιατί η “θάλασσα” δεν είναι πάντα μια θάλασσα.
Μπορεί να είναι το νοσοκομείο, το κοινωνικό σύστημα, το κράτος πρόνοιας.
Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και δούμε την ευθύνη όχι ατομικά αλλά συλλογικά, τότε το ερώτημα αλλάζει μορφή:
Τι είναι πρόθυμη μια κοινωνία να προσφέρει στους ευάλωτους και τους ασθενείς της;
Πώς είναι πρόθυμη να τους φροντίσει;
Και με τι κόστος; με ποιο αντίτιμο;
Γιατί ένα βήμα πίσω και γιατί συλλογικά; Γιατί κανείς δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του, παρά μόνο μέσα από το συλλογικό. Δεν μπορούμε να είμαστε ο γιατρός μας, ο πολιτικός μηχανικός μας, ο οικοδόμος μας, ο αρτοποιός μας και ο αγρότης μας και η λίστα είναι ατελείωτη..
Όταν η φροντίδα σπάει
Κάθε επιλογή έχει αντίτιμο, όχι μόνο σε πόρους, αλλά και σε αξίες. Ποιον πόνο είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε ως κοινωνίες και να απαλύνουμε και ποιον να αγνοήσουμε και να αποσιωπήσουμε, να του αφαιρέσουμε την αξία και να τον μηδενίσουμε; Ποια φθορά στις ηθικές μας αξίες είμαστε λοιπόν έτοιμοι να πληρώσουμε;
Ίσως η δύσκολη απάντηση να βρίσκεται εδώ: Το πραγματικό τίμημα της αδιαφορίας δεν είναι οικονομικό αλλά υπαρξιακό. Κάθε φορά που μια κοινωνία επιλέγει την αδιαφορία και αποσύρεται από την φροντίδα, αποσύρεται και από την ίδια της την ανθρωπιά. Η εγκατάλειψη δεν είναι απλώς κοινωνική αποτυχία, είναι ρήξη του δεσμού με τον Άλλον. Με τον Άλλον που θα επιλέξουμε να αγνοήσουμε.
‘Και ίσως η αποκατάσταση αυτής της ρήξης να κρύβεται στον τρόπο που (δεν) αντιλαμβανόμαστε τη φροντίδα ως συνέχεια. Η φροντίδα δεν εξαντλείται στο σώμα ή σε ένα πιο πολυσύνθετο θεραπευτικό πλαίσιο, δεν είναι αυτή η συνέχεια που θα έπρεπε να αποσκοπούμε. Είναι στάση απέναντι στη ζωή,
Είναι τρόπος που μια κοινωνία στέκεται δίπλα στους ασθενείς της, στους ανθρώπους που πάσχουν από άνοια, από ψυχικά νοσήματα, στους πολυτραυματίες δυστυχημάτων, στους καρκινοπαθείς, στους ηλικιωμένους, στους ανήμπορους κοκ. Είναι ο ίδιος τρόπος που θα σταθεί- αργά ή γρήγορα- δίπλα στους νεκρούς της. Μηχανιστικά ή ουσιωδώς, με συνέπεια και συνοχή.
Και η φροντίδα δεν τελειώνει με το φυσικό τελος του ανθρώπου και τον θάνατο του φυσικού σώματος. Είναι ένα συνεχές. Ξεκινά με το βλέμμα προς τον Άλλον εν ζωή και ολοκληρώνεται με το βλέμμα προς τον Άλλον στην απουσία του. Συνεχίζεται μέσα από τη μνήμη, τα τελετουργικά, τις πράξεις και τον τρόπο που μια κοινότητα κρατά παρόντες τους απόντες της.
Μπορείτε να διανοηθείτε γονείς να “ξεγράφουν” τα παιδιά τους, αν αυτά πεθάνουν;
Αυτή η συνέχεια καταγράφεται και στις πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις μας, αλλά όχι μόνο στις δικές μας. Είναι καθολικό ανθρώπινο γνώρισμα. Είτε ονομάζεται Ψυχοσάββατο στην ορθόδοξη παράδοση, είτε Día de los Muertos στη μεξικανική, η πράξη της ανάμνησης των νεκρών αποτελεί ανθρωπολογική σταθερά. Μια μορφή κοινωνικής φροντίδας που ενώνει τις γενιές και δίνει νόημα στη συνέχεια της ζωής
Στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση, η σχέση αυτή ενσωματώνεται στο ίδιο το δόγμα ως μέρος της αιωνιότητας. Πάνω σε αυτή τη βάση θεμελιώθηκε και η επιλογή της ταφής αντί της καύσης με την υπόσχεση της αναστάσεως. Ο τόπος αναπαύσεως δεν είναι απλώς χώρος, αλλά σύμβολο σεβασμού, συνέχειας και κοινότητας.
Ακόμη κι έξω από κάθε θρησκευτική προσέγγιση, ο τόπος των νεκρών παραμένει ιερός.
