Γράφει η Φανή Γέμτου, Ηθοποιός-Θεατρολόγος
Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά μεταξύ
«θεάτρου» και «κακώς εννοούμενου θεάτρου»;
Πάμε να δούμε!
Ο όρος «κακώς εννοούμενο θέατρο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μορφές ή πρακτικές θεάτρου που, ενώ φαινομενικά ανήκουν στην τέχνη της σκηνής, στην ουσία εκφυλίζουν, ευτελίζουν ή παρανοούν τη θεατρική πράξη και τον σκοπό της.
Σύμφωνα με μεγάλους θεατρολόγους και θεατρικούς δημιουργούς, το «κακώς εννοούμενο θέατρο» μπορεί να περιλαμβάνει:
- Θέατρο χωρίς πρόθεση ή καλλιτεχνική αναγκαιότητα: Όπως λέει ο Πήτερ Μπρουκ στο Άδειο Δωμάτιο, «υπάρχει το Ζωντανό Θέατρο, το Ιερό Θέατρο και το Νεκρό Θέατρο». Το «νεκρό» θέατρο είναι αυτό που αναπαράγει συμβάσεις χωρίς ζωή, χωρίς αναζήτηση, χωρίς ρίσκο. Αργότερα, στο πλαίσιο του μεταδραματικού θεάτρου, η επιστροφή στο βιωματικό, στο ιερό, στο τελετουργικό επιδιώκεται ξανά και ξανά μέσα από διαφορετικές νέες φόρμες με σκοπό την άρνηση της αναπαράστασης ως ασφαλούς και περιχαρακωμένου προϊόντος, τονίζοντας την απαραίτητη προϋπόθεση μιας καλλιτεχνικής αναγκαιότητας. Το κακώς εννοούμενο θέατρο συγγενεύει με όλα τα παραπάνω.
- Θέατρο ως προϊόν και όχι ως πράξη επικοινωνίας: Όταν η θεατρική παράσταση λειτουργεί κυρίως ως εμπορικό προϊόν, απογυμνωμένο από καλλιτεχνικό στοχασμό, και καθορίζεται πλήρως από τις προσδοκίες της αγοράς ή του θεάματος. Τόσο ο Πήτερ Μπρουκ, ο Μπερτολντ Μπρεχτ, ο Ζαν Ζενέ, όσο και ο Γκροτόφσκι, ο Ζερζ Μπατάιγ και ο Αρτώ ξεχωρίζουν συνειδητά και ιδεολογικά, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, το «θεατρικό προϊόν» που απλώς αναπαράγει εικόνες από τη βιωματική του διάσταση. Για τον Μπρεχτ «το θέατρο της αυταπάτης» ψυχαγωγεί χωρίς να ενεργοποιεί συνειδήσεις, ενώ ο Μπατάιγ μιλάει για μια τέχνη που όταν υποτάσσεται στην ωφελιμότητα και στην παραγωγικότητα χάνει την υπερβατική της διάσταση και την αποκαλυπτική της δύναμη.
- Θέατρο του εντυπωσιασμού και της «δήθεν» πρωτοπορίας: Ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Γκροτόφσκι, έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την υπερβολική χρήση εξωτερικών μέσων (ειδικά εφέ, τεχνολογία, φτιασίδια) εις βάρος της ουσίας της θεατρικής πράξης: της ανθρώπινης παρουσίας και της βαθιάς σύνδεσης με το κοινό. «Η ουσία του θεάτρου είναι η σύγκρουση. Ο άνθρωπος που προβαίνει σε μια πράξη αυτό-αποκάλυψης, είναι κάποιος που αποκαθιστά την επαφή με τον εαυτό του, δηλαδή μια ακραία αναμέτρηση με τον εαυτό του, ειλικρινή, νομοθετημένη, σαφή κι ολοκληρωτική – όχι απλά μόνο μια αναμέτρηση με τις σκέψεις του, αλλά αυτή που επιστρατεύει ολόκληρο το είναι του…»
- Θέατρο που αναπαράγει στερεότυπα: Όταν το θέατρο γίνεται φορέας κοινοτοπίας, προκαταλήψεων ή τετριμμένων αφηγηματικών σχημάτων, χωρίς κριτική ματιά ή αυθεντική φωνή.
Ο Αρτώ στρέφεται κατά του λογοκρατούμενου, μιμητικού θεάτρου. Το «κακώς εννοούμενο θέατρο» για εκείνον είναι το λογοκρατούμενο, προβλέψιμο, ρητορικό θέατρο, που αγνοεί το σώμα, το φωνητικό στοιχείο, το υπαρξιακό σοκ.
Σύμφωνα με εκείνον το κακώς εννοούμενο θέατρο «είναι ένα ναρκωμένο θέατρο. Ένα θέατρο υποκριτικό, που δεν καταφέρνει να ταράξει τίποτα.» Προτείνει ένα «Θέατρο της Σκληρότητας», όπου οι θεατές βυθίζονται σε μια εμπειρία οριακή, σωματική, σχεδόν μεταφυσική. Η σκληρότητα δεν είναι βία, αλλά η αλήθεια χωρίς φίλτρα, το «ξερίζωμα της μάσκας».
- Θέατρο χωρίς αλήθεια: Ίσως το πιο σημαντικό: το θέατρο που δεν «κινδυνεύει», δεν σωματοποιείται, δεν ενεργοποιεί το παρόν και την παρουσία. Θέατρο που «παίζεται», αλλά δεν υφίσταται.
Ο Στανισλάφσκι καταφέρθηκε εναντίον του θεάτρου που περιορίζεται σε τεχνική ρηχότητα, εξωτερική αναπαράσταση και υπερβολική θεατρικότητα, χωρίς εσωτερική αλήθεια. «Μην πιστεύετε στην τεχνική που λειτουργεί από μόνη της χωρίς αίσθημα… Το εξωτερικό θέατρο είναι ένα θέατρο του ψεύδους.» Το «κακώς εννοούμενο θέατρο» για τον Στανισλάφσκι είναι αυτό που παριστάνει χωρίς να ζει, που προσποιείται συναισθήματα χωρίς εσωτερική επεξεργασία. Επιδίωξή του ήταν η ζωντανή, βιωματική αλήθεια στη σκηνή, και η σύνδεση του ηθοποιού με τον εσωτερικό κόσμο του ρόλου μέσω της μεθόδου του «ως εάν».
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως ο παραπάνω προβληματισμός και η συλλογιστική γύρω από το «κακώς εννοούμενο θέατρο» δεν αφορά καθόλου σε αφορισμούς θεατρικών ειδών (επιθεώρηση, κωμωδία, παρωδία, μιούζικαλ κ.α.) ούτε σε γενικευμένους ποιοτικούς διαχωρισμούς μεταξύ ερασιτεχνικού και επαγγελματικού θεάτρου. Δεν αφορά και δε θα έπρεπε να αφορά από όποια πλευρά κι αν εκφράζεται. Η αγάπη για το θέατρο είναι η απαραίτητη αρχή και προϋπόθεση για να εξελιχθούμε μέσα από αυτό όσοι το αγαπάμε ουσιαστικά, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.