Πληθαίνουν τα αιτήματα εκταφής που καταθέτουν γονείς και συγγενείς ζητώντας τη διερεύνηση των αιτιών θανάτου των ανθρώπων τους που χάθηκαν στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών καθώς και την ταυτοποίηση των σορών τους μέσω DNA.
Το αίτημα της εκταφής έχει βρει πρόσωπο στον Πάνο Ρούτσι, ο οποίος συνεχίζει την απεργία πείνας στην πλατεία Συντάγματος λέγοντας ότι ζητάει το αυτονόητο: «Να μάθουμε τι έγινε με τα παιδιά μας».
Αιτήματα στην πρόεδρο Εφετών του Εφετείου Λάρισας έχουν καταθέσει ο Παύλος Ασλανίδης, η Μαρία Καρυστιανού και ο Χρήστος Κωνσταντινίδης. Η κ. Καρυστιανού αναφέρεται επίσης στον σκοπό του εντοπισμού «των χημικών που προκάλεσαν τη φονική πυρόσφαιρα».
Ο τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών, Κώστας Λακαφώσης, ανέφερε στην «Κ» πως στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν θα πάρουμε μια σαφή και οριστική απάντηση από την εκταφή. Ωστόσο, «μια πλήρης ανάκριση θα πρέπει να προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα».
Μπορούν όμως τα αιτήματα των γονιών να απαντηθούν με την εκταφή σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά την τραγωδία; Ερωτηθείς για το θέμα, ο τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών, Κώστας Λακαφώσης, ανέφερε στην «Κ» πως στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν θα πάρουμε μια σαφή και οριστική απάντηση από την εκταφή. «Θεωρώ όμως πως μια πλήρης ανάκριση θα πρέπει να προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα. Πραγματικά δεν ξέρω αν είναι τεχνικά δυνατόν, αλλά να το κάνουμε και ας αποτύχει, αν όντως δεν μπορούν να βρεθούν στοιχεία μετά από δυόμισι χρόνια».
Στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε στο ερώτημα συνομιλήσαμε με μια σειρά ιατροδικαστών και τοξικολόγων. Χαρακτηριστικό ήταν πως σχεδόν κανείς από τους επιστήμονες που προσεγγίσαμε δεν ήθελε να τοποθετηθεί επώνυμα επί του θέματος. Σίγουρα η ταυτοποίηση, η οποία είναι μια διαδικασία που έχει ήδη γίνει από την ομάδα ιατροδικαστών πριν από την παράδοση των νεκρών στους συγγενείς τους, μπορεί να επαναληφθεί και τώρα, καθώς είναι ακόμα δυνατός ο εντοπισμός γενετικού υλικού στους ιστούς των σορών μετά την εκταφή.
Είναι ακόμα δυνατός ο εντοπισμός γενετικού υλικού στους ιστούς των σορών μετά την εκταφή.
Αυτό όμως το οποίο οι περισσότεροι επιστήμονες που μιλήσαμε προκρίνουν ως αδύνατον να απαντηθεί από τις εξετάσεις και τις αναλύσεις που μπορεί να γίνουν τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι αν το θύμα σκοτώθηκε κατά τη σύγκρουση ή αν κάηκε ζωντανό από την πυρκαγιά που προκλήθηκε. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φανεί μόνο με εργαστηριακές εξετάσεις που θα γίνονταν στην αρχή, με τον εντοπισμό των σορών. Αυτό που μπορεί να μελετηθεί στην παρούσα φάση, και πάλι ανάλογα με τον τρόπο ταφής και την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα νεκρά σώματα, είναι οι κακώσεις, οι οποίες ωστόσο πρέπει να είχαν μελετηθεί κατά την αρχική νεκροτομή-νεκροψία στις περιπτώσεις των σορών που ήταν δυνατόν. Εμπειρος ιατροδικαστής υποστηρίζει πως σε αυτή τη φάση μπορούν να γίνουν και τοξικολογικές εξετάσεις οι οποίες δύνανται να μας δώσουν συμπληρωματικά στοιχεία για ουσίες που υπήρχαν στον οργανισμό όσο τα θύματα ήταν ζωντανά.
Mπορούν να γίνουν και τοξικολογικές εξετάσεις οι οποίες δύνανται να μας δώσουν συμπληρωματικά στοιχεία για ουσίες που υπήρχαν στον οργανισμό όσο τα θύματα ήταν ζωντανά.
«Το καλύτερο είναι να γίνονται όλες οι εξετάσεις στις δυο – τρεις ημέρες από τον θάνατο του ατόμου. Ο κανόνας είναι πως όσο μεγαλύτερο διάστημα μεσολαβήσει, τόσο πιο δύσκολο είναι να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα», σημείωσε με τη σειρά του ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσαύτης.
