Γράφει ο π. Δημήτριος Τσιγάρας
Ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις κληρικού που υπηρέτησε την Επανάσταση του 1821 ως αγωνιστής, ιατρός, θεολόγος και ιεροκήρυκας, ως δάσκαλος των ελληνόπουλων σε μαθήματα γεωγραφίας, φυσικής και χημείας και ως τεχνοκράτης, όπου αργότερα δραστηριοποιήθηκε και στην έκδοση βιβλίων.
Γεννήθηκε το1774 ( ή κατ΄’αλλ’ους το 1777) στο χωριό Καστανιά Τρικάλων. Σε ηλικία πέντε ετών ορφανεύει από τον πατέρα του. Έχει έναν αδελφό, τον ιερομόναχο Ιωακείμ. Το πατρικό του όνομα είναι Πούρος ή Μπούρος. Αλλά έμεινε όμως στην ιστορία ως Διονύσιος Πύρρος ό Θετταλός. Τα πρώτα του γράμματα τα μαθαίνει στην Καστανιά και αργότερα χειροτονείται μοναχός στη μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων από τον πρώην Τρίκκης, Αμβρόσιο (Εκοιμήθη το 1802 στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους). Ο Πύρρος αρχικά πηγαίνει στα Τρίκαλα για να διδαχθεί την ελληνική γραμματική και τα πρώτα μαθηματικά από τον Κοζανίτη Στάμκο. Σε λίγο καιρό (δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρόνο) πηγαίνει στον Τύρναβο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα όπου δίδασκε ο επιφανής του Γένους ιερέας και διδάσκαλος Ιωάννης Δημητριάδης – Πέζαρος, που διακρινόταν για την κατά κόσμο σοφία του, τη λιτότητα του βίου του, και την έμπρακτη αγάπη και στοργή του στους άπορους μαθητές του.
Ο επιφανής του Γένους Δάσκαλος Ιωάννης Δημητριάδης-Πέζαρος έδρασε στον Τύρναβο το 18ο αιώνα. Αρχικά εκπαιδεύτηκε στη σχολή που άκμαζε στην πατρίδα του, κατόπιν στα Γιάννινα και στη συνέχεια στο Άγιο Όρος. Από εκεί πήγε και δίδαξε, έπειτα από σχετική πρόσκληση, στην Τσαριτσάνη και το 1776 στο Λιβάδι. Μετά δίδαξε στην περιώνυμη Σχολή του Τυρνάβου κατά την περίοδο από το 1782 μέχρι 1806. Στον Τύρναβο ο Πέζαρος χειροτονήθηκε ιερέας το 1790 και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό οφφίκιο του οικονόμου. Μαθητές του υπήρξαν διαπρεπείς λόγιοι, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος Πύρρος, Στέφανος Δούγκας, Δημήτριος Αλεξανδρίδης, Γεώργιος Ζαχαριάδης, Ζήσης Δαούτης και ο Κωνσταντίνος Κούμας, και ως μαθητής θυμάται: «Τό πρωί καί αὐτός καί οἱ μαθηταί του ὑπέστρεφαν ἀπό τήν ἀκολουθίαν καί λειτουργίαν τῆς ἐκκλησίας καί ἤρχιζαν τήν σπουδήν, καί ὅταν ἐτελείωναν τό βράδυ,ἀμέσως ὑπήγαιναν εἰς τόν ἑσπερινόν».
Ο Διονύσιος ταξίδεψε σε πολλές περιοχές όπως η Θεσσαλία, Μακεδονία, Άγιο Όρος, Λήμνος, Τένεδος, Θράκη. Ολοκληρώνεται με την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη όπου χειροτονήθηκε διάκονος. Εργάζεται στην αρχή ως οικοδιδάσκαλος και αργότερα ως γραμματέας του μητροπολίτη Χαλκηδόνας Ιερεμία. Έπειτα χειροτονείται Αρχιμανδρίτης από τον μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο και στη συνέχεια μαζί με τον αδελφό του Ιερομόναχο Ιωακείμ, αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα, επιθυμώντας να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Για δύο χρόνια ( 1803-1805) παραμένει στις Κυδωνίες προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα στο κέντρο ελληνικής παιδείας. Ένα φημισμένο σχολείο της εποχής. Εκεί, διδάσκεται μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία από τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και διδάσκεται τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς από τον Γρηγόριο.
