Οι ποιητές δεν πρέπει να επιζητούν καμία μορφή κοινωνικής αποδοχής, αλλά να λένε την αλήθεια που δημιουργείται και γεννιέται ξανά μέσα σε μια γλώσσα που δεν έχει ακουστεί ή ειπωθεί πριν. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι ταυτόχρονα βαθιά προσωπική και συλλογική.
Συνέντευξη στον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο
Η Ivana Maksić, ποιήτρια, μεταφράστρια και δοκιμιογράφος από τη Σερβία, είναι μια φωνή που αρνείται να συμβιβαστεί. Με έντονη πολιτική συνείδηση και γλωσσικό πειραματισμό, η γραφή της επιχειρεί να υπονομεύσει τον καπιταλισμό, την πατριαρχία και κάθε μορφή αποξένωσης, αναζητώντας νέες μορφές έκφρασης και συλλογικής απελευθέρωσης.
Με την παρουσία της στη Λάρισα, στο πλαίσιο του προγράμματος φιλοξενίας “Το Καταφύγιο του Οδυσσέα” καθώς και την έκδοση από τη Θράκα της συλλογής «Οι Μπολσεβίκοι δεν φοράνε νυχτικά», μια επιλογή από ποιήματά της, “χτίζει” τη σχέση της με το ελληνικό κοινό.
Μας μιλά για την πολιτική διάσταση της τέχνης, για τις δυσκολίες και την πρόοδο των γυναικών στη λογοτεχνία, αλλά και για το πώς η ποίηση μπορεί ακόμη να ταράζει τα νερά.
Μια ξεχωριστή περίπτωση, απ’ αυτές που σε κάνουν να ελπίζεις ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Ο τίτλος «Οι Μπολσεβίκοι δεν φοράνε νυχτικά» είναι σίγουρα ασυνήθιστος. Πώς γεννήθηκε; Είναι εικόνα, ειρωνεία ή πολιτική δήλωση;
Σίγουρα και τα τρία. Μου αρέσει η εικόνα γιατί είναι προκλητική και γεννά σκέψεις. Μπορεί σίγουρα να είναι ειρωνική – τα νυχτικά είναι μάλλον θηλυκά και λεπτεπίλεπτα και τους Μπολσεβίκους, τους φανταζόμαστε ως ριζοσπάστες και αδιάλλακτους επαναστάτες. Άρα η φράση φαίνεται λογική αλλά και κάπως αστεία – δεν φοράνε νυχτικά, δεν τα χρειάζονται. Ίσως κοιμούνται πλήρως ντυμένοι, έτοιμοι να πολεμήσουν. Ίσως κοιμούνται γυμνοί. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν εξαρχής μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες. Η Ινέσσα Αρμάν, η Αλεξάνδρα Κολλοντάι και η Ναντέζντα Κρούπσκαγια είναι μερικά μόνο παραδείγματα. Και ως πολιτική δήλωση μπορεί να υποδηλώνει μια εγρήγορση και επαγρύπνηση, την ιδέα ότι η ταξική πάλη και ο αγώνας των εργαζομένων (έστω και αν σήμερα είναι αδύναμος και σχεδόν ηττημένος) μπορούν ακόμη να είναι ισχυρός και επίκαιρος.
Σας χαρακτηρίζουν ως ποιήτρια που δεν αποφεύγει την πολιτική δέσμευση. Πώς εμπλέκεται η ποίηση με την κριτική στον καπιταλισμό στη συγκεκριμένη συλλογή;
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι για μένα η πολιτική δέσμευση σημαίνει τον αγώνα να παραμείνω ανεξάρτητη, ώστε να μπορώ να σκέφτομαι κριτικά και να μοιράζομαι τις σκέψεις μου (και να πράττω αναλόγως) χωρίς υπολογισμούς και αυτολογοκρισία.
