28 χρόνια από την μέρα του τραγικού τροχαίου στην Λάρισα, που στέρησε την ζωή σε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της εποχής του, τον Γιώργο Μητσιμπόνα, είναι πολλά, αλλά παράλληλα είναι και λίγα για να λησμονήσει τον μεγάλο και αδικοχαμένο άσο, η κοινωνία της Θεσσαλικής πόλης, ο κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι της χώρας γενικώς.
Στις 13/9/1997 έφυγε από την ζωή σε τροχαίο, ο Γιώργος Μητσιμπόνας, ένας σπουδαίος κεντρικός αμυντικός και υπέροχος άνθρωπος, που πέρασε μετά το ξεκίνημα του στην ΑΕΛ, από τον ΠΑΟΚ και τον Ολυμπιακό πριν επιστρέψει και πάλι στην ομάδα του κάμπου.
Ηγετική φυσιογνωμία, σύνδεσε το όνομά του με τη μεγάλη ομάδα της ΑΕΛ τη δεκαετία του ’80 και αγαπήθηκε όσο λίγοι, όχι μόνο στον θεσσαλικό κάμπο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Είχε γεννηθεί στις 11 Νοεμβρίου 1962 στην Τσαριτσάνη Λάρισας και «έφυγε» από την ζωή με τον τραγικό και ξαφνικό θάνατό του σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1997 λίγο πριν τις 2 το μεσημέρι και ενώ κατευθυνόταν μαζί με τον φίλο του δημοσιογράφο Νίκο Μίχο προς την Κοζάνη όπου ο Τύρναβος θα έδινε φιλικό προετοιμασίας με την τοπική ομάδα, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Γιώργος Μητσιμπόνας συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με ημιφορτηγό στο ύψος της Γιάννουλης. Ο Μητσιμπόνας τραυματίστηκε σοβαρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο της Λάρισας όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα σε βαρύ κλίμα στο Νέο Κοιμητήριο Λάρισας παρουσία πλήθους κόσμου.
O Γιώργος Μητσιμπόνας ήταν διεθνής Έλληνας ποδοσφαιριστής ο οποίος γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1962 στην Τσαριτσάνη Ελασσόνας και σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1997. Ο Μητσιμπόνας ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα από την ομάδα της γενέτειράς του, τον Οικονόμο Τσαριτσάνης όπου αγωνιζόταν στη θεση του σέντερ φορ και το 1981 μεταγράφηκε στην ΑΕΛ όντας επιλογή του τότε προπονητή της ομάδας Αντώνη Γεωργιάδη. Κατά την πρώτη του χρονιά στους «βυσσινί» πέτυχε 3 τέρματα σε 15 αγώνες. Την επόμενη σεζόν ο Γιάτσεκ Γκμοχ τον καθιέρωσε στη θέση του κεντρικού αμυντικού. Οι καλές εμφανίσεις του είχαν ως φυσικό επακόλουθο την κλήση του το 1984 στην Εθνική Ελλάδος.
Όντας επί σειρά ετών αναντικατάστατο στέλεχος αλλά και αρχηγός της ΑΕΛ συνέβαλε τα μέγιστα στις μεγάλες επιτυχίες του συλλόγου τη δεκαετία του 1980 ήτοι φιναλίστ Κυπέλλου τις σεζόν 1981/82 και 1983/84, δεύτερη θέση τη σεζόν 1982/83 και φυσικά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος του 1985 με θρίαμβο επί του τότε πρωταθλητή ΠΑΟΚ με 4-1 (την ίδια χρονιά η ΑΕΛ έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων) αλλά και την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Ελλάδος του 1988 που αποτελεί τη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του καθώς το πρωτάθλημα εξασφαλίστηκε με δικό του τέρμα (εκείνη τη σεζόν σκόραρε άλλες 7 φορές) στην εντός έδρας αναμέτρηση με τον Ηρακλή την Πρωτομαγιά του 1988 στο πλαίσιο της 29ης αγωνιστικής.
