του π. Δημητρίου Τσιγάρα
Η Μητρόπολη της Λάρισας ανέδειξε μερικούς οικουμενικούς πατριάρχες, μεταξύ των οποίων και οι παρουσιαζόμενοι εδώ Μητροφάνης Γ΄ και Παΐσιος Α΄.
Α) Ο Μητροφάνης Γ΄ (1520 – 9 Αυγούστου 1580)
Ο Μητροφάνης διετέλεσε οικ. πατριάρχης 2 φορές: την πρώτη την περίοδο 1565-1572 και τη δεύτερη την περίοδο 1579-1580
Η υπογραφή του οικ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄ (Ιουνιος 1560).
Ο Μητροφάνης, κατά κόσμο Γεώργιος και σύμφωνα με άλλους Μανουήλ ή Μιχαήλ, γεννήθηκε γύρω στο 1520 στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Αγία Παρασκευή ή στο Πρισκίδιο (Χάσκιοϊ) και γι’ αυτό φέρει το προσωνύμιο «Βυζάντιος». Ο πατέρας του ήταν έμπορος κεραμικών, βουλγαρικής καταγωγής. Αρχικά, ως νέος μόνασε στη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους. Εκεί χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Επιστρέφοντας, αργότερα, στη γενέτειρά του, ανέλαβε εφημέριος του ομώνυμου ναού στην Αγία Παρασκευή. Με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του προσωπικού του φίλου Διονυσίου του Γαλατιανού (Διονύσιος Β’) αποσπάστηκε στον πατριαρχικό ναό και ταχύτατα χειροτονήθηκε μητροπολίτης της Καισάρειας (1546). Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν πήγε ποτέ στην Καισάρεια ή ασχολήθηκε με τις εκκλησιαστικές υποθέσεις της.
Ως μητροπολίτης της Καισάρειας, το 1546 στάλθηκε στη Βενετία με την ιδιότητα του πατριαρχικού εξάρχου, με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για το Οικ. Πατριαρχείο και να παρακολουθήσει τις σχετικές με το προτεσταντικό κίνημα εξελίξεις. Διακείμενος ευμενώς προς την Καθολική Εκκλησία, συναντήθηκε με δική του πρωτοβουλία με τον πάπα Ιούλιο Γ΄. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή σοβαρής κρίσης στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που διήρκεσε όλη τη διετία 1547-1548 και έπληξε ιδιαίτερα τον Πατριάρχη Διονύσιο Β’. Έτσι, τιμωρήθηκε με αφαίρεση του τίτλου του Καισαρείας και εκτοπισμό στην Παροναξία (1547). Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1551, και αφού ο θόρυβος είχε καταλαγιάσει, ο Μητροφάνης έλαβε συγχώρεση και του επιτράπηκε να εγκατασταθεί στη Χάλκη, όπου ανίδρυσε τη Μονή της Αγίας Τριάδος, την οποία οργάνωσε, εφοδίασε και εμπλούτισε με αξιόλογα βιβλία.
Μερικά χρόνια αργότερα, μάλιστα, κατάφερε να εκλεγεί ο ίδιος οικ. πατριάρχης με την υποστήριξη των Αντωνίου και Μιχαήλ Καντακουζηνών. Τον Ιανουάριο του 1565 υπέγραψε ως «Καισαρείας» την καθαίρεση του οικ. πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄ του επονομαζόμενου «Μεγαλοπρεπής», τον οποίο και διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο, με την υποστήριξη του προκρίτου Μιχαήλ Καντακουζηνού. Αργότερα, όταν ο Καντακουζηνός τον ανέτρεψε στις 4 Απριλίου 1572, του δόθηκαν εις «ζωαρκείαν» οι μητροπόλεις Χίου και Λαρίσης (1572 – 1573) την οποία «ποίμανε» εξ αποστάσεως, για ένα έτος, και την πούλησε για χίλια φλουριά, ενώ ο ίδιος διέμενε στη Μονή της Αγίας Τριάδος. Κατά την πατριαρχία του ασχολήθηκε με οικονομικά και διοικητικά ζητήματα του Οικ. Πατριαρχείου και περιόδευσε στη Μολδαβία. Πήρε αυστηρά μέτρα κατά της σιμωνίας, θεωρώντας αυτοκαθαίρετους χειροτονούντες και χειροτονούμενους με σιμωνιακά μέσα.
