Συνέντευξη στον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο
Η Μαρία Καλαμίδα με καταγωγή από την Νέα Ιωνία Βόλου, είναι Κοινωνική Λειτουργός, με ειδικές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, εργάστηκε σε διάφορες δομές, ενώ τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια προσφέρει τις υπηρεσίες της σε Σωφρονιστικά Καταστήματα της χώρας. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της με τίτλο «Πέτρα και Φωτιά» από τις Εκδόσεις «Γραφή». Αφορμή για το πρώτο της αυτό συγγραφικό εγχείρημα, στάθηκε –όπως αναφέρει η ίδια- η αγάπη της για τη λογοτεχνία, ενώ επί σειρά ετών κρατούσε κρυμμένα σ’ ένα συρτάρι τις δικές της σημειώσεις.
Η ιστορία του βιβλίου κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, δημιουργώντας μία δυνατή σύνδεση μεταξύ των ηρώων του 19ου αιώνα και της σύγχρονης εποχής.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Ποια είναι η βασική θεματική του βιβλίου και τι σας ενέπνευσε;
Το βιβλίο πραγματεύεται μικρά ή μεγαλύτερα δράματα της ζωής και τον τρόπο που τα διαχειριζόμαστε, όταν ανήμποροι ψάχνουμε για λίγη ελπίδα μέσα στα αποκαΐδια. Η στιγμή που οι ψυχές σπάνε, τα όνειρα και οι βεβαιότητες συνθλίβονται από την αδίστακτη πραγματικότητα, ο άνθρωπος γονατίζει αναζητώντας το νόημα πίσω από τον αφανισμό του, έτσι την αισθάνεται την απώλεια, την εξαναγκαστική αλλαγή, το τέλος. Κάπως έτσι βίωσα κι εγώ το δικό μου τέλος σ’ ένα γάμο που πίστευα ότι θα κρατήσει για πάντα. Κι ήταν πολύ σκληρό βίωμα παρόλο που ως Κοινωνική Λειτουργός είχα ήδη ζήσει μέσα από τις αφηγήσεις άλλων ανθρώπων παρόμοιες συντέλειες μικρών κόσμων.
Ο δικός μου μονάκριβος κόσμος ήταν πιο πολύτιμος γι’ αυτό πόνεσε τόσο κατάσαρκα ο χαμός του. Έγραφα για να αντέξω την πραγματικότητα που πόναγε ώσπου έβγαιναν οι λέξεις αβίαστα και μου έδειχναν το δρόμο. Το γράψιμο βοηθούσε αλλά δεν έφτανε. Έτσι αποφάσισα να πιάσω τα χέρια που απλώνονταν προς το μέρος μου και να κρατηθώ αποφασίζοντας ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι δεν μπορώ μόνη μου, κι αυτό μ’ έσωσε.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου;
Η μεγαλύτερη πρόκληση… δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν αυτό, σπουδαία ερώτηση. Λοιπόν κοιτάζοντας στο παρελθόν θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη δυσκολία μου ήταν να βρω χρόνο. Με το που γεννήθηκαν οι χαρακτήρες στο μυαλό μου, με το που πήραν σάρκα και οστά έμοιαζαν να έχουν τη δική τους θέληση. Μου μιλούσαν συνέχεια, διεκδικώντας χώρο και χρόνο, απαιτώντας την προσοχή μου. Σκλαβώθηκα στον κόσμο τους μα δεν γύρευα να λευτερωθώ. Μου άρεσε εκείνη η σκλαβιά.
Έτσι αποφάσισα να ζω περισσότερο στον κόσμο του βιβλίου μου. Παρ’ ότι δούλευα σε δυο δουλειές για να καταφέρω να επιβιώσω εγώ και τα δυο μου παιδιά προτίμησα να μην κοιμάμαι τις νύχτες αποζητώντας τη συντροφιά τους. Η Άννα, η Ιοκάστη, ο Ορέστης, ο Έντοντ, η Κερασία, η Μάγδα, ο Στέφανος, η κυρά Ρήνη, ο Μανώλης, ο Μάκης ήταν η παρέα μου και η παρηγοριά μου. Χρήματα για να εκδοθεί δεν είχα, ούτε τη γνώση για το πως γράφονται τα βιβλία, μόνο λαχτάρα είχα να πω την ιστορία τους ξέροντας ότι δεν θα την δω ποτέ τυπωμένη… Αυτό κι αν ήταν πρόκληση.
Το έργο σας αγγίζει βαθιά υπαρξιακά και ιστορικά ζητήματα. Ποια προσωπική ή συλλογική ανάγκη σας ώθησε να γράψετε αυτή την ιστορία;
Από μικρό παιδί έβλεπα όνειρα. Όνειρα που η γιαγιά μου μετέφραζε από τα σημάδια και μου εξηγούσε τη σημασία τους, έτσι έμαθα κι εγώ να τα εξηγώ. Νομίζω ότι μέσα τους ζούσα μια δεύτερη ζωή, όπως την ονειρευόμουνα. Μαζί με τα όνειρα έμαθα να πιστεύω στη δύναμη των λέξεων, σε κατάρες και ευχές που είχαν τη δυνατότητα να βλάψουν ή να ευλογήσουν την ζωή των ανθρώπων.
