Γράφει ο π. Δημήτριος Τσιγάρας
Ιδρυτής της Εκκλησίας της Λάρισας είναι ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος. Πλήθος αγίων επισκόπων στη Θεσσαλία, με κληρικούς, λαϊκούς και κυρίως επισκόπους, διακρινόμενους για τη θεολογική τους κατάρτιση, το ήθος και πάντοτε με παιδία και νουθεσία Κυρίου, σε καιρούς χαλεπούς και κρίσιμους για την χώρα αλλά και την Οικουμένη. Πολλοί από τους επισκόπους αυτούς κατατάχθηκαν στη χορεία των αγίων της εκκλησίας, ενώ άλλοι ανήλθαν στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντίνου-πόλεως ή σε άλλα υψηλά αξιώματα, πάντοτε στην διακονία της Εκκλησίας. Οι μητροπολίτες της Λάρισας λάμπρυναν τον ιστορικό τους θρόνο με την οσιακή και κατά Χριστόν ζωή τους, με την πλούσια και πολυσχιδή εκκλησιαστική τους δράση, με το φιλανθρωπικό και κοινωνικό τους έργο. Η Διακονία των Επισκόπων Λαρίσης στην απαριθμεί εννέα (9) Οικουμενικούς Πατριάρχες, παρουσιαζόμενοι εδώ σε έναν σύντομο βίο κατά την χρονική περίοδο που διετέλεσαν στον Οικουμενικό Θρόνο.
Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Άνθιμος ο Δ΄.
Ο Άνθιμος Δ΄ ο Βαμβάκης ή (Ταμβάκης) διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη (1840-1841) και (1848-1852).
Ο Άνθιμος Βαμβάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1785. Ήταν άνθρωπος μειλίχιος και μορφωμένος και στις αρχές του 19ου αιώνα δίδαξε στην Ελληνική σχολή Διπλοκιονίου (Beşiktaş) Κωνσταντινουπόλεως όντας ήδη τότε διάκονος. Το 1815 χειροτονήθηκε Διάκονος. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατόπιν αφού χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος διορίστηκε Μέγας Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τον Οκτώβριο του 1825 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου (1825-1835). Τον Σεπτέμβριο του 1835 εξελέγη Μητροπολίτης Λαρίσης (1835-1837). Τον Αύγουστου του 1837 εξελέγη Μητροπολίτης Νικομηδείας (1837-1840). Στις 21 Φεβρουαρίου 1840 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Στις 6 Μαΐου 1841 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της αντίδρασης από τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ τον Α΄ και αποσύρθηκε στην Πρίγκηπο. Στις 19 Οκτωβρίου 1848 επανεξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης. Στην δεύτερη αυτή Πατριαρχία του ασχολήθηκε με το ζήτημα της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκέφαλη από το 1833, χωρίς να αναγνωρίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεξήγαγε μυστικές συνεννοήσεις και το 1850, κατόπιν επιστολών της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνεκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο για το θέμα. Στις 29 Ιουνίου 1850, η Σύνοδος εξέδωσε Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, ο οποίος ανακήρυσσε με κανονικό τρόπο την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος και όριζε ότι η Εκκλησία θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακολύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».
Επίσης κατά την δέυτερη φορά στον Θρόνο όπως και προκάτοχος του πατριάρχης Ανθιμος ΣΤ’ ο Ιωαννίδης ή Κουταλιανός (1845-1848) ασχολήθηκαν και με την επισκευή του Ναού της του Θεού Σοφίας (ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ). Εκτός των διαφόρων μικροεπισκευών, η πλέον ριζική επισκευή ήταν εκείνη των Ιταλών αδελφών Φοσσάτι (1847-49). Εστερεώθη ο τρούλλος με περίζωση της βάσεώς του διά διπλής χαλύβδινης στεφάνης, ώστε να γίνει δυνατή η ελάφρυνση των αντηρίδων. Ελήφθη επίσης φροντίδα για την αποκάθαρση και επισκευή των μωσαϊκών από τους ζωγράφους Λανζόνι και Φορνάρι. Αργότερα ωρισμένες επισκευές έγιναν επίσης μετά τον Σεισμό του 1894. Στις 30 Οκτωβρίου 1852 επαύθη και πάλι και αποσύρθηκε ξανά στην Πρίγκηπο, όπου και έμεινε μέχρι το θάνατό του το 1878.

Βιβλιογραφία:
Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, Κατάλογος Πατριαρχών.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.