Στην νήσο της Χίου, δίδαξε για λίγο και ταυτόχρονα συμπληρώνε την μόρφωσή του με μαθήματα ρητορικής, θεολογίας και αστρονομίας από τον Ιωάννη Τσελέπη. Επιστρέφει στην Μικρά Ασία για να διδάξει αυτή την φορά, μετά από αίτημα των Σμυρναίων ώστε να τους στείλουν ιερομόναχο δάσκαλο. Διδάσκει για μικρό διάστημα, αλλά η ανήσυχη ψυχή του ζητά κι άλλες γνώσεις. Φεύγει για την Ιταλία. Εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές των προχούντων της Χίου προς τους εμπόρους του Λιβόρνο, αφήνει τα ταξίδια του στην Ελλάδα και ξεκινά για την Ευρώπη. Από θρησκευτικής πλευράς ο Διονύσιος Πύρρος έγραψε «Εκκλησιαστικόν Παραλληλοκύκλιον» (Λιβόρνω 1806).
Στον επόμενο σταθμό του, την Παβία, εγγράφεται στο πανεπιστήμιο (1807) και σπουδάζει ιατρική και φιλοσοφία. Το Πανεπιστήμιο της Παβίας, είναι ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα πανεπιστήμια τόσο της Ιταλίας όσο και ολόκληρης της Ευρώπης που εδρεύει στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας και διέθετε τότε 9 σχολές. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στις 14 Απριλίου του έτους 1813 έλαβε το πτυχίο της ιατρικής σχολής και παράλληλα της φιλοσοφίας. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα θετικών και πρακτικών επιστημών και παρακολουθεί πρακτικά μαθήματα αστρονομίας και μαθηματικών. Στα Πανεπιστήμια της Ιταλίας και αργότερα της Αυστρίας και εξασκήθηκε στην χειρουργική, και μετά εργάστηκε στο νοσοκομείο του Αγίου Αμβροσίου, στο Μιλάνο. Επίσης έχει γράψει διάφορα εκπαιδευτικά και ηθικοπλαστικά βιβλία του Πύρρου αναφέρονται: «Χειραγωγία των παίδων, ήτοι πραγματεία περί των χρεών του ανθρώπου» (Εν Βενετία 1810, εν Βιέννη 1813).
Αργότερα δέχεται πρόταση των Ορθοδόξων του Λιβόρνο να αναλάβει ως εφημέριος της τοπικής εκκλησίας, για τους επόμενους οκτώ μήνες διαμένει εκεί. Στη συνέχεια, επισκέπτεται την Πίζα, την Φλωρεντία, την Μπολόνια και στις Ακαδημίες της Πάδοβας. Όσο καιρό διέμενε στην Ιταλία συνέγραψε Αριθμητική, πρακτική Αστρονομία, Βοτανική προσαρμοσμένη στην Ιατρική και στην Οικονομία, με 200 εικόνες φυτών χρωματισμένες από τον ίδιο, και τον Άτλαντα, ήτοι νέα Γεωγραφική Χάρτα (Εν Μεδιολάνοις, 1814). Το επόμενο χρονικό διάστημα παρακολουθεί μαθήματα, ως ακροατής. Ολοκληρώνει τις σπουδές του και την περιοδεία του στην Ευρώπη, για την συμπλήρωση της εγκυκλοπαιδικής του μόρφωσης στο πανεπιστήμιο της Βιέννης όπου θα φτάσει δια μέσου Βενετίας και Τεργέστης. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, δια μέσου Μιλάνου. Σκοπεύει να εγκατασταθεί στην Χίο και να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.
