«Η δυστυχία των Θεσσαλών, το 1770, είναι ατελείωτη. Οι Οθωμανοί της Λάρισας δεν ανέχονταν την ύπαρξη του ναού του Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό, λοιπόν, τον κατεδάφισαν τον Ιούλιο του 1770»
Του Κώστα Σπανού
Εκδότη του Θεσσαλικού Ημερολογίου
Οι Οθωμανοί, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης κατοχής της Θεσσαλίας έχουν προβεί σε πολυάριθμες λεηλασίες, κυρίως μονών, σε δολοφονίες και έθεταν εμπόδια στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, κυρίως των Λαρισαίων. Οι ενέργειές τους αυτές έχουν καταχωρισθεί, ως ενθυμήσεις, στα παράφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων, ναών και μονών, από ολιγογράμματους, συνήθως, μοναχούς, ιερείς και ψάλτες.
Στη δίτομη συλλογή ποικίλων ενθυμήσεων, της περιόδου 1404-1881, περιλαμβάνονται σχετικά δείγματα της αγριότητας των Οθωμανών, ένα μέρος από τα οποία θα παρουσιάσω εδώ.
Την περίοδο 1711-1712 οι τουρκαλβανοί ληστές είχαν βάλει στον στόχο τους τη Μονή της Παλιοκαρυάς, στην κτηματική περιοχή σήμερα της Κρανιάς Ελασσόνας. Ο μοναχός περιγράφει ως εξής τις ληστείες τους:
«Εν έτει 1711 έδωσεν τερεμέν [πρόστιμο] το μοναστήρι τον υιόν του Μερμετζή καπετάν Χαλήλμπεη (…) και τον άλλο χρόνο μας επήραν οι Αρβανίτες έξι μουλάρια και εδώσαμεν τζερεμέν τον αδελφό του Κιμοτσάκη γρόσια 400».[1]
Πότε-πότε οι μοναχοί αντιστέκονταν στη λεηλασία. Ιδού μία σχετική αναφορά με τα αποτελέσματα της αντίστασης στην προηγούμενη μονή:
«Εν έτει 1715 εσκοτώθηκαν δύο Τούρκοι εις το μοναστήρι Αρβανίτες και έδωσαν κλόπα [αποζημίωση] γρόσια διακόσια, και την άνοιξη επάτησαν το μοναστήρι κλέφτες Αρβανίτες οπού έρχονταν από το Κουμ παζάρι από τον Τούρναβο, και επήραν από τους πατριώτες του μοναστηρίου 13 άλογα και ό,τι άλλο είχαν, όλα τα επήραν».[2]
Την άνοιξη του 1742, Γκέκηδες εμφανίσθηκαν στην Αγιά. Ο μοναχός δεν συνέχισε την περιγραφή των γεγονότων φοβούμενος μήπως τον ανακαλύψουν.[3] Μεγάλο κακό σημειώθηκε τον Μάιο του 1745:
«έτος 1745 Μαΐω 17 ήρθαν οι Αρβανίτες εις τα Τρίκαλα, εις την Σιλάτηνα [Ρίζωμα] και έκαμαν δέκα μέρες και έκαψαν τα Ασμάνη και τη Βλανηα και εμαζώ[χ]θηκαν τα ριγάτα όλα Τζακάλοις, Ρουστοπάνος, Κοντονίκος, Μακρίς, Μάνθος Τζήμουρας, Ζήτρος και [δ]εν ει[μ]πόρησαν να το[υ]ς βαρέσου[ν] και ευγίκε ο πασιάς και τους έδοκαι δόδεκα σακούλις άσπρα και χήληα δεκάρια φ[ου]σέκια».[4]
Τον Αύγουστο του 1763 οι Αλβανοί λεηλάτησαν την Αγιά και έλαβαν από εκεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (20 πουγγιά, δηλαδή 10.000 γρόσια) για να μην κάνουν μεγαλύτερο κακό. «Αυγούστου 23, 1763. Ενθίμησι οντας ηλθαν 500 Αρβανίτης και πάτισαν τιν Αγιά και τους πίραν νάχτι (μετρητά) και τα μετρούσαν στο χαλί πο[υ]γγια 20».[5]
Ο Ιωάννης Οικονόμος, ο Λαρισαίος Λογιώτατος, αναφέρει ότι οι Τούρκοι της Λάρισας ήταν «θηριώδεις και εις άκρον βάρβαροι».[6] Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου τους προκαλούσε, προφανώς επειδή βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και το πλέον υπερυψωμένο. Τον Ιούνιο του 1769 τον κατέστρεψαν οι Οθωμανοί με εντολή του Νακούπ μπέη. «Θημήσις ώταν χαλάσαν την νηκλησήα στη Λάρσα και τη χαλάση ο αναθηματησμενος ω Νακούπης και αυτός το τρησκατάρατος απου τη Λάρσα ύταν. Ηουνιου 14, έτη 1769».[7]
