Τα πρώιμα αποτελέσματα μιας κλινικής δοκιμής δείχνουν ότι συνδυασμός κοινών φαρμάκων μπορεί να επιδιορθώσει μερικώς βλάβες στο νευρικό σύστημα που οδηγούν σε αναπηρία στη σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ). Αν και το αποτέλεσμα ήταν πολύ μικρό για να γίνει αντιληπτό από τους ασθενείς μέσα σε έξι μήνες, οι εξετάσεις κατέγραψαν βελτίωση στη λειτουργία των νεύρων, ενισχύοντας τις ελπίδες ότι η φθορά της μυελίνης– του προστατευτικού περιβλήματος των νευρικών ινών- ίσως είναι αναστρέψιμη με τη φαρμακευτική αγωγή.
«Νιώθω ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι της ανακάλυψης μιας νέας κατηγορίας θεραπειών για την ΣΚΠ και αυτό μας ενθουσιάζει», δήλωσε ο νευρολόγος Νικ Κάνιφ από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και επικεφαλής της κλινικής δοκιμής CCMR Two.
Παγκοσμίως, σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με ΣΚΠ, εκ των οποίων πάνω από 150.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι περισσότεροι διαγιγνώσκονται στα 30 ή 40 τους χρόνια, καθώς πρόκειται για την πιο συχνή νευρολογική πάθηση στους νεαρούς ενήλικες. Η ασθένεια προκαλείται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στη μυελίνη- το προστατευτικό λιπαρό περίβλημα γύρω από τα νεύρα του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Η απώλειά της επιβραδύνει ή και εμποδίζει τη μετάδοση ηλεκτρικών σημάτων. Τα πρώτα συμπτώματα περιλαμβάνουν μούδιασμα, απώλεια ισορροπίας και προβλήματα όρασης, όμως, επειδή παρόμοια συμπτώματα εμφανίζονται και σε άλλες ασθένειες, η διάγνωση συχνά καθυστερεί.
Οι περισσότεροι ασθενείς ξεκινούν με υποτροπιάζουσα μορφή, όπου τα συμπτώματα εμφανίζονται και υποχωρούν καθώς το περίβλημα των νεύρων καταστρέφεται και αποκαθίσταται μερικώς. Άλλοι αναπτύσσουν προϊούσα ΣΚΠ, όπου η αποκατάσταση της μυελίνης παύει να είναι εφικτή και τα νευρικά κύτταρα πεθαίνουν σταδιακά, προκαλώντας μόνιμη αναπηρία.
Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ένα αντιισταμινικό, η κλεμαστίνη, μπορεί να ενισχύσει τη διαδικασία απομυελίνωσης- την αποκατάσταση, δηλαδή, της μυελίνης. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά του παραμένει περιορισμένη. Μια προηγούμενη μελέτη του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, είχε δείξει μικρή βελτίωση στη λειτουργία των νεύρων.
Η κλινική δοκιμή CCMR Two, που χρηματοδοτήθηκε από την MS Society, βασίστηκε σε έρευνες που έδειξαν ότι ένα φάρμακο για τον διαβήτη, η μετφορμίνη, μπορεί να ενισχύσει τη δράση της κλεμαστίνης. Στη μελέτη συμμετείχαν 70 άτομα με υποτροπιάζουσα ΣΚΠ. Οι μισοί έλαβαν τον συνδυασμό κλεμαστίνης-μετφορμίνης, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν εικονικό φάρμακο για έξι μήνες. Η αποτελεσματικότητα αξιολογήθηκε μετρώντας την ταχύτητα με την οποία τα ηλεκτρικά σήματα ταξίδευαν από τα μάτια στον εγκέφαλο- διαδικασία επιβραδυμένη λόγω της βλάβης στη μυελίνη. Ωστόσο, ενώ τα φάρμακα φάνηκαν να ενισχύουν τη λειτουργία των νεύρων, δεν παρατηρήθηκε βελτίωση στην όραση ή την αναπηρία των ασθενών. Τα ηλεκτρικά σήματα ταξίδευαν πιο γρήγορα στους συμμετέχοντες που έλαβαν τον συνδυασμό φαρμάκων σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, αλλά μόνο κατά 1,3 χιλιοστά του δευτερολέπτου.
«Είναι μικρότερο από αυτό που ελπίζαμε», παραδέχτηκε ο Κάνιφ σε παρουσίαση των αποτελεσμάτων στο συνέδριο ECTRIMS στη Βαρκελώνη. «Η δική μου εκτίμηση είναι ότι τα φάρμακα έχουν βιολογική δράση που προάγει την αναμυελίνωση, αλλά πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι οι ασθενείς δεν αισθάνονται καλύτερα μέσα σε έξι μήνες» πρόσθεσε.
Η Έμμα Γκρέι, διευθύντρια έρευνας της MS Society, χαρακτήρισε τα αποτελέσματα «ιδιαίτερα θετικά ως απόδειξη αρχής», τονίζοντας ότι η κλινική βελτίωση αναμένεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο.
Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι οι ασθενείς δεν θα πρέπει να αναζητήσουν μόνοι τους τα φάρμακα καθώς αξιολογούνται ακόμη. Στη δοκιμή, η κλεμαστίνη προκάλεσε κόπωση σε αρκετούς συμμετέχοντες, ενώ η μετφορμίνη διάρροια. Επίσης, τα φάρμακα που αναγεννούν τη μυελίνη δεν μπορούν να επαναφέρουν νεύρα που έχουν ήδη νεκρωθεί.
Ο καθηγητής νευρολογίας Τζόνα Τσαν από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Σαν Φρανσίσκο, τόνισε τη σημασία της συνέχισης της έρευνας.
«Είμαι πιο πεπεισμένος από ποτέ ότι η αναμυελίνωση είναι το κλειδί για την πρόληψη της μόνιμης αναπηρίας στη ΣΚΠ. Είναι επίσης η μόνη άμεση ελπίδα για αποκατάσταση των λειτουργιών, αν και πρέπει να είμαι ρεαλιστές σχετικά με αυτό που είναι εφικτό. Πρέπει να αξιοποιήσουμε όσα μάθαμε την τελευταία δεκαετία και να δοκιμάσουμε πειραματικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα μόρια, για να δούμε αν είναι όντως αποτελεσματικά στους ανθρώπους» κατέληξε ο ερευνητής.
Πηγή: theguardian.com
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.