Όμως, από την Ιταλία θα πάει τελικά στην Ζάκυνθο για να καταλήξει στην Πάτρα όπου κατά την σύντομη παραμονή του εκεί θα συναντηθεί με τον Χαρίλαο Τρικούπη. Επόμενος σταθμός η Αθήνα. Μετά από παρακίνηση του Μητροπολίτη Αθηνών Γρηγορίου Δ΄ του Λέσβιου, παρατείνει την παραμονή του στην πόλη. Ο ηγούμενος της μονής των Αγίων Ασωμάτων Διονύσιος Πετράκης, τον πείθει να μείνει και να διδάξει ιατρική, φυσικές επιστήμες και φιλοσοφία. Παραμένει στην Αθήνα από το 1814 μέχρι το 1815. Ιδρύει το πρώτο επιστημονικό σχολείο, από όπου απεφοίτησαν οι πρώτοι γιατροί και ένα βοτανικό κήπο με 300 είδη φυτών καθώς κι ένα ορυκτολογικό μουσείο στο σπίτι του Δημήτρη Καλλιφρονά.
To 1815 η επιστημονική σχολή Αθηνών έχει εγκαταλειφθεί και ουσιαστικά έχει διαλυθεί, για οικονομικούς λόγους. Μετά από μια οκτάμηνη παραμονή του στην Χαλκίδα όπου μετέβη μετά από παράκληση του πασά της Εύβοιας Οσμάν, προσφέροντας τις ιατρικές του υπηρεσίες, ο Πύρρος αποφασίζει να περιοδεύσει στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο για ένα διάστημα είκοσι μηνών. Γράφει ο ίδιος. « …εκίνησα και έκαμα την περιήγησιν της Ελλάδος, η οποία μέχρι τούδε έμεινεν ατύπωτος. Δέκα έξ μήνας έκαμα εις την περιήγησιν της Ελλάδος και πολλά εδαπάνησα εις την οδοιπορίαν μου, πλήν έμεινα κατά πολλά ευχαριστημένος ιδών τα πάντα…».
Ξεκινά το μορφωτικό του ταξίδι για την Μεγαρίδα, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, τη Αιτωλία, τη Πελοπόννησος και τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος, Κύθηρα, Σύρος και Τζιά. Το έργο του « Περιήγησις της Ελλάδος και πόλεμοι αυτής αρχαίοι και νεώτεροι» αποτελείται από δύο τόμους. Στον πρώτο τόμο περιέχονται: Εισαγωγή, Γενική καταγραφή της Ελλάδος, Αρχαίοι και νεώτεροι πόλεμοι αυτής, Αττικά και Ελευσινιακά, Μεγαρικά, Βοιωτικά και Ευβοϊκά, Λεβαδιακά, Λοκρικά, Φωκικά, Ναυπακτιακά και Αιτωλικά. Στον δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται: Κορινθιακά και Σικυωνικά, Αχαικά, Ηλιακά και Τριφυλιακά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Λακωνικά, Αργολικά, Κύθηρα, Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος, Αίγινα, Σαλαμίν και Κέως.Το κεφάλαιο Αργολικά θα πρέπει να το συμπλήρωσε και μετά το 1815 γιατί αναφέρει γεγονότα που έγιναν αργότερα.
Στην Κωνσταντινούπολη φτάνει το 1818, όπου Πατριάρχης είναι ο Κύριλλος. Στις 14 Ιανουαρίου του 1819, ο νέος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄τον γνωρίζει με τον αρχίατρο του σουλτάνου Μουσταφά Πεχξέτ, ο οποίος τον εφοδιάζει με την απαιτούμενη άδεια (Χάτι) άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Εργάζεται ως γιατρός τα επόμενα δύο χρόνια και στις 20 Φεβρουαρίου του 1820 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον τιμά με το αξίωμα του «αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού θρόνου» αναθέτοντας του συγχρόνως καθήκοντα ιεροκήρυκα.
Βοτανική πρακτική Διονυσίου Πύρρου.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.