Η υποχρέωση των κοινωνιών να τον σέβονται δεν είναι τυπική ή νομική μόνο· είναι ηθική και πολιτισμική πράξη μνήμης. Μια αναγνώριση ότι χωρίς τη φροντίδα των νεκρών, οι ζωντανοί χάνουν το πρόσωπό τους. Είναι η τραγωδία της Αντιγόνης. Είναι η στιγμή που ο καθρέφτης σπάει και η κοινωνία δεν έχει πια που να δει το πρόσωπο της. Δεν μπορεί να δει πως ο σεβασμός της ευαλωτότητας, είναι μόνο η αρχή του σεβασμού προς τον Άλλο, όχι μόνο στην ανάγκη του. Σεβασμό προς τον δίπλανό, τον γονιό που έχασε το παιδί του, το παιδί που έχασε τον γονιό του, έναν αέναο κύκλο απώλειας, που (μας) ενώνει, την ζωή και τον θάνατο, τους ζωντανούς και τους νεκρούς ‘Οταν ο κύκλος σπάει, όταν χάνεται το μέτρο και η φροντίδα, γίνεται η ύβρις.
Η φροντίδα δεν είναι απλώς μια ιατρική πράξη όπως την εξετάζει η βιοηθική, είναι πρωτίστως μια πράξη σχέσης μέσα αλλά και έξω από τα πλαίσια της φροντίδας υγείας..
‘Οταν οι θεσμοί αποτυγχάνουν να προστατεύσουν την ευαλωτότητα (όταν για παράδειγμα οι νεκροί μιας οικογένειας εξαφανίζονται-χωρίς ειδοποίηση μάλιστα) σπάει η ηθική συνέχεια της κοινότητας, με ένα τρόπο συμβολικά βίαιο. Δεν πρόκειται για βία σωματική, αλλά για βίαιη προσβολή της μνήμης, της ρίζας, της συνέχειας. Για τη μητέρα μου δεν ήταν “απλώς” μια απώλεια, ήταν μια υπαρξιακή αποκοπή από τη γή, από την οικογένεια, από το ίδιο το δικαίωμα να πενθεί.
Και δεν πρόκειται μόνο για τις οστεοθήκες που χάθηκαν χωρίς καμία εξήγηση: Πρόκειται για την χαμένη ευαισθησία, την χαμένη αντίληψη της ευαλωτότητας και της αξιοπρέπειας.
Η αδιαφορία δεν γεννήθηκε σε μια κοινότητα και μία ενορία, σε ένα οστεοφυλάκιο.
Γεννάται και αναγεννάται καθημερινά σε κάθε απαξίωση των αναγκών των ευάλωτων, σε κάθε έκφανση μιας οργανωμένης κοινωνίας. Θεσμικά αλλά και στη βάση της..
Τι είδους φροντίδα μπορεί να απολαύσει ένας ασθενής στα επείγοντα;
Με τι είδους αξιοπρέπεια βγαίνουν, αμφότεροι, γιατροί και ασθενείς μετά από μια εφημερία σε υποστελεχωμένα νοσοκομεία;
Γεννάται σε ανθρώπους που, παρά τις ειδοποιήσεις όλων των λόγιων, παρερμηνεύουν την εξουσία σαν δύναμη και τη δύναμη σαν αξιοπρέπεια.
Δεν είναι, άραγε, φυσικό επακόλουθο να δημιουργείται ένα αντίβαρο αδιαφορίας μέσα σε τόση παρερμηνεία;
Εκδηλώνεται στις δημόσιες υπηρεσίες στη Λάρισα και στα υπουργεία, που απαξιώνουν τον πολίτη και τον ασθενη, αφήνοντας σε εκκρεμότητα αίτηση για αναπηρική σύνταξη καρκινοπαθούς οκτώ χρόνια παρά την πολυετή προσπάθεια κινητοποίησης τους απο την οικογένεια.
Τι όροι αξιοπρέπειας προκύπτουν και για ποιον;
Τροφοδοτείται από τον οδηγό στο δρόμο που έχει ξεχάσει να σέβεται όχι μόνο τον Άλλον, αλλά και τον εαυτό του, αδιαφορώντας για κάθε μέτρο ασφαλείας..
Αναπαράγεται σε μια οθόνη στο χέρι μας, στην απώλεια που μετατρέπεται σε χλεύη και στον θάνατο που γίνεται αφορμή για κυνισμό και μίσος.
Από το νοσοκομείο ως το κοιμητήριο, από την περίθαλψη ως την μνήμη, η φροντίδα είναι το νήμα που συνδέει την κοινότητα με τον εαυτό της. Είναι πράξη σχέσης της κοινότητας με τον εαυτό της.
Οι τάφοι που δεν υπάρχουν πια, δείχνουν σίγουρα σε εμένα και στην οικογένεια μου ποιοί είμαστε και κυρίως, ποιοί θέλουμε να είμαστε. Μας δείχνουν ποιοί κινδυνεύουμε να πάψουμε να είμαστε ως άνθρωποι, κάθε φορά που ξεχνάμε να φροντίζουμε. Εκεί που τελειώνει η φροντίδα- ζωντανών ή νεκρών- τελειώνει το ανθρώπινο.
(Στην Ελευθερία. Και την οικογένεια της, την οικογένεια μου που οι υπεύθυνοι για τη φροντίδα τους, φρόντισαν αυθαίρετα να ξεριζώσουν από τον τόπο τους και να πετάξουν σαν σκουπίδια.)
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.