«…τεκμηριωμένα ερευνητικά δεδομένα για παιδιά και εφήβους δείχνουν αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε φαινόμενα θυματοποίησης/εκφοβισμού στην οικογένεια και το σχολείο και δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, όπως παρατεταμένο σοβαρό άγχος, έντονα αισθήματα ανασφάλειας, φόβου/ πανικού, καταθλιπτικά συναισθήματα, επιδείνωση σωματικής/ ψυχικής υγείας, μη αυτοκτονικοί αυτοτραυματισμοί, αυτοκτονικοί ιδεασμοί και απόπειρες αυτοκτονίας»
Του Ηλία Κουρκούτα (PhD Κλινικός Ψυχολόγος, Καθηγητής Ψυχολογίας Παιδικών & Εφηβικών Διαταραχών/EEA)
Έχω αναφέρει πολλές φορές ότι η βία και η παραβατικότητα των εφήβων, καθώς και ο ενδο- ή εξωσχολικός εκφοβισμός, δεν είναι απαραίτητα αυξημένες, όπως παρουσιάζεται και υπερπροβάλλεται στα ΜΜΕ.
Σήμερα αναφέρθηκε, στις ειδήσεις, περιστατικό σε σχολείο νησιού, όπου ένα 10χρονο αγόρι χαστουκίστηκε από τον σύντροφο της μητέρας του. Οι δάσκαλοι το διερεύνησαν και ανακάλυψαν ότι το περιστατικό είχε επαναληφθεί στο παρελθόν, καθώς τόσο ο σύντροφος όσο και η μητέρα το είχαν ξαναχτυπήσει. Οι εκπαιδευτικοί κατήγγειλαν το γεγονός, και σχηματίστηκε άμεσα δικογραφία για κακοποίηση ανηλίκου.
Μερικά χρόνια πριν, ή ακόμα και σήμερα για πολλούς, ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να προκαλούσε ειρωνικά γέλια. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, η βία ήταν θεσμικά κατοχυρωμένη τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι. Η σωματική τιμωρία ήταν ευρέως διαδεδομένη και αποδεκτή ως τρόπος πειθαρχίας, τόσο από γονείς όσο και από δασκάλους, σε σημείο που πολλές φορές έφτανε σε ακραίες καταστάσεις.
Τα παιδιά τρομοκρατούνταν από τους δασκάλους, ενώ συχνά οι εμπειρίες στο σπίτι οδηγούσαν σε ψυχολογικά τραύματα με σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχική τους ανάπτυξη. Η αυταρχική διαπαιδαγώγηση, σε συνδυασμό με τη σκληρή σεξουαλική καταπίεση, όχι μόνο των κοριτσιών αλλά και των αγοριών, είχε σοβαρές συνέπειες . Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο αυνανισμός θεωρούνταν αδιανόητος στην εφηβεία και μπορούσε να επιφέρει σκληρή τιμωρία, ενώ το γυμνό σε ταινίες και δημόσια τηλεόραση ήταν απαγορευμένο. Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις, εντός της οικογένειας ή σε στενό κύκλο, ήταν συνηθισμένες και προφανώς πολύ περισσότερες από ό,τι σήμερα.
Η βία μεταξύ αδελφών, καθώς και σε κοινωνικό επίπεδο (π.χ. στις γειτονιές), μεταξύ παιδιών που ήταν φίλοι, ήταν αυξημένη, όπως και οι χειροδικίες μεταξύ οδηγών στον δρόμο ή ακόμα και σε χώρους διασκέδασης για ασήμαντες αφορμές. Ας μην μιλήσουμε καν για τη βία εναντίον των κοριτσιών και των συζύγων – έστω λεκτική, έστω ψυχολογική. Η επιβολή του άντρα ήταν δεδομένη, τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο για τον ίδιο όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ως ανδρισμός και εικόνα εαυτού, ενώ ο αποκλεισμός της γυναίκας από την αυτόνομη κοινωνική ζωή ήταν ευρέως αποδεκτός.
Η σεξουαλική βία και εκμετάλλευση στην εφηβεία μεταξύ αγοριών – κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό – έχει καταστρέψει ψυχολογικά ζωές ανθρώπων και οικογενειών, οδηγώντας σε χρόνια κατάθλιψη, ασθένειες, και χωρισμούς σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής τους, ακόμη και σε ανθρώπους μορφωμένους και επαγγελματικά επιτυχημένους. Επαγγελματικά έχω συναντήσει αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις.
Σήμερα, όλα αυτά (αν και υφίστανται ακόμη) θεωρούνται σχεδόν αδιανόητα και σίγουρα μη ανεκτά.