Το μαγικό στοιχείο που έκρυβαν έμεινε καλά χαραγμένο στην ψυχή μου, απομεινάρι ενός κόσμου γεμάτου δοξασίες που δεν καταπνίγηκε εντελώς από τον νέο αιώνα και την τεχνολογία που αυτός επέβαλλε. Δοξασίες λοιπόν από τη μία, υπερφυσικά στοιχεία που συνυφαίνουν τη ζωή μας και βαθιά πίστη στο Θεό από την άλλη. Έναν θεό που δεν είναι τιμωρός αλλά συμπαραστάτης και συντρέχτης, ένας θεός που πάντα συγχωρεί.
Μεγαλωμένη σ’ ένα σπίτι με τρεις γενιές γυναικών αντάμα, έμαθα από νωρίς ότι η θέση της γυναίκας ήταν πάντα υποτιμημένη και υπερφορτωμένη με υποχρεώσεις ακόμη και σ΄ ένα κόσμο που άλλαζε διαρκώς. Από την πάντα μαυροντυμένη συνονόματη γιαγιά μου που έμεινε χήρα στα 22 της χρόνια, μόνη να μεγαλώνει δυο παιδιά, μέχρι την μητέρα μου που εργαζόμενη και νοικοκυρά προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στην κούραση από τη δουλειά της, στις επιταγές του πατέρα μου, αρχηγού της οικογένειας και την αδυσώπητη κριτική της πεθεράς της. Στο ίδιο σπίτι έμαθα-λόγω του αδελφού μου-ότι τα αγόρια είναι πιο σημαντικά για κάποιο λόγο, που δεν κατάλαβα ποτέ. Ο πατέρας μου λάτρευε και ακόμη λατρεύει την ιστορία. Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο βιβλία αφιερωμένα στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Μετά το μεταπτυχιακό μου στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία το ενδιαφέρον μου για την τουρκοκρατία μεγάλωσε εστιασμένο πια στην καθημερινότητα και στις ανθρώπινες σχέσεις. Τα βιώματά μου κυοφόρησαν την ανάγκη μου να μιλήσω γι’ αυτά, να τα φέρω στο φως, να τα γεννήσω μέσα από τις λέξεις και να τα μοιραστώ με άλλους ανθρώπους και όλους εσάς.
Η έκδοση του βιβλίου έγινε από τις Εκδόσεις «Γραφή». Πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί τους και τι σημαίνει για εσάς να βλέπετε το έργο σας τυπωμένο;
Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να πιστέψει ποτέ πως το βιβλίο μου κάποτε θα τυπωνόταν. Λίγο τα οικονομικά μου, λίγο η χαμηλή μου αυτοπεποίθηση, λίγο τα τείχη που ανεπαισθήτως, όπως έλεγε ο Καβάφης και επιμελώς είχα χτίσει για να χωρίζω τις ανάγκες από τις επιθυμίες μου, με εμπόδιζαν να ονειρευτώ την έκδοσή του. Μόνο τα βράδια που έμενα μόνη μου και το ξαναδιάβαζα τολμούσα να πλάσω εικόνες με το βιβλίο μου σε ράφια βιβλιοπωλείων ή στα χέρια ανδρών και γυναικών που απολάμβαναν την ανάγνωση.
Οι Εκδόσεις «Γραφή», όχι μόνο πίστεψαν σε εμένα αλλά μου στάθηκαν σε κάθε βήμα αυτής της δύσκολης πορείας προσφέροντάς μου όλα όσα είχα ανάγκη για να πιστέψω στον εαυτό μου και να ονειρευτώ ξανά. Νομίζω ότι τώρα πια δεν μιλάω για συνεργασία αλλά για φιλία, τόσο με τον Δημήτρη Σαριγγαλά, τον εκδότη μου, όσο και με την επιμελήτριά μου Μιράντα Χρυσομάλλη για την πραγματικά πολύτιμη και ουσιαστική της βοήθεια. Τους ευχαριστώ και τους δύο από τα βάθη της καρδιάς μου. Τέλος ευχαριστώ θερμά κι εσάς και τους αναγνώστες σας για το χρόνο που διαθέσατε σε μένα και τις σκέψεις μου. Εύχομαι να διαβάσετε το βιβλίο μου και να σας ταξιδέψει σ’ ένα κόσμο όχι μόνο δικό μου αλλά και δικό σας γεμίζοντάς σας δύναμη και πίστη ότι οι περισσότερες δυσκολίες μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά τον πόνο που μας προκαλούν. Τέλος εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να αγαπάτε τον εαυτό σας και να τον φροντίζετε τόσο όσο χρειάζεται για να αναπτυχθεί, να ανθίσει και να γεμίσει την ψυχή σας με ελπίδα κι όνειρα…
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.