Το καλοκαίρι του 1989 αποχωρεί από την Λάρισα και υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με τον ΠΑΟΚ. Στον «δικέφαλο του Βορρά» θα αγωνιστεί για τρία χρόνια μετρώντας 95 συμμετοχές και 3 γκολ. Έλαβε μάλιστα μέλος και στους διπλούς τελικούς του Κυπέλλου Ελλάδος του 1992 κόντρα στον Ολυμπιακό που βρήκαν νικητές και τροπαιούχους τους «ερυθρόλευκους» (1-1 το πρώτο ματς στην Τούμπα και 2-0 για τον Ολυμπιακό στη ρεβάνς). Το καλοκαίρι του 1992 αποχωρεί από τον ΠΑΟΚ και μεταπηδά στον Ολυμπιακό. Στην ομάδα του Πειραιά θα παραμείνει για δύο χρόνια μετρώντας 51 συμμετοχές και 9 τέρματα σε αγώνες πρωταθλήματος. Πανηγύρισε την κατάκτηση του Σούπερ Καπ του 1992 ενώ συμμετείχε και στον χαμένο τελικό του 1993 κόντρα στον ΠΑΟ που βρήκε νικητές τους «πράσινους» με 1-0. Το καλοκαίρι του 1994 θα επιστρέψει στην ομάδα με την οποία καθιερώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Κατά τη δεύτερη θητεία του στην ΑΕΛ θα αγωνιστεί σε 56 αγώνες και θα σκοράρει 7 φορές, δεν θα μπορέσει όμως μαζί με τους συμπαίκτες του να αποτρέψουν τον υποβιβασμό του συλλόγου στη Β’ Εθνική το 1996. Μετά τον υποβιβασμό της ΑΕΛ θα αποχωρήσει οριστικά από τον σύλλογο. Σε 10 συνολικά σεζόν στους «βυσσινί» θα μετρήσει 267 συμμετοχές και 34 τέρματα. Επόμενος και τελευταίος σταθμός της καριέρας του ήταν ο Τύρναβος και η Γ’ Εθνική όπου είχε προπονητή τον πρώην συμπαίκτη του στη Λάρισα, Νίκο Αργυρουλη. Τη σεζόν 1996/97 είχε 29 συμμετοχές και 8 γκολ βοηθώντας τη θεσσαλική ομάδα να φτάσει στην 4η θέση του Βορείου Ομίλου της Γ’ Εθνικής. Στην εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιανουαρίου 1984 στην εντός έδρας ήττα με 1-3 από την Ανατολική Γερμανία ενώ η τελευταία του συμμετοχή ήταν στην αναμέτρηση με την Κύπρο το1992. Αγωνίστηκε 26 φορές με το εθνόσημο σκοράροντας μια φορά. Το 1983-1984 έπαιξε στην ολυμπιακή ομάδα (4 αγώνες – 1 γκολ)».
