Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι το ταλέντο δεν ακολουθείται από τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη. Ο Μπιλ Μάρεϊ, ένας από τους σημαντικότερους κωμικούς του αμερικάνικου κινηματογράφου, ένα ποπ είδωλο, που αποτελεί σημείο αναφοράς στην κωμωδία εδώ και μισό αιώνα και με ευκολία μπαινοβγαίνει από τα μεγάλα στούντιο στις ανεξάρτητες παραγωγές, έχει ταυτόχρονα απασχολήσει την κοινή γνώμη με την ανεξέλεγκτη και μάλλον προβληματική συμπεριφορά του και ιδίως προς τις γυναίκες. Οι καταγγελίες πέφτουν πλέον σωρηδόν, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ανεξακρίβωτες ή φλερτάρουν με την υπερβολή, αλλά μάλλον εδώ ισχύει το «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά».
Ο Μπιλ Μάρεϊ, που με το πέρασμα των χρόνων έχει δημιουργήσει μία δική του ακαταμάχητη κινηματογραφική περσόνα, περνώντας το μήνυμα ότι όπως είναι στα πλατό έτσι και στη ζωή του. Στηρίχθηκε εν πολλοίς στην ανέκφραστη ερμηνευτική του δεινότητα, την αφασία που αντιμετωπίζει τις πιο κωμικές ή δραματικές καταστάσεις, στη μόνιμα βαριεστημένη ευφυΐα του, τις καλοζυγισμένες εκρήξεις του, την περιφρόνηση των μοντέλων κωμωδίας.
Αν και ξεκίνησε κι έγινε άμεσα διάσημος από τα τηλεοπτικά στούντιο, παρουσιάζοντας το δημοφιλές σόου Saturday Night Live, για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1980, θα πρωτοστατήσει, μαζί με τους Τζον Μπελούσι, Νταν Ακρόιντ, Τσέβι Τσέις, Τζον Κάντι, Χάρολντ Ράμις, σε μια νέα συνθήκη για την αμερικάνικη κωμωδία, που ξέφευγε από τις συνταγές, το φτηνό γέλιο, τα κλισέ. Θα παραμείνει προσηλωμένος στην ιδιότυπη ξεχωριστή υποκριτική του, εν αντιθέσει με τους καταξιωμένους συναδέλφους του, που άλλοι έφυγαν νωρίς (Μπελούσι, Κάντι) και άλλοι συμβιβάστηκαν με τα χολιγουντιανά στούντιο (Ακρόιντ, Τσέις).
Συμπληρώνοντας σήμερα τα 75 του χρόνια, ο Μπιλ Μάρεϊ παραμένει περιζήτητος από τους σκηνοθέτες, προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες εναντίον του, για κακοποιητική συμπεριφορά, έχει συμβιβαστεί με την κατάθλιψη και μάλλον έχει ξεκόψει από τα πολλά ναρκωτικά και το ποτό. Συνεχίζει να μην έχει ατζέντη και να είναι ένας καβγατζής, ενώ βρίσκει τον καλό εαυτό του με τους απλούς ανθρώπους, μακριά από το Χόλιγουντ και το σινάφι του, που δεν έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Η απεξάρτηση της ηθοποιίας
Ο Μπιλ Μάρεϊ γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1950, στα περίχωρα του Σικάγου. Παιδί πολυμελούς μικροαστικής καθολικής οικογένειας, είχε προβλήματα με το σχολείο, εγκατέλειψε γρήγορα τις σπουδές του, έμπλεξε με τα ναρκωτικά και μάλιστα είχε συλληφθεί για διακίνηση 4,5 κιλών στο αεροδρόμιο Ο’Χέαρ. Από τον άστατο χαρακτήρα του και το πρόβλημα με τα ναρκωτικά θα τον βγάλει ο μεγάλος αδελφός του που θα τον ωθήσει προς την ηθοποιία.
Η γνωριμία με τον Μπελούσι και τα σόου
Ξεκίνησε την καριέρα του, αυτοσχεδιάζοντας σε έναν κωμικό θίασο, ενώ το 1974 θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, όπου θα γνωρίσει τον Τζον Μπελούσι και θα έχουν την πρώτη τους συνεργασία στην ραδιοφωνική εκπομπή The National Lampoon Radio Hour. Θα είναι από τους βασικούς παρουσιαστές της δημοφιλέστατης εκπομπής Saturday Night Live του ABC, ενώ θα συμμετάσχει και σε άλλα πετυχημένα τηλεοπτικά σόου.
Μεζεδάκια
Το 1979 θα κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, με την κωμωδία «Μεζεδάκια», ενώ το 1980 θα παίξει στην ξέφρενη κωμωδία του Ιβάν Ράιτμαν «Το Κλαμπ με τις Λωλές», που θα δώσει ένα σαφές δείγμα για τη νέα αμερικάνικη κωμωδία. Ο Μάρεϊ θα έχει δίπλα του και τον Μπελούσι, ενώ το 1981 θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τους Ράμις και Κάντι στην πετυχημένη στρατιωτική κωμωδία «Δυο Τρελοί Τρελοί Κομάντος» – και πάλι του Ράιτμαν, με τον Ουόρεν Όουτς να είναι ο λοχίας που τους κάνει τη ζωή κόλαση.
Κυνηγός Φαντασμάτων
Το 1984 θα έρθει και η πρώτη τεράστια επιτυχία του, στην πασίγνωστη κωμωδία φαντασίας «Γκοστμπάστερς», πρωταγωνιστώντας ως κυνηγός φαντασμάτων μαζί με τους Νταν Ακρόιντ, Ράμις και την Σιγκούρνι Γουίβερ να είναι το κορίτσι που διεκδικεί από τον «δαιμονισμένο» Ρικ Μοράνις. Το φιλμ, που έσπασε τα ταμεία θα έχει ακόμη μία συνέχεια και την τελευταία δεκαετία θα κάνει επανεκκίνηση με ακόμη τρεις ταινίες, στις οποίες θα είναι γκεστ σταρ.