Ακόμα πιο περίπλοκο είναι το ερώτημα αν μπορούν να εντοπιστούν ίχνη οργανικών διαλυτών, όπως ξυλόλιο ή τολουόλιο, στους ιστούς δυόμισι χρόνια μετά την ταφή. Σύμφωνα με τους επιστήμονες στους οποίους απευθυνθήκαμε, δεν υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για παρόμοιες περιπτώσεις. Οι διαλύτες είναι λιπόφιλες ουσίες και μπορούν εύκολα να ανακατανεμηθούν στο δέρμα και στους υπόλοιπους ιστούς και να παραμείνουν στη σορό και κυρίως στον λιπώδη ιστό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, αν η δειγματοληψία γινόταν απευθείας μετά τον εντοπισμό των σορών –και μάλιστα σε ειδικές συνθήκες με αεροστεγή δοχεία– είναι πιθανόν να ήταν ανιχνεύσιμες αυτές οι ουσίες εφόσον υπήρχαν, αν και μάλλον σε μικρότερες συγκεντρώσεις λόγω της φωτιάς και του υψηλού θερμικού φορτίου που είχε αναπτυχθεί.
Μετά την πάροδο του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κρίνεται θεωρητικά απίθανο, αλλά όχι αδύνατον, να εντοπισθούν συγκεντρώσεις διαλυτών σε υπολείμματα ιστών, οστά ή οδοντοστοιχία.
Μετά την πάροδο του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κρίνεται, σύμφωνα με τους επιστήμονες θεωρητικά απίθανο, αλλά όχι αδύνατον, να εντοπισθούν συγκεντρώσεις διαλυτών σε υπολείμματα ιστών, οστά ή οδοντοστοιχία. Απλώς, αν υπάρχουν, θα ανιχνευθούν σε τόσο μικρές συγκεντρώσεις που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος εξοπλισμός προηγμένης τεχνολογίας για να μπορέσει να τις εντοπίσει. Ολα αυτά εξαρτώνται και από τον τρόπο ταφής. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το να μην εντοπιστεί κάποιο ίχνος διαλύτη δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε σε πρότερο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη για όλους τους παραπάνω σκοπούς η εξέταση δειγμάτων αίματος και ιστών των νεκρών που είχαν συλλεχθεί εξαρχής, ωστόσο τα δείγματα αυτά έχουν καταστραφεί.
Ολοι οι επιστήμονες με τους οποίους συνομιλήσαμε συμπεραίνουν πως σε επίπεδο ιατροδικαστικής διαχείρισης το δυστύχημα των Τεμπών αντιμετωπίστηκε κατά βάση ως τροχαίο δυστύχημα και όχι ως μαζική καταστροφή, κατηγορία στην οποία εντάσσεται. Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι σε τοξικολογικές εξετάσεις, και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένες ουσίες, υπεβλήθησαν μόνο οι σοροί των εργαζόμενων του ΟΣΕ.
Σε τοξικολογικές εξετάσεις, και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένες ουσίες, υπεβλήθησαν μόνο οι σοροί των εργαζόμενων του ΟΣΕ.
Ενδεικτικό του πρωτοκόλλου που πρέπει να ακολουθείται στις μαζικές καταστροφές είναι το παρακάτω απόσπασμα επιστημονικού άρθρου του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, στο οποίο αναφέρεται πως, όταν έχει ξεσπάσει πυρκαγιά στον τόπο του ατυχήματος ή έχει συμβεί έκρηξη, ο τοξικολογικός έλεγχος όλων των ατόμων −περιλαμβανομένων και των επιβατών− έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ήταν εν ζωή όταν άρχισε η πυρκαγιά:
«Η ανεύρεση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης καταδεικνύει ότι τα άτομα εισέπνευσαν μονοξείδιο του άνθρακα. Παράλληλα, είναι δυνατόν να αναζητηθούν και να βρεθούν άλλες ουσίες-παράγωγα καύσης υλικών που ευρίσκονταν στο μέσο μεταφοράς (πλαστικών κ.ά.). Τα ευρήματα από την τοξικολογική εξέταση σε συνδυασμό με ευρήματα από τη νεκροτομή, όπως αιθάλη εντός της τραχείας και στοιχεία φλεγμονής στις αναπνευστικές οδούς, θα οδηγήσουν σε σχετικά ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά στην έναρξη της πυρκαγιάς, ενώ τα θύματα ήταν ζωντανά ή νεκρά».
Οπως υπογραμμίζεται στο άρθρο, η ιατροδικαστική διερεύνηση έχει ως στόχο τόσο να διαπιστώσει την αιτία του θανάτου των θυμάτων όσο όμως και να συλλέξει στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες πρόκλησης της μαζικής καταστροφής. Σε άλλες περιπτώσεις μαζικής καταστροφής στην Ελλάδα, όπως η πυρκαγιά στο Μάτι ή το αεροπορικό δυστύχημα της Helios Airways, διενεργήθηκαν τοξικολογικές εξετάσεις σε όλα τα θύματα.
Πηγή: kathimerini.gr
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.