Κατά την πατριαρχία του αυτή, το 1568, ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ διέταξε να δημευτούν όλα τα κτήματα και η κινητή περιουσία των Μονών του Αγίου Όρους και των μοναχών τους. Ο Μητροφάνης δεν κατόρθωσε να ικανοποιήσει τις αυξανόμενες απαιτήσεις του Καντακουζηνού, ο οποίος πέτυχε, τελικά, την καθαίρεσή του για οικονομικούς λόγους και για διαρροή κρατικών μυστικών, στις 4 Μαΐου 1572. Τον Απρίλιο του 1573, εξορίστηκε στο Άγιον Όρος, επειδή προσπάθησε να ανακτήσει τον πατριαρχικό θρόνο, κάτι που τελικά κατόρθωσε στις 29 Νοεμβρίου 1579, παραμένοντας στον θρόνο μέχρι τον θάνατό του (9.8.1580). Θάφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή της Παναγίας Παμμακαρίστου.
Ήταν διαλλακτικός με Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες και ακολούθησε φιλενωτική πολιτική, επιχειρώντας προσεκτικές προσεγγίσεις. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι ο λουθηρανός ιερέας Στέφανος Γκέρλαχ (Gerlach), που βρισκόταν τότε στην υπηρεσία του πρέσβη του Γερμανού αυτοκράτορα στην οθωμανική αυλή, εκφράζεται ιδιαίτερα θετικά γι’ αυτόν, αποδίδοντάς του τον εξής χαρακτηρισμό: «σοφώτατος πάντων τῶν Ἑλλήνων… φιλάνθρωπος καί σοβαρός, φίλα τοῖς διαμαρτυρομένοις φρονῶν καί περί τήὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς σπουδάζων». Γενικά ήταν άνθρωπος με πνευματικά ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα βιβλιόφιλος, όπως δείχνει και η δημιουργία βιβλιοθήκης στη Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη.
Αναφέρεται πως «ὅταν ἀπέθανεν ἐχρεώστει εἰς πολλούς ἄρχοντας ἄσπρα, ὁποῦ ἔκαμεν ἔξοδον καί ἔγινε πατριάρχης. Καί αποθανών εἶπεν ὅτι ὅποιος πάρει τό Πατριαρχεῖον ἄς δώση καί τά χρέη. Καί ἔδωκέν τα ὁ Ἰερεμίας Β΄.
Η επιστολή του οικ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ’, με την οποία θέλησε να ελέγξει τις δικαιοδοσίες του Γαβριήλ Σεβήρου, επισημαίνοντας ότι ο μητροπολίτης της Φιλαδελφείας, ο οποίος είναι πατριαρχικός έξαρχος, οφείλει να δέχεται μόνο τους ιερείς που έχουν συστατικό και απολυτικό γράμμα. Ο Μητροφάνης παρέχει την άδεια ίδρυσης ναού στο Λαζαρέτο (το Lazzaretto Νuovo στη νησίδα Sant’Εrasmo) και τέλος υπενθυμίζει ότι οι ιερείς του ναού του Αγίου Γεωργίου πρέπει να μνημονεύουν τον μητροπολίτη Φιλαδελφείας ενώ, όταν αρχιερατεί ο τελευταίος, πρέπει να μνημονεύει τον οικουμενικό πατριάρχη.
Πατριαρχικό γράμμα του Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνης Γ’. Άγιον Όρος Ιερά Μονή Ξηροποτάμου.
Β) Ο Παΐσιος Α΄ (1652-1655)
Σύμφωνα με επίσημες πηγές ο Παΐσιος Α΄ εκλέχθει Οικουμενικός Πατριάρχης δύο φορές, κατά τα έτη (1652-1653) και (1654-1655).
