Του Κωνσταντίνου Κοντοκώστα
Με την παραγγελία της προς την Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας τον Φεβρουάριο του 2024 σχετικά με τη διερεύνηση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, η τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κα Γεωργία Αδειλίνη, έβαλε τον πήχη ψηλά.
Η εισαγγελική παραγγελία ανέφερε μεταξύ άλλων πως πρέπει να «ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους».
Δύο χρόνια και έξι μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα η ανάκριση ολοκληρώθηκε και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν τελικά έμεινε κάποια αμφιβολία για την διερεύνηση κάθε πτυχής της υπόθεσης.
Η σύντομη απάντηση είναι «εξαρτάται ποιον θα ρωτήσεις».
Αν ρωτήσεις τους συγγενείς θυμάτων, η απάντηση δεν θα είναι ίδια για όλους. Άλλοι θεωρούν πως εξετάστηκε κάθε πτυχή και ήρθε η ώρα των δικαστηρίων και άλλοι πως ακόμα υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τη φωτιά που ακολούθησε της σύγκρουσης.
Αν ρωτήσεις την ελληνική κοινωνία η απάντηση είναι περισσότερο πολύπλοκη. Από την «σφυγμομέτρηση» των μαζικών κινητοποιήσεων τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο ειδικά στην Αθήνα διαπιστώνονταν μια δυσπιστία στο έργο της δικαιοσύνης και κυρίως στην έρευνα γύρω από τη φωτιά. Η άποψη αυτής της μάζας είναι αμφίβολο αν άλλαξε σήμερα. Για αυτό το συγκεκριμένο κοινό, που είναι μεγάλο και ίσως δεν ενδιαφέρεται πλέον για την αλήθεια, στα Τέμπη πάντα θα υπάρχει μια σκιά και μια αμφισβήτηση ότι κάτι δεν ψάχτηκε.
Σχεδόν φαίνεται σίγουρο πως και σε είκοσι χρόνια από τώρα όταν κάποιοι θα μιλάνε για τα Τέμπη θα σκέφτονται τη φωτιά, την πυρόσφαιρα, τα φορτία και τα αναπάντητα ερωτήματα.
Υπάρχει φυσικά και μια μάζα που θεωρεί ότι η συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης έχει ερευνηθεί εξαντλητικά. Η φωνή αυτών ακούγεται λιγότερο, όπως εξαρχής ακούγονταν λιγότερο και η φωνή αυτών των συγγενών θυμάτων που είχαν άλλη άποψη για τη φωτιά.
Ο στόχος που έθεσε η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός τον Φεβρουάριο του 2024 εκτός του ότι ήταν δύσκολος για μια χώρα που η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη είχε κατρακυλήσει τα τελευταία χρόνια, έβαλε ταυτόχρονα και νέα δεδομένα στην εξέλιξη της ανάκρισης με την εξέταση εκατοντάδων αιτημάτων συγγενών αλλά και την εντολή για διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης για τη φωτιά η ολοκλήρωση της οποίας ξεπέρασε τον ένα χρόνο.
Σήμερα στη δικογραφία υπάρχουν καταθέσεις, τεχνικές εκθέσεις, πραγματογνωμοσύνες, αποτελέσματα του Γενικού Χημείου του Κράτους, εκθέσεις αυτοψίας και βιντεοληπτικο υλικό τα οποία όλα αυτά μαζί συνδυαστικά οδηγούν τον ανακριτή στο συμπέρασμα πως φορτίο δεν υπήρχε, η πυρόσφαιρα και η φωτιά δημιουργήθηκε από πράγματα που όντως υπήρχαν στα τρένα και ότι ήταν να εξεταστεί γύρω από αυτό το ζήτημα εξετάστηκε.
Το λόγο πλέον έχει ο εισαγγελέας που θα αναλάβει τη δικογραφία και μέχρι να μπει η υπογραφή από την πρόεδρο εφετών για την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη, με βάση τα όσα έχουμε δει αυτά τα χρόνια κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι δεν θα προκύψει κάτι άλλο στην υπόθεση.
Η Δικαιοσύνη όμως στα Τέμπη δεν θα κριθεί μόνο από την ανακριτική διαδικασία αλλά και από τη δίκη σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ενδεχομένως και στον Άρειο Πάγο.
Και στη δίκη οι 36 κατηγορούμενοι που εδώ και 2.5 χρόνια παραμένουν στο «σκοτάδι» θα έχουν για πρώτη φορά με τη βοήθεια των συνηγόρων τους, κάποιοι εκ των οποίων «βαριά» ονόματα, καθηγητές πανεπιστημίου να αναπτύξουν την υπερασπιστική τους γραμμή.
Και εκεί θα φανεί και το αποτέλεσμα από τη δουλειά του εφέτη ανακριτή.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.