Δεν είμαι μέλος κανενός πολιτικού κόμματος στη Σερβία, καθώς δεν βλέπω τίποτα το πολιτικό στα προγράμματα και τις πολιτικές τους. Είναι απλώς συμμορφωμένοι, κινούνται στο πλαίσιο του «εφικτού» μέσα σε ένα διεφθαρμένο σύστημα που διαρκώς και αδίστακτα αφαιρεί αμέτρητες αθώες ζωές. Αντίθετα, με ενδιαφέρει και επενδύω σε ό,τι οι ελίτ και η ιδεολογία τους θεωρούν «αδύνατο», και υποστηρίζω όλους τους αγώνες και τις εξεγέρσεις που τους διαψεύδουν.
Δεν ήθελα να επαναλάβω κάποιες κοινότοπες, φθαρμένες φράσεις, αλλά να εξερευνήσω τη γλώσσα, να παίξω μαζί της, να την αμφισβητήσω, να φέρω στο φως ορισμένα παράδοξα και αντιφάσεις που θεωρούμε δεδομένα. Ορισμένα ποιήματα μπορεί να φαίνονται υπερβολικά, αλλά η σημερινή πραγματικότητα είναι ακόμη πιο ζοφερή. Και πιστεύω ότι αυτές οι συστημικές τυφλές γωνιές είναι παγκόσμιες, και ότι το ελληνικό ή οποιοδήποτε άλλο αναγνωστικό κοινό μπορεί να ταυτιστεί με τα κυρίαρχα θέματα και τα ανήσυχα ερωτήματα που ανοίγει αυτή η συλλογή.
Εστίασα όχι μόνο στη δοξολογία προηγούμενων αντικαπιταλιστικών και αντιστασιακών αγώνων, που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιστορικά αναχρονιστικοί, αλλά και στην ανάδειξη των σύγχρονων ζητημάτων και διλημμάτων που φαίνεται πως ακόμη δεν μπορούν να διατυπωθούν και να επιλυθούν.
Σε ποιους μιλά αυτό το βιβλίο; Σε όσους συμφωνούν ήδη μαζί σας ή σε αυτούς που θέλετε να «ταράξετε»;
Οι ποιητές δεν πρέπει να επιζητούν καμία μορφή κοινωνικής αποδοχής, αλλά να λένε την αλήθεια που δημιουργείται και γεννιέται ξανά μέσα σε μια γλώσσα που δεν έχει ακουστεί ή ειπωθεί πριν. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι ταυτόχρονα βαθιά προσωπική και συλλογική. Θα ήταν υπέροχο αν η ποίησή μου ταράξει κάποιον, καθώς αυτό θα σήμαινε ότι έχει μια μετασχηματιστική δύναμη. Ωστόσο, γνωρίζω πόσο σπάνιο είναι το πραγματικά μετασχηματιστικό στοιχείο στην ποίηση και θα ήταν αλαζονικό να το υποθέτω ή να το πιστεύω.
Πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί πραγματικά να είναι πολιτική χωρίς να γίνεται προπαγανδιστική;
Απολύτως. Μόνο η κακή τέχνη είναι προπαγανδιστική. Και κανείς δεν χρειάζεται κακή τέχνη, ακόμη κι αν σήμερα είναι ιδιαίτερα εμπορική και επικερδής. Πουλάει σαν ζεστά ψωμάκια, αλλά χωνεύεται, καταναλώνεται και ξεχνιέται. Δεν υπάρχει λόγος να γράφει κανείς ποίηση μόνο για να κάνει πολιτικές δηλώσεις. Οι αναγνώστες δεν θα πρέπει να ενδιαφέρονται για το τι πιστεύουμε ή τι είδους μάχες δίνουμε, αν δεν είμαστε αρκετά ταλαντούχοι, αφοσιωμένοι και αυτοκριτικοί ώστε να μπορούμε να δημιουργήσουμε αξέχαστα ποιητικά κομμάτια, φράσεις ή εικόνες.