Ο επί σειρά ετών συμπαίκτης του και στην ΑΕΛ και στον ΠΑΟΚ, Γιάννης Αλεξούλης, φίλος του σε όλα αυτά τα χρόνια κοινής αλλά και σε διαφορετικούς συλλόγους διαδρομής, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ανασύροντας από τη μνήμη του στιγμές και λεπτομέρειες: «Ταξίδευαν με το δημοσιογράφο Νίκο Μίχο για να πάνε στην προπόνηση του Τυρνάβου και σε μια στροφή έξω από την Γιάννουλη, 4,5 χιλιόμετρα από την Λάρισα συνέβη το τραγικό δυστύχημα στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή ο Γιώργος. Ημουν δυο χρόνια μικρότερος του. Εκείνος 35 κι εγώ 33. Είχαμε πάει μαζί στον ΠΑΟΚ του Θωμά Βουλινού τότε. Εγώ μετά τον ΠΑΟΚ συνέχισα στον Ιάλυσο Ρόδου αλλά όταν συνέβη το μοιραίο ήμουν Λάρισα. Η Λάρισα ήταν και τότε μια μεγάλη πόλη αλλά μια μικρή κοινωνία. Σε είκοσι λεπτά είχαμε μάθει όλοι το τραγικό συμβάν. Το νέο μεταδόθηκε σαν αστραπή. Πήγαμε στο νοσοκομείο να μάθουμε λεπτομέρειες και δυστυχώς μάθαμε πως ο Γιώργος Μητσιμπόνας, ο φίλος μας, ο συμπαίκτης μας, ο οικογένειάρχης και πατέρας δεν ήταν στην ζωή. Ηταν αδύνατο να το εμπεδώσουμε σαν πραγματικότητα. Δεν το συνηθίσαμε ποτέ» λέει με ζωντανή ανάμνηση ο Γιάννης Αλεξούλης, άνθρωπος του ποδοσφαίρου με ορθή σκέψη για την κοινωνία του ποδοσφαίρου αλλά και για την καθημερινότητα της ζωής, μέρος της οποίας είναι και το ποδόσφαιρο.
Η «εικόνα» του Αλεξούλη για τον αείμνηστο Μητσιμπόνα είναι λεπτομερής, περιεκτική και ακριβοδίκαιη. Λέει: «Σαν ποδοσφαιριστής ο Γιώργος ήταν ένα πολύ δυνατό παιδί, που παρά την αγωνιστική του δύναμη στο γήπεδο, ήταν και εξαιρετικά τεχνίτης. Ηταν γρήγορος και είχε έντονη προσωπικότητα. Για τους λόγους αυτούς ήταν περιζήτητος από μεγάλες ομάδες και επέμενε να τον αποκτήσει ο Θωμάς Βουλινός για τον ΠΑΟΚ. Είχε έναν καλώς εννοούμενο εγωϊσμό και δεν ήθελε αν χάνει ούτε στην προπόνηση. Μερικές φορές αυτό δεν οδηγούσε σε αρεστά από όλους αποτελέσματα, εννοώντας τους αντιπάλους του στο γήπεδο. Ηταν από τα άτομα που έμπαιναν στην «φωτιά» και σήμερα τον συγκρίνω συχνά με τον Ισπανό Σέρχιο Ράμος που για την ομάδα του θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον κάθε αντίπαλο και θα συγκέντρωνε αρνητικά σχόλια μερικές φορές. Ομως αυτή η εικόνα που έδινε ήταν ολότελα πλαστή και αντίστροφη από την πραγματική εσωτερική του εικόνα. Ηταν πολύ φιλικός, πολύ ευχάριστος, πολύ καλός στην παρέα και στην οικογένεια του, με αίσθηση χιούμορ και ότι τον έκανε αξιαγάπητο μεταξύ των φίλων και συμπαικτών του. Μπορεί να ήταν απόμακρος στους αντιπάλους του αλλά με όλους τους συμπαίκτες του ήταν ένας άψογος συνάδελφος και επαγγελματίας. Μας έλειψε όλα τα χρόνια και εξακολουθεί να μας λείπει, πολύ περισσότερο όμως στην οικογένεια του».
Και μια τραγική ειρωνεία. Λίγους μήνες πριν το τραγικό δυστύχημα, όταν ο Γιώργος Μητσιμπόνας είχε φύγει από τον Ολυμπιακό, είχε δηλώσει «δεν στενοχωριέμαι που φεύγω από τον Ολυμπιακό, στενοχωριέμαι για τον θάνατο του Σένα» . Ο κορυφαίος πιλότος , είχε χάσει την ζωή του την 1η Μαΐου 1994 όταν συνέβη το θανατηφόρο δυστύχημα και ο Μητσιμπόνας τον μνημόνευσε σε μια άκαιρη συγκυρία, εκτιμώντας το ταλέντο και το ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του Βραζιλιάνου οδηγού της F1.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.