Του π. Δημητρίου Τσιγάρα
Ο λόφος Καστρί, 3 χλμ. περίπου νοτιοανατολικά του Τυρνάβου, κατοικήθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της χαλκής εποχής, στους κλασικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους και αποτέλεσε το κέντρο μιας σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Φάλαννας. Ο λόφος Καστρί δεν πέρασε απαρατήρητος από τους περιηγητές. Κατά την άποψη του Leake: Το Καστρί αναμφιβόλως είναι η θέσις κάποιας Ελληνιστικής πόλεως. Ο λόφος και η γύρω περιφέρεια είναι κατεσπαρμένα με θραύσματα ειδών.
Μερικές από τις γνωστές και γειτονικές με τη Φάλαννα περραιβικές πόλεις ήταν οι Χυρετίες (Χυρετίαι), το σημερινό Δομένικο Ελασσόνας, η Λειμώνη που είναι η ίδια με την ομηρική Ηλώνη στο Καστρί Αργυροπουλίου, η Κονδαία στη δυτική είσοδο των στενών της Ροδιάς και οι Γόννοι στο δυτικό άκρο της κοιλάδας των Τεμπών. Στενές σχέσεις υπήρχαν και με τις Θεσσαλικές πόλεις, βεβαίως με τις Θεσσαλικές πόλεις Λάρισα, Άργισσα κ.α
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πραγματοποιήθηκαν ανακατατάξεις στην πόλη του Τυρνάβου και στην ευρύτερη περιοχή. Διαλύθηκαν πολλές αρχαίες πόλεις και από τον 9ο αιώνα εμφανίστηκαν νέοι οικισμοί. Το 14ο αιώνα παρατηρήθηκαν επιδρομές Σέρβων, Αλβανών, Καταλανών και Τούρκων. Το 1423 ο στρατηγός Τουραχάν, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης του Τυρνάβου, κατέλαβε τη Θεσσαλία και του παραχωρήθηκε η περιοχή του Τυρνάβου ως δώρο από τον Σουλτάνο, με κληρονομική μεταβίβαση στους εκάστοτε απογόνους. Ο Τουραχάν φρόντισε για τη συγκέντρωση των σκορπισμένων κατοίκων στην πόλη, την ανέγερση τζαμιού, χριστιανικού ναού, ιδρυμάτων και την παραχώρηση προνομίων.
Πολλά είναι τα στοιχεία που κατατάσσουν τον Τύρναβο ως ένα πνευματικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τότε αναπτύχθηκε μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Πρόκειται για την περίφημη Σχολή του Τυρνάβου, τη γνωστή ως «Νέον Φροντιστήριον» που ιδρύθηκε το 1678 και στην οποία δίδαξαν διαπρεπείς Τυρναβίτες και άλλοι δάσκαλοι του γένους στο οποίο Σχολάρχησε ο Αθανάσιος Λιοντάρης. Αργότερα το 1702 μετονομάστηκε σε «Ελληνομουσείον». Την ίδρυση του την οφείλουμε στον τότε Επίσκοπο Λαρίσης Ιάκωβος που καταγόταν από τη νήσο Χίο και διετέλεσε αρχικά 3 έτη, Μητροπολίτης Λαρίσης από το 1676 έως το 1679 και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης. Οι Επίσκοποι Λαρίσης και οι μετέπετα διάδοχοι στον Επισκοπικό θρόνο έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για την σχολή ώστε να μορφωθεί ο υπόδουλος λαός, μέχρι που διατηρήθηκε στην ακμή της το 1867 και μετά είχε φθίνουσα πορεία.
Το θρησκευτικό αίσθημα ήταν πολύ υψηλό, αφού το 1770 υπήρχαν στη πόλη 16 εκκλησίες και 6 τζαμιά, κι έτσι ο μητροπολίτης μετέφερε την έδρα του από τη Λάρισα στον Τύρναβο. Τον καιρό εκείνο μητρόπολη ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και κοντά της το μητροπολιτικό κτίριο και η Σχολή του Τυρνάβου.
Στο ίδιο διάστημα ο Τύρναβος είχε αναπτυχθεί οικονομικά. Σ’ αυτό συνέβαλε η άνθηση του εμπορίου, της βαφικής τέχνης και η παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών προϊόντων, όπως τα περίφημα κόκκινα “μπουχάσια”, οι “αλατζάδες“, οι μακριές “πετσέτες”, καθώς και τα “σάλια” για το κεφάλι και τη μέση. Υπήρχαν τρία εργοστάσια βαφής που για κόκκινη χρωστική ουσία χρησιμοποιούσαν το γνωστό φυτό ρουβία ή βαφική “ριζάρι” και για γαλάζια το λουλάκι, ενώ τα υφαντήρια λειτουργούσαν σε πολλά σπίτια. Αναφέρεται ότι βαμβακερά νήματα για βαφή εισάγονταν στον Τύρναβο μέχρι και από τη Σμύρνη.
Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια. Τα υφάσματα αυτά (που τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή ναυτικών ρούχων) τα προωθούσαν σε μεγάλες ποσότητες στη Μάλτα, στο Λίβορνο, στην Τεργέστη και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Από όλες τις παραπάνω δραστηριότητες είχαν πλουτίσει πολλοί Τυρναβίτες και ολόκληρα η περιοχή βρισκόταν σε μεγάλη ακμή μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι φιλοξενήθηκε στον Τύρναβο μερικές φορές ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ’ (1648-1687). Επίσης η πόλη έγινε τόπος κατοικίας των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών δυνάμεων Ρώσων, Ολλανδών, Σουηδών, Τρανσυλβανών κ.α. Την εποχή εκείνη οι εργάσιμες μέρες ανέρχοταν σε 200 το χρόνο, ενώ οι υπόλοιπες 165 ήταν γιορτές και αργίες.