Ο Παΐσιος Α΄ καταγόταν από τη νήσο Λέσβο. Διετέλεσε μέγας πρωτοσύγκελλος του Οικ. Πατριαρχείου. Στις 16 Φεβρουαρίου 1642 εκλέχθηκε μητροπολίτης της Εφέσου και στις 12 Απριλίου 1645 της Λάρισας. Εδώ παρέμεινε 7 χρόνια, μέχρι τις 9 Ιουλίου του 1652, οπότε εκλέχθηκε οικ. πατριάρχης, διαδεχόμενος τον Αθανάσιο Πατελάρο. Τον Ιούλιο του 1653 αναγκάστηκε σε παραίτηση, λόγω των σοβαρών προβλημάτων τα οποία είχε δημιουργήσει και ιδιαίτερα στο βαρύ χρέος του Οικ. Πατριαρχείου και αποσύρθηκε στη Χάλκη. Για την πρώτη περίοδο της πατριαρχίας του (1652-1653) σώζεται ένα έγγραφο με την υπογραφή του, αναφερόμενο στις διαφορές των μοναστηριών του Αγίου Όρους, Χιλανδαρίου και Εσφιγμένου, και ένα άλλο αχρονολόγητο, το οποίο περιέχει τρεις αποφάσεις, που αφορούν τα δίκαια της Μονής του Τιμίου Προδρόμου της Βέροιας, σχετικά με την Μονή της Παναγίας Ολυμπιώτισσας της Ελασσόνας, και το μετόχι στα Φιλιατρά το οποίο ανήκε στη Μονή της Σκαφιδιάς (Ωλένης). Επίσης, βεβαίωσε, με υπογραφή του, τα σταυροπηγιακά δίκαια των εν Βιθυνία χωριών Ελεγμοί και Τρίγλια και την υπαγωγή της περιφέρειας της Πατριαρχικής Εξαρχίας Καβάρναν, στη Μητρόπολη της Βάρνας.
Ο Παΐσιος ανακλήθηκε στο πατριαρχικό αξίωμα στις αρχές Απριλίου του 1654. Στη δεύτερη αυτή πατριαρχεία του, επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας για την αναθεώρηση των εκκλησιαστικών βιβλίων και έλυσε κάποια προβλήματα που του είχε υποβάλλει ο πατριάρχης Νίκων της Ρωσίας. Επίσης, κατά την δεύτερη πατριαρχεία ελήφθησαν δύο αποφάσεις τον Σεπτέμβριο του 1654. Με την μία προβιβάσθηκε η εν Πελοποννήσω Επισκοπή της Κερνίκης σε Αρχιεπισκοπή και με την άλλη η περιφέρεια της Πατριαρχικής Εξαρχείας Φιλαδελφείας υπήχθη στην Μητρόπολη της Εφέσου. Η οικονομική ζημιά που προκάλεσε στο Οικ. Πατριαρχείο επιχειρήθηκε να διορθωθεί από τον διάδοχό του, με έκτακτη εισφορά ενός χρυσού φλουριού από κάθε ιερέα, και έκανε ζητεία για να αντιμετωπίσει τα πολλά έξοδα του Οικ. Πατριαρχείου, τα οποία είχαν συσσωρευθεί από τον Κύριλλο Γ΄ τον Σπανό. Τον επιβάτη του Οικ. Θρόνου Κύριλλο Γ΄ τον Σπανό αργότερα τον καθαίρεσε παντελώς, τον επανέφερε στις τάξεις των μοναχών 2 φορές και τον εξόρισε στην Κύπρο, όπως μας πληροφορεί ο Κύριλλος ο Λαυριώτης.
Λόγω της αδυναμίας αντιμετώπισης των πολλών χρεών, ο Παΐσιος καθαιρέθηκε στις αρχές Μαρτίου του 1655 και στις 8 Αυγούστου του ίδιου έτους υπέβαλε γραπτή παραίτηση, οπότε του δόθηκε προεδρικώς «εις ζωάρκειαν» η Μητρόπολη της Κυζίκου και μετά η Μητρόπολη της Εφέσου. Ο ίδιος ίσως διέμενε στη Χάλκη, όπως και κατά το μεσοδιάστημα των πατριαρχικών θητειών του. Η μόνη σχέση του με τον μικρασιατικό χώρο φαίνεται πως ήταν η διαμονή του στη Χάλκη, καθώς και η ανάληψη των μητροπολιτικών αξιωμάτων της Κυζίκου και της Εφέσου, αν και δεν άσκησε στην πράξη τα καθήκοντα του μητροπολίτη στις επαρχίες αυτές. Ορισμένες πράξεις του, όμως, κατά την πατριαρχεία του αφορούν τη Μικρά Ασία. Πέθανε, πιθανότατα, στη Χάλκη γύρω στο 1688. Και τις 2 φορές απομάκρυνσής του από τον οικουμενικό θρόνο τον διαδέχτηκε ο Ιωαννίκιος Β΄ (1653-1654) και (1655-1656).
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.