Ο Ντάνιελ Μπλέηκ…
στην ταινία του Κεν Λόουτς…
άνεργος πριν την σύνταξη…
χαμένος στους δαιδαλώδεις νόμους…
μιας εποχής που δεν καταλαβαίνει…
και δεν μπορεί να προσαρμοστεί…
έχοντας απέναντι ένα κράτος…
που τον αντιμετωπίζει ως αόρατο…
συναντά μία νέα άνεργη γυναίκα…
που μένει νηστική…
για να έχει λίγο φαγητό για τα παιδιά της…
η γυναίκα…
νηστική μέρες…
θα καταρρεύσει από την πείνα…
μέσα σε ένα κοινωνικό παντοπωλείο…
ο κόσμος μαζεμένος γύρω από την ψησταριά…
από τις πολλές που είχαν στηθεί σε υπαίθριους χώρους…
Τσικνοπέμπτη…
ο κόσμος τηρούσε το έθιμο…
με εκείνη τη δόση υπερβολής και αφθονίας…
τσίκνα που είχε διαποτίσει αέρα, ρούχα και μύτες…
δυνατές φωνές…
τις περισσότερες φορές δεν έλεγαν τίποτα…
δυνατά γέλια που από κάτω έκρυβαν μία μελαγχολία…
τα φρέσκοτσικνιστά σουβλάκια, λουκάνικα και λοιπά κρεατικά άρχισαν να βγαίνουν…
από το βάθος…
χαμένη στο πλήθος…
μια ηλικιωμένη γυναίκα…
αδύνατη…
σχεδόν ασκητική…
πρόσωπο και σώμα…
οστεωμένο…
αλλά ευθυτενής…
με ένα βλέμμα περήφανο…
μιας άλλης εποχής…
την πρόσεξα…
φορούσε ένα παντελόνι…
ένα πουλόβερ…
από πάνω μία συνθετική γούνα…
το ντύσιμό της…
αξιοπρεπές όπως η ίδια…
καθαρό όπως το βλέμμα της…
κι ας πρόδιδαν τα ρούχα της…
τη φθορά επάνω τους…
και τη φθορά του χρόνου στην ίδια…
πλησίαζε τα 80…
η ενέργειά της…
την έκανε να φαίνεται μικρότερη…
παρότι ο χρόνος είχε κάνει τη δουλειά του…
και είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό της και στις κινήσεις της…
αναμείχθηκε με το ευτυχισμένο πλήθος…
αυτό που έπινε και γλεντούσε μεγαλόφωνα γύρω από την ψησταριά…
προσπαθούσα να φτιάξω την ιστορία της…
από που έρχεται…
είναι μόνη…
έχει παιδιά…
συγγενείς…
πως άραγε ήταν η ζωή της…
πως βρέθηκε εδώ…
με τα ρούχα μιας άλλης εποχής…
και τη συνθετική γούνα…
πλησίασε…
με χαμηλή φωνή και τεράστια ευγένεια ρώτησε…
κοιτώντας σουβλάκια και λουκάνικα που έβγαιναν από την ψησταριά…
«είναι δωρεάν ;»
εισέπραξε καταφατική απάντηση…
κάποιος της έβαλε σε ένα πιάτο…
δυο σουβλάκια και ένα λουκάνικο…
ευχαρίστησε καθώς έπαιρνε το πιάτο…
έσυρε τα βήματά της σε μία γωνία…
έβγαλε ένα ένα με τα χέρια της…
τα κομμάτια από τα σουβλάκια…
προσέχοντας μην πέσει κανένα κάτω…
κάθε κομμάτι μετρούσε…
τα τύλιξε μέσα στο χάρτινο πιάτο που της είχαν δώσει… ΄
«σαν άλλη σούπα πια δεν έχεις
τι άλλο να σε σταματά;
πρέπει ολάκερο το κράτος
τα πάνω κάτω ανάποδα να φέρεις…»
έγραφε ο Μπρεχτ…
πριν ένα αιώνα…
με την ελπίδα…
ο κόσμος να αλλάξει…
ο κόσμος άλλαξε…
και συνεχίζει να αλλάζει…
βίαια…
ένας πύραυλος του Έλον Μασκ…
κοστίζει όσο η διάσωση μιας ολόκληρης χώρας από λιμό…
αόρατες χώρες…
με αόρατους ανθρώπους…
τίποτα τελικά δεν έχει αλλάξει…
όταν ο άνθρωπος δεν έχει ένα πιάτο σούπα…
με τυλιγμένο στο χάρτινο πιάτο το φαγητό της…
ξεκίνησε την επιστροφή της…
κανένας δεν την είδε την ώρα που έσερνε τα βήματά της…
έμεινα να την κοιτάζω…
μέχρι που απότομα χάθηκε…
απότομα…
όπως απότομα εμφανίστηκε…
δεν μπορούσα να φανταστώ που θα πήγαινε…
σήμερα έφαγε…
αύριο δεν θα ήταν Τσικνοπέμπτη…
οι ψησταριές θα είχαν μαζευτεί…
εκείνη…
θα πεινούσε πάλι…
την ώρα που έσερνε τα βήματά της…
μια σχισμένη σημαία…
σε ένα δημόσιο κτίριο…
άρχισε να κυματίζει…
είχε σηκωθεί κρύος αέρας…
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.