Τα ορλωφικά γεγονότα έδωσαν την ευκαιρία στους Αλβανούς να διαπράξουν ανήκουστα κακά στη Θεσσαλία. Ήρθαν στη Λάρισα τάχα για να φυλάξουν την πόλη και διέπραξαν τέτοια κακά που δεν είχαν ξαναγίνει. Λεηλάτησαν την ελληνική και την εβραϊκή συνοικία των Τρικάλων, με σημαντική λεία, πυρπόλησαν την αγορά τους και άρπαξαν από το Καστράκι και από άλλα χωριά πολλά ζώα:
«1770 ήφεραν Αρβανίταις οι αγάδες διά φύλαξιν της πολιτείας χιλίους πεντακοσίους και επάρασαν και άλλοι Αρβανίταις και επήγαν διά τον Μωρέαν, και τα κακά οπού έκαμαν ούτε έχουν σταθή άλλην βολάν (φορά). 1770 Ιουλίου 14, ημέρα Τετράδη, οι άνωθεν Αρβανίταις οπού τους είχαν μπεκτζίδες [αγροφύλακες, φύλακες] εδιαγούμησαν τα εργαστήρια όλα του παζαργιού, έως 500 τον αριθμόν, και απάνω εις τρεις ώρας εκάει όλο το τσαρσί [αγορά] και εσκοτώθηκαν Αρβανίταις 13, επειδή και ήτον δύο ταράφια [φατρίες] και επάτησαν ακόμη και τα Οβρέικα τα σπίτια και τον επάνω μαχαλά και τον κάτω (του Βαρουσίου των Τρικάλων). Άσπρα [χρήματα] εύραν στους Εβραίους περισσότερα από σαράντα πέντε πουγιά (22.500 γρόσια) και το επόλοιπο βγιο τους [περιουσία] μαλαματικά τους, στολίδια των γυναικών τους, χαλκώματα και στρωσίδια τους και μπρισίμι [μεταξωτά υφάσματα] και έτερα ακόμη οπού το κακόν δεν εστάθη».[8]
«1770 Μαρτίου 25: εφυλάκωσαν εις τα Τρίκαλα τους γέροντας και ευγήκαν την Κυριακή του Θωμά, και Ιουλίου 15 έκαυσαν οι Αλβανίται το σιαρτζί (αγορά). εις τον αυτό καιρόν έγιναν πολλά κακά εις όλον τον κόσμον. Έφερον σκλάβους από τα χωρία του Μωρέως και εκατακούρσευσαν όλον τον κόσμον, παίρνοντες γελάδδια, γομάρι, βουβάλια, μουλάρια και έγυνεν φθορά εις όλων τον κόσμων».[9]
Η δυστυχία των Θεσσαλών, το 1770, είναι ατελείωτη. Οι Οθωμανοί της Λάρισας δεν ανέχονταν την ύπαρξη του ναού του Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό, λοιπόν, τον κατεδάφισαν τον Ιούλιο του 1770: «Εις τον ίδιον καιρό [αψο-1770] το ήμιση των Τρικάλων πυρί κατέκαυσαν και εις την Λάρισαν την εκκλησίαν του Αγίου Αχιλλίου κατηδάφησαν, ην ύστερον ο Λαρίσσης Διονύσιος [Ε΄ Καλλιάρχης] νύν δε Εφέσου ανεκαίνισεν εκ βάθρων».[10]
Ο λόγιος πρώην οικουμενικός πατριάρχης, ευρισκόμενος στη Ζαγορά σημείωσε τις βιαιότητες των μουσουλμάνων Αλβανών στη Θεσσαλία τον Ιανουάριο του 1774: «Αλβανών έφοδος εις Ελλάδα και Θεσσαλίαν και αρπαγαί και κωμών γυμνώσεις και εις Βόλον Αλβανών έφοδος και πόλεμος, εμπρησμός οίκων και εκκλησιών και τροπή Αλβανών και φόνος και φυγή μετ’ αισχύνης».[11]
Την ίδια χρονιά, άλλα δεινά για τους μοναχούς της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα: «1774: απέρασεν εκείθεν ο Εσλάμ μπέης με τον Τενέλ μπέην με τέσσαρας χιλιάδας, και εκούρσευσε το τε μοναστήριον και τα πέριξ χωρία όλο. Επήραν όλα τα ιερά σκεύη, και τα πράγματα της μονής και των πατέρων γελάδια, βόδια και πρόβατα. εγλύτωσαν μόνον τα γήδια οπού έτυχαν εις Αργυροπούλι».[12]