Οικογένεια και ελληνική Κοινωνία
Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο που πρέπει να επισημανθεί για τη σύγχρονη οικογένεια, είναι η μεγάλη συναισθηματική εμπλοκή των γονέων των μεσαίων και μορφωμένων στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία και ο παράγοντας της υπερπροστασίας, που συχνά οδηγεί σε έλλειψη αυτονομίας και υγιούς αποστασιοποίησης των γονέων από τα παιδιά τους και κυρίως το αντίθετο.
Πολλοί έφηβοι «μάγκες» εμπλέκονται σε παραβατικές ή ανούσιες επιθετικές και διαταρακτικές συμπεριφορές (και βανδαλισμούς), συχνά ως αποτέλεσμα αυτής της υπερπροστασίας και της ανάγκης αυτονόμησης ή της επιθυμίας να διαρρήξουν τις έντονες συναισθηματικές δεσμεύσεις μέσα τους και να απαλλαγούν, έστω φαντασιωτικά, έστω και για λίγο, από τις «καλές αλλά καταπιεστικές γονικές φιγούρες». Μέσα από αυτές τις συμπεριφορές, αποκτούν μια ψευδαίσθηση δύναμης και παντοδυναμίας απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στους φίλους, απέναντι και στον εαυτό τους, ενώ κατά βάθος παραμένουν αδύναμοι, μειονεκτικοί και εξαρτημένοι από τους γονείς τους.
Η έννοια του «αρκετά καλού» και όχι του τέλειου γονέα, όπως έχει επισημανθεί εδώ και δεκαετίες από τον Winnicott, αποτελεί τον κανόνα και τη λογική οδό προς την αυτονομία, την κοινωνική υπευθυνοποίηση και τη συναισθηματική ωρίμανση.
Δυστυχώς, ο υπερσυναισθηματισμός της ελληνικής οικογένειας, οι συνεχείς ενοχικές συμπεριφορές μέσα από τις μεγάλες προσκολλήσεις, ο συναισθηματικός έλεγχος και οι εξαρτήσεις δεν ωφελούν τα παιδιά. Οι συναισθηματικές αδυναμίες -ηχηρό παράδειγμα- κάνουν πολλούς γονείς, και συχνά πατέρες, να μην μπορούν να πουν «όχι» στον γιο ή στην κόρη τους, να αδυνατούν να θέσουν όρια, λόγω της υπερβολικής ευαισθησίας ή της έντονης συναισθηματικής τους προσκόλλησης. Από αυτό δεν απαλλάσσονται ούτε οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Συχνά, πρόκειται για πατέρες που έχουν υποστεί βία ή σωματικές τιμωρίες και δυσκολεύονται να υιοθετήσουν μια υγιή στάση απέναντι στα παιδιά τους. Η ευαισθησία είναι σημαντική και αναγκαία· όμως, η υπερευαισθησία -παρότι ίσως δεν αποτελεί το καλύτερο «φάρμακο» για την αυτονομία και την ωρίμανση των παιδιών- είναι σίγουρα προτιμότερη από την αναλγησία, την αυταρχικότητα, την ψυχολογική και τη σωματική βία.
Ας μην ενοχοποιούμε, όμως, με μεγάλη ευκολία τους γονείς. Κάθε γονέας κουβαλάει τη δική του ιστορία, τις δικές του ματαιώσεις, τα δικά του «τραύματα», κατά κάποιον τρόπο. Πολλοί γονείς σήμερα ταλαιπωρούνται από διάφορα (συχνά υπερβολικά) άγχη και αμφιβολίες, ενώ συχνά βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις και αμφιθυμίες. Αυτό τους οδηγεί σε αντικρουόμενες συμπεριφορές, που αντανακλούν και τα αντικρουόμενα συναισθήματα μέσα τους (π.χ. θυμός για την ανωριμότητα του παιδιού τους, θυμός για τον εαυτό τους, κ.ο.κ.), αλλά και σε συζυγικές συγκρούσεις.
Κατανοούν τις υπερβολές τους, αλλά δυσκολεύονται να επιβάλουν όρια και απαγορεύσεις που δεν είναι βίαιες αλλά θεμιτές.
Η στέρηση και η αντοχή στη ματαίωση αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ωρίμανσης. Αντίθετα, οι υπερβολές και οι ακραίες ματαιώσεις μιας αυταρχικής εκπαίδευσης, είτε στο σχολείο είτε στην οικογένεια, οδηγούν σε ψυχικές «τερατογενέσεις» -φανερές ή κρυφές- και σε ανθρώπους που είναι δυστυχισμένοι και κάνουν και τους άλλους δυστυχισμένους.
Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο της υπερπροστασίας και της υπερβολικής εμπλοκής των γονέων, σύμφωνα με μια σημαντική έρευνά μας, έδειξε ότι σε οικογένειες με ελεγκτικούς ή υπερβολικά αγχωμένους και υπερπροστατευτικούς γονείς, αυτή η κατάσταση συνδέεται με εμπλοκή στον εκφοβισμό (είτε ως θύτες είτε ως θύματα) και, τελικά, με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης ή μετατραυματικού στρες (Plexousakis, Kourkoutas, Giovazolias et al., 2019).
Οι κλοπές, οι εκφοβισμοί ή ακόμη και η εξωτερίκευση της βίας στο σώμα ενός άλλου εφήβου, πέρα από τα επιθετικά ή εχθρικά συναισθήματα μίσους και οργής, σχετίζονται επίσης με τον τρόπο που ο ίδιος ο έφηβος βιώνει το σώμα του. Αυτές οι συμπεριφορές σχετίζονται με το αν το σώμα του έχει κακοποιηθεί ή, αντίθετα, από το πόσο ο έφηβος είναι σε θέση να διαχειριστεί τις ενορμήσεις του και, κυρίως, να εντάξει και να μετασχηματίσει την αναδυόμενη σεξουαλικότητά του σε ένα πλαίσιο σχέσης και τρυφερών συναισθημάτων προς τον άλλον.
Οι διαδρομές προς την επιθετικότητα και την νεανική παραβατικότητα είναι γενικά πολλές και σχετίζονται, ανάλογα την περίπτωση, με ποικίλους ψυχικούς και κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ.
Εκφοβισμός, Θύτες και Θύματα
Επιστρέφοντας, στο θέμα του εκφοβισμού, σε συνέχεια ενός προηγούμενου άρθρου, όλες οι έρευνες διαπιστώνουν ότι κάθε μορφή βίας στην οικογένεια, καθώς και ο σχολικός εκφοβισμός και η επιθετικότητα σε διαπροσωπικό επίπεδο, όχι μόνο προκαλούν σωματική βλάβη στα θύματα, αλλά οδηγούν σε σοβαρές αποκλίσεις και διαταραχές στην ψυχολογική τους εξέλιξη. Αυτό έχει αναπόφευκτες συνέπειες στον τρόπο που λειτουργούν και συμπεριφέρονται, καθώς και στις συναισθηματικές και διαπροσωπικές τους σχέσεις στο μέλλον : φοβίες, επιθετικές, εκρήξεις, διασπαστικές συμπεριφορές, δυσπιστία/ αμφιβολία στις σχέσεις, κλείσιμο στον εαυτό ή προσπάθεια αμυντικού ελέγχου του άλλου, καταθλιπτικά συναισθήματα, χαμηλή αυτοπεποίθηση, κοκ..
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η βασική διαταραχή που αποτυπώνει και αναδεικνύει τις συνέπειες της τραυματικής εμπειρίας που βιώνουν παιδιά και έφηβοι εξαιτίας του συστηματικού εκφοβισμού ή της βίας στην οικογένεια είναι η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΤΣ).
Πρόκειται για μια σοβαρή διαταραχή, μια ψυχική κατάσταση φόβου και τρόμου που μπορεί να βιώνουν αργότερα, ξεπερνώντας κατά πολύ τις συνηθισμένες φοβίες και κρίσεις πανικού που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι. Εδώ μιλάμε για μια κατάσταση έντονου και χρόνιας διάρκειας πανικού, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε κατάθλιψη. (Όλες οι διαταραχές, βέβαια, μπορούν να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση.)
Τα ίδια τα παιδιά που λειτουργούν ως εκφοβιστές, δεν μένουν αλώβητα, έχουν ¼ πιθανότητες να εμπλακούν σε παραβατικές πράξεις στο μέλλον, ενώ κάποια από αυτά μπορεί να οδηγηθούν στη διάπραξη εγκλήματος μέχρι την ηλικία των 30 ετών.
Στις δικές μας έρευνες, τα αγόρια πέφτουν θύματα άμεσου εκφοβισμού (σωματική βίας, σεξουαλικής παρενόχλησης) ενώ τα κορίτσια συνήθως έμμεσου (βρισιές, πειράγματα, αποκλεισμός /εξοστρακισμός από τις ομάδες /διαπροσωπικές σχέσεις κλπ).
Tα αγόρια θύτες παραδοσιακά χρησιμοποιούν περισσότερο σωματικούς /βίαιους τρόπους εκφοβισμού, ενώ τα κορίτσια σε μεγαλύτερο βαθμό συγκαλυμμένες ή έμμεσες μορφές εκφοβισμού. Τα κορίτσια θυματοποιούνται από τα αγόρια σε ποσοστό 60%, ενώ τα αγόρια θυματοποιούνται από τα αγόρια σε ποσοστό 80%.