Πώς είναι να εκδίδετε στη Σερβία —και γενικότερα στα Βαλκάνια— ως γυναίκα ποιήτρια που εκφράζει ανοιχτά πολιτικές θέσεις;
Νιώθω ότι κάθε φορά, με κάθε νέο βιβλίο που εκδίδω, ξεκινώ εντελώς από το μηδέν. Η θέση μου δεν είναι τόσο μοναδική και πιθανότατα δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν παραπονιέμαι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι καλό ή εύκολο. Είναι σαν να κολυμπάς συνεχώς κόντρα στο ρεύμα. Η γραφή είναι η επιλογή και το πάθος μου. Είναι ο τρόπος ύπαρξης και έκφρασής μου σε έναν αρκετά εκμεταλλευτικό, κυριαρχούμενο από την τεχνητή νοημοσύνη, ομοιογενή και άψυχο κόσμο. Και ξέρω επίσης ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν και εκτιμούν όσα κάνω.
Βλέπετε πρόοδο στην ορατότητα των γυναικών ποιητριών ή ο λογοτεχνικός χώρος παραμένει ανδροκεντρικός;
Βλέπω σίγουρα κάποια πρόοδο όσον αφορά την ορατότητα, αλλά θα ήθελα η κατάσταση να είναι πολύ καλύτερη και δικαιότερη, καθώς εξακολουθούμε να έχουμε ελάχιστους εκδοτικούς οίκους που διοικούνται από γυναίκες. Πρέπει να πω ότι οι γυναίκες ποιήτριες είναι αρκετά θαρραλέες, ρηξικέλευθες και αυθεντικές όταν τολμούν να αμφισβητούν τους υπάρχοντες κανόνες και την τάξη, κάτι που αντανακλάται και στη γλώσσα και στα θέματα των έργων τους, ακόμη κι αν οι περισσότερες από εμάς εξακολουθούμε να μην έχουμε «ένα δικό μας δωμάτιο» — και με αυτό δεν εννοώ μόνο την οικονομική ανεξαρτησία, αλλά και τον χρόνο και τον πνευματικό χώρο που είναι απαραίτητος για τη σκέψη και τη συγγραφή και που έχει γίνει (ή ήταν πάντα) πολυτέλεια.

Περιγράψτε τη συμμετοχή σας στο πρόγραμμα λογοτεχνικών διαμονών της Θράκας “Το Καταφύγιο του Οδυσσέα”.
Είμαι πολύ ευγνώμων που επιλέχθηκα να συμμετάσχω σε αυτό το πρόγραμμα φιλοξενίας το 2023. Μπόρεσα να εξερευνήσω τη Λάρισα με τον δικό μου ρυθμό και να γνωρίσω υπέροχους ανθρώπους, ποιητές και συγγραφείς. Απόλαυσα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε τοπικά εργαστήρια και λογοτεχνικές εκδηλώσεις, να λάβω κάποιο είδος ανατροφοδότησης και εντυπώσεων για το έργο μου, και να μιλήσω στο ελληνικό κοινό για την ποίηση και τη διαδικασία της γραφής γενικότερα.
Και δεν τελείωσε εκεί – οι επιμελητές και συγγραφείς της Θράκας, ο Θάνος Γώγος και η Μάρια Ντεγιάνοβιτς, αποφάσισαν να με καλέσουν και στο φετινό Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης και να εκδώσουν αυτή την ποιητική συλλογή.
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται το ποίημα “Οι Ανυπάκουες Άγκυρες” που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της διαμονής μου το 2023 και εν μέρει εμπνεύστηκα από ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Θα ήθελα να τονίσω ότι μπόρεσα να γράψω αυτό το ποίημα επειδή είχα τον χρόνο, τον πνευματικό χώρο και μια ορισμένη απόσταση κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας, κάτι που διαφορετικά, λόγω πολλών καθημερινών υποχρεώσεων, είναι δύσκολο να έχω. Ανυπομονώ πραγματικά να επισκεφθώ ξανά τη Λάρισα και να συμμετάσχω σε αυτό το μοναδικό φεστιβάλ ποίησης.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.