Kανείς δεν ήξερε από που ήρθε…
τον έβλεπαν να στέκεται στο ίδιο φανάρι…
με το πλαστικό κυπελάκι στο χέρι…
ηλικιωμένος…
πρόσωπο χαραγμένο…
ο χρόνος δεν του χαρίστηκε…
με το πλαστικό κυπελάκι στο χέρι…
κάθε φορά που το φανάρι ήταν κόκκινο…
πλησίαζε τα παράθυρα των αυτοκινήτων…
με ένα ευγενικό νεύμα…
και ένα σχεδόν χαμόγελο στο πρόσωπο…
πρότασσε το άσπρο πλαστικό κυπελάκι…
τα παράθυρα δεν άνοιγαν…
σπανίως άνοιγε κανένα…
σπανίως κάποιο χέρι έβγαινε από το παράθυρο…
αφήνοντας λιγοστά κέρματα στο πλαστικό κυπελάκι…
βιαστικοί…
κοιτώντας πότε θα ανάψει πράσινο…
το βλέμμα τους καρφωμένο στο φανάρι…
δεν ήθελαν να αντικρύσουν το δικό του…
όσοι έριχναν το βλέμμα τους επάνω του…
ήταν ένα βλέμμα υποτιμητικό…
και χωρίς να ρίξουν τίποτα στο πλαστικό κυπελάκι…
έκλειναν το παράθυρο…
σα να ήθελαν να τον τιμωρήσουν…
χρεώνοντάς του…
με το μυαλό τους…
μια ζωή που αυτοί θεωρούσαν ότι έζησε…
γεμάτη σπατάλες και χλιδή…
αλλά η κακή διαχείριση…
τον έφερε σε αυτό το σημείο…
κανένας δεν σκεφτόταν…
ότι σε δευτερόλεπτα…
θα μπορούσε να βρεθεί στην ίδια ή χειρότερη θέση…
σε κανέναν δεν έδειχνε την παραμικρή δυσφορία…
ούτε στα βλέμματά τους…
κάθε φορά που το πλαστικό κυπελάκι…
πηγαινοερχόταν στα κλειστά παράθυρα των αυτοκινήτων…
άδειο…
τα αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά του…
πάντα βιαστικά…
λες και η ζωή είναι άπειρη…
και θέλεις να τη ζήσεις στο γρήγορο…
μετά από λίγες ώρες στο φανάρι…
τόσες όσες άντεχε ο γερασμένος οργανισμός του…
έπαιρνε μία πλαστική σακούλα με μία ζακέτα…
όλα του τα υπάρχοντα μέσα σε αυτή τη σακούλα…
έμπαινε στον διπλανό φούρνο…
έπαιρνε με τα λιγοστά χρήματα που είχε μαζέψει…
ένα κουλούρι και μία τυρόπιτα…
πλήρωνε με αξιοπρέπεια…
έλεγε πάντα ευχαριστώ…
και με το ίδιο χαμόγελο…
που έμπαινε στον φούρνο…
με το ίδιο χαμόγελο έβγαινε…
με αργά τα βήματα πήγαινε στο παγκάκι…
τον περίμεναν εκεί…
ήξεραν πάντα ότι θα έρθει…
κι αυτός πάντα συνεπής στο ραντεβού τους…
δεν τα διέψευσε ποτέ…
κάθισε στο παγκάκι..
είχαν μαζευτεί τριγύρω του…
τον ήξεραν…
τον ένιωθαν ένα με αυτά…
έβγαζε το κουλούρι…
το έκανε μικρά ψιχουλάκια…
και άρχιζε να τα ταΐζει…
πρώτα τάιζε αυτά…
τα περιστέρια είχαν μαζευτεί γύρω από το παγκάκι …
πάνω στο παγκάκι… δίπλα του και πάνω του…
συνέχιζε να ταΐζει μέχρι να μοιράσει και το τελευταίο ψίχουλο από το κουλούρι…
μετά…
πάλι με εκείνο το περίεργο χαμόγελο…
άρχιζε να τρώει την τυρόπιτα…
ότι περίσσευε…
το έδινε πάλι στα περιστέρια…
μόλις τελείωνε..
σηκωνόταν…
χαιρετούσε τα περιστέρια…
και με αργά βήματα ξεκινούσε να φεύγει…
από την τηλεόραση…
κάποιοι ούρλιαζαν για την αναπτυγμένη οικονομία…
κάποιοι για σκάνδαλα…
κάποιοι πουλούσαν πατριδοκαπηλία…
κάποιοι ειρωνεία…
κάποιοι υποσχόταν καλύτερο μέλλον…
πέρασε κάτω από ένα δημόσιο κτήριο…
μια ξεσκισμένη σημαία από τον αέρα…
έχασκε από πάνω του…
άμα ρωτούσες…
κανείς δεν ήξερε που πήγαινε…
κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν…
ίσως μόνο τα περιστέρια…
τα μόνα που τον περίμεναν…
τα μόνα που τον καταλάβαιναν…
μιας και όλοι…
ήταν πολύ βιαστικοί…
να ρίξουν ένα βλέμμα επάνω του…
Υ.Γ. ο άνθρωπος της ιστορίας είναι υπαρκτό πρόσωπο… αν δεν τον έχετε δει σε κάποια διασταύρωση ή παγκάκι στη Λάρισα είναι μάλλον επειδή ΔΕΝ θέλατε να τον δείτε…
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.