Η συνεργασία με τον Γουές Άντερσον
Ο Μάρεϊ, πλέον, έχει όλους τους παραγωγούς στα πόδια του, θα παίξει σε πλήθος ταινιών, πολλές απ’ τις οποίες θα περάσουν απαρατήρητες, ενώ θα συνεργαστεί με το «τρομερό παιδί» του ανεξάρτητου σινεμά, Γουές Άντερσον σε δέκα ταινίες, μεταξύ των οποίων είναι και οι «Rushmore», «The Royal Tenenbaums», «The Grand Budapest Hotel».
Το πάρτι και οι περίφημοι καβγάδες
Ωστόσο, θα καταγράψει και μεγάλες επιτυχίες, με εκπληκτικές ερμηνείες, που θα ανανεώσουν τη φήμη του και θα τον καταστήσουν ως ένα μοναδικό φαινόμενο στο αμερικάνικο σινεμά. Οι πιο χαρακτηριστικές απ’ αυτές είναι η χριστουγεννιάτικη δραματική κωμωδία «Πάρτι Φαντασμάτων» (1984), βασισμένη πάνω στην ιστορία του Σκρουτζ, η κωμωδία «Επιτέλους τι θα Γίνει με τον Μπομπ;», του Φρανκ Όζ, έχοντας συμπρωταγωνιστή τον άλλο σπουδαίο ηθοποιό της γενιάς του, τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους, με τον οποίο θα πλακωθούν στα γυρίσματα. Όμως, δεν ήταν ο μοναδικός τσακωμός με συναδέλφους του, καθώς ο Μάρεϊ θα έχει στο ενεργητικό του φημισμένους καβγάδες με τους Νικ Νόλτε, Ρομπ Σνάιντερ, Τζίνα Ντέιβις, Σον Γιανγκ, Λούσι Λιου, Αντζέλικα Χιούστον και πολλούς άλλους. Ακόμη και με τον αδελφικό του φίλο Χάρολντ Ράμις, στα γυρίσματα της τεράστιας επιτυχίας «Η Μέρα της Μαρμότας», ένα φιλμ, που σημάδεψε την καριέρα του. Το 2003 θα πρωταγωνιστήσει στο ενδιαφέρον φιλμ της Σοφίας Κόπολα «Χαμένοι στη Μετάφραση», με το οποίο θα βρεθεί για πρώτη και τελευταία φορά στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Το 2005 θα πρωταγωνιστήσει στο «Τσακισμένα Λουλούδια», του κορυφαίου ανεξάρτητου σκηνοθέτη Τζιμ Τζάρμους, παραδίδοντας μία αξιοθαύμαστη χιουμοριστικά μελαγχολική ερμηνεία.
Οδυνηρό διαζύγιο
Ο δεύτερος γάμος του Μάρεϊ, με την Τζένιφερ Μπάτλερ (είχε προηγηθεί εκείνος με την Μάργκαρετ Κέλι, που κράτησε 15 χρόνια) θα κρατήσει περίπου δέκα χρόνια και θα τερματιστεί οδυνηρά για τον ηθοποιό, καθώς η σύζυγός του υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, κατηγορώντας τον για ενδοοικογενειακή βία, απιστία, εθισμό στο σεξ, τη μαριχουάνα και το αλκοόλ.
Ο ασκός του Αιόλου
Οι κατηγορίες αυτές, άνοιξαν και τον ασκό του Αιόλου για τον Μάρεϊ, καθώς άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση από αρκετές συναδέλφους του. Από τις πιο γνωστές είναι αυτές της Τζίνα Ντέιβις, που την κυνηγούσε να της κάνει «μασάζ», της Λιούσι Λιου, που τη «στρίμωξε» στα παρασκήνια των γυρισμάτων της κωμικής περιπέτειας «Άγγελοι του Τσάρλι», ενώ άγνωστη παραμένει η ηθοποιός που τον κατήγγειλε για σεξουαλική επίθεση και συμφώνησε να αποζημιωθεί με 100.000 δολάρια για να λήξει η υπόθεση. Όμως, όλες αυτές οι ιστορίες, άνοιξαν και το στόμα, πολλών άλλων, τεχνικών, παραγωγών και σκηνοθετών, που υποστήριξαν ότι όλα αυτά ήταν αναμενόμενα για τον Μάρεϊ και πως περίμεναν να γνωστοποιηθούν πολύ νωρίτερα.
Φουρτουνιασμένη ιδιοσυγκρασία
Ο Μπιλ Μάρεϊ, 75άρης πια, θέλει να αφήσει πίσω του όλες αυτές τις ιστορίες και με την ωριμότητα (μάλλον άγνωστη λέξη για τον ίδιο) των χρόνων του, να ασχοληθεί λίγο περισσότερο με τους οχτώ γιους του (!) και με τα επόμενα κινηματογραφικά του σχέδια. Έτσι κι αλλιώς, για κάποιους αμετανόητους θαυμαστές του, θα παραμείνει ο κορυφαίος κωμικός, για κάποιους άλλους ένας πράγματι ταλαντούχος ηθοποιός, που έχασε πολλές φορές τον δρόμο του και απαξίωσε ο ίδιος την ερμηνευτική του ιδιαιτερότητα και για αρκετές γυναίκες ένας τοξικός άνδρας, που με την εκφραστική του γοητεία μπόρεσε να κρύψει τη φουρτουνιασμένη του ιδιοσυγκρασία, το «σκοτεινό» του πρόσωπο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.