Το 1812 ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλίας ο Βελή πασάς, γιος του Αλή Πασά, που επέβαλε δεινή τυραννία στους κατοίκους της. Ο ίδιος έκτισε ένα σαράι στη σημερινή Τούμπα, που παλαιότερα ήταν γνωστό με το όνομα “Σαράι”, και το οποίο κάηκε το 1822 από τους Τούρκους του Σουλτάνου, όταν καταστράφηκε ο Αλή Πασάς και η οικογενειακή δυναστεία του. Εξάλλου, πλήγμα για την ανθηρή οικονομία του Τυρνάβου αποτέλεσε η επιστημονική πρόοδος της Ευρώπης που άρχισε να παράγει καλύτερης ποιότητας υφάσματα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να πωληθούν εκείνα του Τυρνάβου και να μειωθεί η παραγωγή τους. Σοβαρό πλήγμα και ίσως η χαριστική βολή για τον Τύρναβο ήταν και η πανώλη που το 1813 έπληξε την πόλη και τη γύρω περιοχή.
Βαρύτατη συμφορά για τον Τύρναβο υπήρξε η μεγάλη επιδημία πανώλης (πανούκλας) που έπληξε την Κωνσταντινούπολη (1812-1813), τη Σμύρνη (1812-1814) και από όπου μεταδόθηκε στα νησιά του Αιγαίου και στη Θεσσαλία (1813-1816). Αποτέλεσμα ήταν να ερημωθούν πολλές πόλεις και χωριά. Από μαρτυρία περιηγητή της εποχής εκείνης μαθαίνουμε ότι η μετάδοση της νόσου στην περιοχή έγινε από έναν άρρωστο Τάταρο, που ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη και πέθανε στον Τύρναβο, όπου έγινε το μεγαλύτερο κακό. Ο αριθμός των νεκρών στην πόλη έφτασε τις 11.000 – 13.000 και θάφτηκαν προς τα Δελέρια κοντά στο εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου.
Τότε αφανίστηκαν οι υφαντουργοί και οι βυρσοδέψες και ερημώθηκαν οι βιοτεχνίες και τα βαφεία. Αρκετοί κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές κι έτσι ο πληθυσμός του Τυρνάβου μειώθηκε στις 4-5 χιλιάδες. Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, που βρέθηκε τον καιρό εκείνο στον Τύρναβο, δίνει την παρακάτω περιγραφή: Ο Τύρναβος ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο… τα περισσότερα χωριά του κάμπου φαίνονταν ερημωμένα ή θρηνούσαν τους νεκρούς τους, μονάχα μερικοί Τούρκοι μοιρολάτρες είχαν παραμείνει στη Λάρισα μαζί με τους Εβραίους που εμπορεύονταν τα πράγματα των πεθαμένων. Συγγραφείς της εποχής εκείνης επιρρίπτουν ευθύνες στις τουρκικές αρχές για την ίσως σκόπιμη αδιαφορία τους και την ανυπαρξία των ενδεδειγμένων προφυλακτικών ή απολυμαντικών μέσων.
Όταν το 1821 κηρύχθηκε η ελληνική επανάσταση ξεχάστηκαν τα προνόμια που η μεγάλη πύλη είχε παραχωρήσει στον Τύρναβο, η δε πόλη αποτέλεσε το κέντρο των διερχομένων από τη Μακεδονία τουρκικών στρατευμάτων προς καταστολή των διαφόρων επαναστατικών κινηματών. Τότε οι Λαρισαίοι και οι Τυρναβίτες υπέστησαν πολλά δεινά. Επήλθε τότε η παρακμή στη σιτοκαλλιέργεια, βιοτεχνία κ.α.

Η απελευθέρωση του Τυρνάβου έγινε την 1η Σεπτεμβρίου του 1881, όταν ολόκληρη η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα με απόφαση του συνεδρίου του Βερολίνου που συνήλθε το Μάρτιο του ίδιου χρόνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Την εποχή εκείνη της προσάρτησης, ο Τύρναβος παρουσίαζε όψη χωριού. Οι Τούρκοι κάτοικοί του έμειναν στο ανατολικό μέρος της πόλης, ενώ οι χριστιανοί, που ήταν περισσότεροι, στο δυτικό, όπου ήταν η μητρόπολη.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897) άρχισε στις 5 Απριλίου 1897 και ήταν ατυχής για την Ελλάδα. Η περιοχή του Τυρνάβου επηρεάστηκε από την πρώτη κιόλας μέρα, καθώς οι πρώτες συγκρούσεις έλαβαν χώρα στη Μελούνα, στους πρόποδες της οποίας βρίσκεται ο Τύρναβος. Επικεφαλής της ελληνικής ταξιαρχίας, που είχε καταλάβει τη γραμμή Μπουγάζι- Λουσφάκι – Γκρίτζόβαλη – Μελούνα, ήταν ο ταξίαρχος Μαστραπάς και διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων ο Εντέμ Πασάς. Η μάχη άρχισε στις 6 το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, 5 Απριλίου 1897, στη Μελούνα. Μετά από σθεναρή αντίσταση τα ελληνικά στρατεύματα, που εν τω μεταξύ έχασαν τον ταξίαρχό τους, υποχώρησαν στη γραμμή Λουσφάκι – Δελέρια, όπου έγινε τρομερή μάχη. Ύστερα από ηρωική άμυνα μιας μέρας μπροστά στη μεγάλη αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς τη Λάρισα κι από εκεί στα Φάρσαλα.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.