Ο διορισμός του Αλή πασά Τεπελενλή ως δερβέναγα, κόστισε πολύ ακριβά στους Θεσσαλούς. Τα έτη 1787 και 1788 «δυστυχεί πολλά όλον το γένος των Χριστιανών από τα δοσίματα και αρπαγές και αδικίες, επειδή (…) ηφάνισεν τους τους τόπους της Ρούμελης. Και ούτε είναι δυνατόν τα κακά οπού γίνονται να τα περιγράψη τινάς. Αυτός είναι Αλβανίτης από χώρας Τεπελέν, και οι άνθρωποι είναι όλοι γυμνοί, τετραχηλισμενοι, βάρβαροι, ανόσιοι, λαίμαργοι, αχρείοι και απάνθρωποι πολλά, όσον και μισόχριστοι και άσπλαχνοι».[13]
Οι Λαρισαίοι έμειναν χωρίς ναό από το 1770 μέχρι το 1794 και εκκλησιάζονταν στο εξωκλήσι της Αίγας Μαρίας. Μετά από πολλές ενέργειες και φιλοδωρήματα σε όλους, κατάφεραν να εκδοθεί ένα σουλτανικό φερμάνι στις 4 Φεβρουαρίου 1794, το οποίο έφτασε στη Λάρισα στις 27 του ίδιου μήνα. Στις 5 Μαρτίου «έβαλον θεμέλιον την Κυριακή και εδούλευσαν ημέραις 36 και ετελείωσαν τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ εις τας 6 Απριλίου και εδιάβασαν εις τας 9 ώρας τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή και το Μέγα Σάββατον έγεινε λειτουργία εις την παντέρημον Λάρισαν, οπού ήτο 24 χρόνους χωρίς λειτουργίαν και εδούλευον υπέρ τους διακοσίους μαστόρους έξω από τον λαόν οπού βοηθούσεν».[14] Είναι προφανές ότι η άδειά τους είχε ημερομηνία λήξης και γι’ αυτό έπρεπε να ολοκληρώσουν την ανέγερση του ναού μέχρι το Πάσχα του 1794.
Το 1803 σημειώθηκε σιτοδεία στη Θεσσαλία. «1803 Ιουνίου 26, ήλθεν ο Βελή πασιάς και έμασε [συγκέντρωσε] το ψωμί [σιτάρι] εις τα σπίτια».[15] Πασάς ήταν, άρπαξε το ψωμί του κοσμάκη.
Όταν ο Βελής αποφάσισε να εγκατασταθεί στα Τρίκαλα κατέστρεψε τα σπίτια μιας γειτονιάς και τον ναό της Παναγίας. «Έτος 1813 Σεπτεμβρίου 4 θήμησις ήλθεν ο Βελησπασιάς και επίρεν μαστώρης και το μαχαλά όλουν τα σπίτια και τα χάλασεν και τα έκανει σαράγι δικό του, και έβαλεν μαστώρι και εχάλασαν την Παναγίαν οπού είναι εις Αγίαν Παρασκεβήν μαχαλάν και εκάνει σαράγι (…)».[16]
Το 1820 λεηλατήθηκε η Μονή του Αγίου Βησσαρίωνα [Δουσίκου]. Ο μοναχός έγραψε σχετικά: «Εις τους 1820 σωτηρίου έτους ήλθον οι αλόφυλοι εις το μοναστήριόν μας και το καταπάτησαν. έλαβον λάφυρα όσα ηύραν και άλλα τα εκατατζάκισαν (…)».[17]
Τον καιρό της Επανάστασης οι Λαρισαίοι στερήθηκαν και πάλι τον ναό τους. Ο Αμπελακιώτης Ιωάννης Λεονάρδος επισκέφθηκε τον ναό το 1823 και τον βρήκε «παρ’ ευχήν μου τούτον τον ιερόν ναόν μεταμορφωμένον υπό των Οθομανών εις οπλοφυλακείον και πυριτοφυλακείον διά τον μεσολαβούντα τότε πόλεμον (…)».[18]
Για την επαναλειτουργία του ναού, οι Έλληνες της Λάρισας ξόδεψαν 13.559 γρόσια, για τα φιλοδωρήματα των οθωμανών αξιωματούχων. Στο φ. 33α του κώδικα του Αγίου Αχιλλίου υπάρχει ο αναλυτικός κατάλογός τους:
«Ρουσφέτια διά το άνοιγμα της εκκλησίας, ήτοι:
Τον μουλάν με τους ανθρώπους του (γρόσια 2.422:20
Τον Σαλήχ πασάν ομοίως 7.670:30
Τον Νακήπ εφέντην 500
Τον Σουλεϊμάν [μ]πέην 500
Τον Ιζάτ [μ[πέην 500
Τον σερδάρην (φρούραρχο) και ταϊφάδες (ακόλουθοι) 1.014
Τον μουφτήν 200
Ανώνυμόν τινα διά τον Σουλεϊμάν[μ]πεην μυστικώς 1.000
Πατρικλεμέν μονέδας εις τους άνωθεν 105:06
———————————————————————–
[Σύνολο γροσίων] 13.412:16»
