*Του Βάιου Κουτριντζέ, πολιτικού μηχανικού-συγγραφέα
A΄ Cherchez la femme!
«ΤΡΕΜΩ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ότι η ερωντική ιστορία που βιώσαμε, θα γίνει σκόνη μετά και το δικό μου θάνατο, σα να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ!» μου εξομολογήθηκε μ’ έκδηλα τα σημάδια της συγκίνησης επάνω του, «Ηρέμησε, Παύλο. Ενδεχομένως, να υφίσταται κάποιος συμπαντικός μηχανισμός, που διατηρεί στο διηνεκές το περιεχόμενο της ανθρώπινης μνήμης» του είπα με παρηγορητική διάθεση, παίζοντάς το ολίγον Ουμπέρτο Έκο.
Ο Παύλος ήταν συνταξιούχος φιλόλογος καθηγητής, όπως κι εγώ (Περικλής κατ’ τ’ όνομα), πρώην συνάδελφος και φίλος μου, ο οποίος, μετά την αποχώρησή του απ’ την ενεργό δράση και την απώλεια της συζύγου του, καταπιάστηκε με τη συγγραφή ενός βιβλίου που θα περιείχε τις αναμνήσεις του της ζήσης του. Γενικόλογο όμως, -κοινωνικές, πολιτικές, λογοτεχνικές, κ.λπ. θύμησες- όχι αυτοβιογραφικό.
Εγώ, πάλι, μετά τη συνταξιοδότησή μου, ασχολούμαι συστηματικά με τη συγγραφή πεζογραφημάτων, κυρίως διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που δημοσιεύω σποραδικά στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό.
Χαμογέλασε, πικρά, κουνώντας το κεφάλι του. «Φρούδες ελπίδες, κύριε καθηγητά. Δεν επιτρέπεται να ξεστομίζουμε τέτοιες κενολογίες. Σκέψου να το ‘λεγες αυτό στην Τάξη. Ποιες εξηγήσεις θα έδινες στους μαθητές σου, που θα σε βομβάρδιζαν μ’ ερωτήσεις του τύπου: «έχει επιστημονική βάση αυτή σας τη άποψη, κ. καθηγητά;».
«Μην είσαι απόλυτος, ποτέ δεν ξέρεις άλλωστε, είναι επιστημονικά παραδεκτό πως ό,τι δε γνωρίζουμε δε σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτο. Πόσες φορές δε συζητήσαμε το ακανθώδες ζήτημα της ακατανόητης μετάβασης απ’ την ύπαρξη στην ανυπαρξία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τους νόμους περί διατήρησης μάζας-ενέργειας το ανύπαρκτο είναι αδύνατο να είναι κενό».
«Τώρα, μιλούν ο Lavoisier και ο Elstein συγχρόνως. Μαζέψου, Περικλή! Δεν είμαστε θετικοί επιστήμονες, Άγη! Άστα, όμως, τώρα, αυτά τα δυσνόητα, γιατί εγώ θα σου χαρίσω κάτι χειροπιαστό, το χειρόγραφο, στο οποίο παραθέτω τις ανείπωτες στιγμές του ερωτικού μου περιστατικού, που θα σε βοηθήσει ν’ αντιληφθείς πληρέστερα τα διατρέξαντα και θα σου παρασχήσω το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσεις με όποιον τρόπο κρίνεις εσύ προσφορότερο ως συγγραφέας».
Ως συγγραφέας, εγώ, ακούγοντας τη λέξη «χειρόγραφο», ενθουσιάστηκα επειδή, άλλο είναι να σου δωρίζουν ένα καλλιεπές αλλά άψυχο βιβλίο κι άλλο ένα ταλαιπωρημένο χειρόγραφο, το οποίο, όμως, έχει διαποτιστεί με τις αγωνίες και τα συναισθήματα του γραφέα του.