Τα αγόρια αναφέρουν πιο συχνά ότι συμμετέχουν σε επεισόδια παρενόχλησης που υποκινούν τρίτοι (επιθετικά πρότυπα/ επιρροή ομάδας). Τα κορίτσια αναφέρουν πιο συχνά ότι συμπάσχουν με το άτομο που υφίσταται παρενόχληση από ότι τα αγόρια. Παράλληλα, τα αγόρια συμφωνούν περισσότερο με θετικές στάσεις και πεποιθήσεις ως προς συμπεριφορές παρενόχλησης από ότι τα κορίτσια (π.χ. «κάποιες φορές δεν πειράζει να παρενοχλούμε τους άλλους», «είναι καλό να τσακώνονται οι μαθητές μεταξύ τους» (βλ. Γιοβαζολιάς, Κουρκούτας & Μητσοπούλου, 2008).
Σε μία άλλη έρευνα στην Ελλάδα, όπου μελετήθηκαν ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως η ενσυναίσθηση (η ικανότητα αντίληψης της θέσης και των συναισθημάτων των άλλων), διαπτιστώθηκε ότι: (α) όσο μικρότερη είναι η ενσυναίσθηση των αγοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα εκδήλωσης συμπεριφορών εκφοβισμού, (β) όσο μικρότερη είναι η ενσυναίσθηση των αγοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα θυματοποίησης από συμπεριφορές εκφοβισμού, και (γ) όσο μικρότερη είναι η ενσυναίσθηση των αγοριών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να παρουσιάσουν ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (Giovazolias, Kourkoutas, Mitsopoulou & Georgiadi, 2010). Διαπιστώθηκε, επίσης, σημαντική συσχέτιση μεταξύ θυματοποίησης και άσχημης ψυχολογικής κατάστασης (π.χ. αισθήματα λύπης, μοναξιάς, απαισιοδοξίας για το μέλλον).
Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ομάδες παρουσιάζουν δυσκολίες ή αμυντικούς μηχανισμούς που καταλύουν την ικανότητα συναισθηματικής σύνδεσης με τον άλλον, την κατανόηση της θέσης του, καθώς και της έκθεσης του εαυτού σε κίνδυνο. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να οφείλονται είτε σε οικογενειακούς παράγοντες, είτε σε ενδογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, είτε σε αρνητικές εμπειρίες στο σχολικό περιβάλλον, είτε σε συνδυασμό όλων των ανωτέρων παραγόντων.
Είναι σημαντικό επίσης να αναφερθεί ότι, σε σχέση με τη διαφορετικότητα στον σεξουαλικό προσανατολισμό, σε έρευνα με 119 άτομα που ταυτοποιήθηκαν ως λεσβίες, ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι, περίπου το 25% ανέφερε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με αρνητικές αναμνήσεις και αγχογόνες παρεισφρητικές σκέψεις από εμπειρίες εκφοβισμού πολύ μετά το σχολείο (Chang & Lam, 2023).
Η έρευνα στο πεδίο του «ψυχικού τραύματος» έχει υιοθετήσει τον όρο «σύνθετο τραύμα» για να περιγράψει την εμπειρία πολλαπλών και/ή χρόνιων και παρατεταμένων τραυματικών γεγονότων που είναι επιβλαβή, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, για την ανάπτυξη του παιδιού, τα οποία συνήθως είναι διαπροσωπικού τύπου (π.χ. σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση στο πλαίσιο της οικογένειας ή συστηματικός και χρόνιος εκφοβισμός από συνομηλίκους στο σχολείο) (van der Kolk, 2007).
Ολοκληρώνοντας θα επαναλαμβάναμε, ότι τεκμηριωμένα ερευνητικά δεδομένα για παιδιά και εφήβους δείχνουν αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε φαινόμενα θυματοποίησης/εκφοβισμού στην οικογένεια και το σχολείο και δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, όπως παρατεταμένο σοβαρό άγχος, έντονα αισθήματα ανασφάλειας, φόβου/ πανικού, καταθλιπτικά συναισθήματα, επιδείνωση σωματικής/ ψυχικής υγείας, μη αυτοκτονικοί αυτοτραυματισμοί, αυτοκτονικοί ιδεασμοί και απόπειρες αυτοκτονίας.
Οι πρακτικές υποστήριξης, βοήθειας και «θεραπείας» σε ατομικό, σχολικό ή οικογενειακό επίπεδο θα αναφερθούν σε επόμενο σημείωμα.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.