Οι περιπέτειες του ναού δεν είχαν τελειώσει. Ακολούθησε και δεύτερο κλείσιμο, το 1826-1827, όπως μας αναφέρεται στο φ. 31β του προαναφερόμενου κώδικα, στο οποίο είναι καταχωρισμένο το πρακτικό θεώρησης των λογαριασμών ληψοδοσίας του παγγαρίου. Μεταξύ των άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«(…) Από του αωκστου, Μαρτίου καης καθ’ ήν η αυτή εκκλησία ηνεώχθη εναποτεθέντων αλλοδεπητών (;) βασιλικών πολεμοφοδίων, μέχρι του αωκζου Απριλίου 1ης , καθ’ ήν εκ δευτέρου εκλείσθη, εναποτεθέντος αυτή πάλιν μέρους των πολεμοφοδίων, εις διάστημα δηλ: ενός χρόνου και είκοσι ημερών (…)».
Ο ναός ανοίχθηκε στις 22 Ιουνίου 1827 και πάλι οι Λαρισαίοι πλήρωσαν αρκετά χρήματα, όπως φαίνεται στο φ. 37α του κώδικα του ναού:
«Ρουσφέτια δια το β΄ άνοιγμα της εκκλησίας, ήτοι:
τον Νετζήπ[μ]εην γρόσια 500
τον μουλά εφέντην » 500
τον Ατά εφέντην » 4.000
τον μουτεσελίμην (εισπράκτορα) » 500
τον Πάσαγα » 50
τον Ιζέτ[μ]εην » 450
τον μουφτήν » 50
τον Πας Κιατί[μ]πεην » 100
τον τζεπιχανετζήν » 60
τον τοπτζήν (πυροβολητή) Αχμέταγα » 50
————————————————————
[Σύνολο] γρόσια 6.260»
Για να προσεγγίσουν τους προναφερόμενους, χρησιμοποίησαν ενδιάμμεσα πρόσωπα, τα οποία αναφέρονται στο φ. 32β του κώδικα:
«6 οκ(άδε) καφέν εις τον σερδάρην (φρούραρχο) και Χαβούζαγαν διά να ευγάλωμεν τα εκκλησιαστικά πράγματα εις το δεύτερον κλείσιμον της εκκλησίας ημών. Απριλίου 10 (γρόσια) 43:20».[19]
Για όλα τα εκτεθέντα τα σχόλια περιττεύουν.
[1]. Κώστας Σπανός, Θεσσαλικές Ενθυμίσεις 1404-1881. Τόμος Α΄: 14040-1799, Λάρισα 2011, 85.
[2]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 88.
[3], Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 107.
[4]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 110-111, αρ. 225.
[5]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 123, αρ. 263 .
[6]. Ιωάννης Οικονόμος – Λογιώτατος, Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θετταλίας (1817), εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα 2005, 79.
[7]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 132, αρ. 291.
[8]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 133-134, αρ. 294.
[9]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 234, αρ. 296.
[10]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 135, αρ. 300.
[11]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 140, αρ. 316.
[12]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 142, αρ. 322.
[13]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 180-181, αρ. 421.
[14]. Κώστας Σπανός, ό. π., σ. 197, αρ. 468.
[15]. Κώστας Σπανός, ό. π., τ. Β΄, σ. 67, αρ. 521.
[16]. Κώστας Σπανός, ό. π., τ. Β΄, σ. 603, αρ. 603.
[17]. Κώστας Σπανός, ό. π., τ. Β΄, σ. 603, αρ. 684.
[18]. Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία (εισαγωγή. σχόλια, επιμέλεια Κώστας Σπανός), Λάρισα 1992, 50 (α΄ έκδοση Πέστη 1836).
[19], Κώστας Σπανός, «Οι περιπέτειες του ναού του Αγίου Αχιλλίου της Λάρισας, 1769/177-1827», Ι. Μητρόπολη Δημητριάδος, Θεσσαλικά Σύμμικτα, Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής Ημερίδας, Βόλος 8 Δεκεμβρίου 2001, Τρίκαλα-Βόλος 2004, 197-203.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.