Κατόπιν, ενόσω τον άκουγα, με περισσή προσοχή, να ξεδιπλώνει, αργά αργά, το αισθηματικό συμβάν, απ’ τη θέση που καθόμουν στο σαλόνι του σπιτιού του, σάρωνα, στην τζαμένια βιβλιοθήκη, τους τίτλους στις ράχες των χρυσοδεμένων τόμων: Άπαντα Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Νιρβάνα, Σουρή, Κρυστάλλη, Πορφύρα, Κοραή, Τερτσέτη, Παλαμά, Καζαντζάκη, Λουντέμη, Μαγκλή, Αρχαίοι Έλληνες Τραγικοί (του Παπύρου)…, -η βαριά παραγωγή της Ελληνικής Λογοτεχνίας-, και, μέσα σ’ ένα ασημένιο κάδρο, το ζευγάρι, εύχαρι κι ευτυχισμένο.
Κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης, η ψυχική ένταση του φίλου μου αυξανόταν, ολίγον μετ’ ολίγον, και κορυφώθηκε με την τελεύτηση της αφήγησης. Τη δεδομένη στιγμή, μια στενόχωρη ταραχή τον κυρίεψε, ίδρωσε, τρεμούλιασε το σαγόνι του κι έχασε το ρυθμό της αναπνοής του. Εξουθενωμένος, απόθεσε στο πλάι το παλιό, ριγωτό, κιτρινωπό τετράδιο, με τον ήρωα της Επανάστασης στο εξώφυλλο. Τα μάτια του απόκτησαν απύθμενο χρονικό βάθος. Ξεφύσησε, διακεκομμένα, στενάζοντας.
«Είσαι καλά. Παύλο, μήπως πονάς κάπου;» Προσπάθησε ν’ απαντήσει, αλλά η φράση βγήκε ακαταλαβίστικη, πράγμα που με φόβισε τα μάλα, καθ’ ότι ήμασταν εβδομηντάρηδες πια, ευάλωτοι στα καρδιακά κι εγκεφαλικά επεισόδια. «Σε ψυχαγώγησα ή σ’ έκανα να πλήξεις, φίλε μου;» με ρώτησε αδύναμα και μισό χαμόγελο σχηματίστηκε στα στεγνά του χείλη.
Ανέπνευσα βαθιά. «Βρήκα εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα την ερωτική περιπέτεια των δύο ερωτευμένων που ανέγνωσες και απολύτως ρεαλιστική ωστόσο, ανίχνευσα κάποιες υποδόριες τάσεις ρομαντισμού» τον διαβεβαίωσα.
«Ναι, δεν αντιστάθηκα στις ονειρικές υπερβάσεις του πραγματικού». «Πάντα ήσουν προσγειωμένος σήμερα, μ’ έκπληξη διαπίστωσα, τόσο στο κείμενο όσο και εν τοις πράγμασιν, τη νοσταλγική διάθεσή σου για κάτι που έλαβε χώρα στο παρελθόν. Σου υποβάλω λοιπόν την εύλογη ερώτηση: πώς εξηγείται αυτή η ασυμβατότητα».
«Cherchez la femme! Η γυναίκα, φίλε μου, τα φέρνει όλα κάτω, στο ανακάτεμα των λογοτεχνικών ρευμάτων θα υστερούσε; Κατά τ’ άλλα, μήπως εντόπισες καμιά κραυγαλέα ανακρίβεια στην περιγραφή των δύο ηρώων;»
«Όχι, άλλωστε τα πρόσωπα μου ήταν και τότε (στο χρόνο του χειρόγραφου) γνωστά, δε μου’ ρχεται τίποτε το νου, Μα, για στάσου τι κάνεις. Μ’ εξετάζεις σαν μαθητή σου; δεν απαλλάχτηκες ακόμη απ’ αυτή την έξη;».
Σε λίγο, με την κουβέντα, είχε αποβάλει το ψυχικό άχθος, είχε γαληνέψει παντελώς και αμέσως μετά, η στάση του απέπνεε μιαν απρόσμενη δυναμικότητα, υπερνικώντας την ψυχοσωματική εξουθένωση. Συγχρόνως, παρατήρησα ότι πραγματοποιούνταν μία ανεξήγητη, δυσδιάκριτη μεταμόρφωσή του, κάτι ανάλογο με τη μεταμόρφωση του Κάφκα.
συνεχίζεται
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.