Χθες Τρίτη απεργούσαν οι δημοσιογράφοι, τρόπον τινά κι εγώ.
Σήμερα που παραδίδω, γενική απεργία, τα μολύβια έχουν παραταχθεί και δεν κουνιούνται ρούπι.
Ο παλαβός τετράποδος μου ζήτησε να βγούμε στην απεργιακή συγκέντρωση. Πάμε λέω, εσύ μουτράκλα θες να πάμε πλατεία για βόλτα, εγώ πάλι τάχω δει όλα πια. Πουθενά δε θέλω να πάω. Άντε πάμε.
Μαζί πήγαμε, μαζί γυρίσαμε, στη σιγουριά του οίκου μας ,στη ζεστασιά, στο γεμάτο νοστιμιές τραπέζι μας στον καναπέ απέναντι στην τηλεόραση, χαζέψαμε τις ειδήσεις, ο Πούτιν αγρίεψε λένε, κάποια κράτη δίνουν οδηγίες για επιβίωση κάποιων ημερών, άντε Φιντελάκο μου, να σου πάρω ένα σακουλάκι τροφή νάχεις, τα υπόλοιπα λίγο πολύ υπάρχουν εδώ…
Τα μολύβια; με ρωτάει. Τα μολύβια αγόρι μου, μια ξύστρα θένε, δόξα τω θεώ τίποτα παραπάνω, θα τα φροντίσω μη νοιάζεσαι.
Μαζί λοιπόν πήγαμε πλατεία, μαζί είδαμε κόσμο στους δρόμους, μαζί γυρίσαμε, είδαμε ειδήσεις βράδιασε, είδαμε την Αριστερά,-μια από τις Αριστερές στη χώρα-, να ντιμπεϊτοδιαγωνίζεται, είδαμε κι άλλα, μάθαμε κι άλλα, δε γράφονται όλα, μπούρου μπούρου εμείς όλη μέρα, ζήλεψαν, σίμωσαν και τα μολύβια, δε γράφουμε είπαν, αλλά τι λέτε;
Τι λέμε; Τι λέγαμε;
»Αγριμάκι μου που αν μίλαγες δεν χρειαζόταν εγώ να γράφω, εκεί που πήγαμε σήμερα, κόσμος μαζεύτηκε και φώναξε για κάποιους που δεν έχουν ρούχο, ούτε μια δραχμή να να βγουν μια βόλτα μία Κυριακή…Κάτι ξέρω κι εγώ, τιμή μου και καμάρι μου τα ρουχαλάκια της Εκκλησιάς που κάποτε φόρεσα…Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους να ζητήσει το δίκιο του καθενός κι ολονών. Η φτώχεια είναι η κινητήρια δύναμη που ενώνει, η φτώχεια κι ο φόβος της. Η φτώχεια, η αγωνία για το αύριο, η ακρίβεια των απλών αγαθών, ένα κιλό ψωμί, ένα λίτρο γάλα, λίγο κρέας, ένα πακέτο μακαρόνια, μια γυροβολιά κρασί και δυο σταγόνες λάδι, ένα μπουφανάκι για το παιδί, μια κάλτσα καινούργια, ένα νυχτικάκι για την αρχόντισσα της καρδιάς, παντόφλες για τη μάνα, πιτζάμα για τον γέροντα, γιορτές έρχονται, ρεύματα, φυσικά αέρια, δόσεις, δάνεια, ο μισθός δε φτάνει, το μαγαζάκι δε τα βγάζει πέρα, τα επιδόματα είναι καραμελίτσες, το καλάθι της νοικοκυράς έγινε ανέκδοτο με τον Τοτό…,όλα παίρνουν τον ανήφορο, έναν ατέλειωτο ανήφορο…
Κι απέναντι στέκεται η φτώχεια. Αγέρωχη, με μια ματιά που ρίχνει όλα τα κάστρα, ταϊσμένη για τα καλά από το σύμπαν, ταξιδεύει κι, όπου κι αν φτάσει, είναι νικήτρια. Οι έχοντες, μετρημένοι στα δάκτυλα κι επώνυμοι, οι μη έχοντες, αμέτρητοι κι «ανώνυμοι». Μια απεργία είναι μια υπενθύμιση…
Άντε αγόρι μου, πολλά είπαμε, μη χολοσκάς, πήγαινε για ύπνο, σε λίγο τελειώνει η απεργία, θα αρχίσουν τα μολύβια να θέλουν να γράψουν τα δικά τους, κλείνω τα φώτα είμαι πτώμα…, θα τα πούμε όλοι μαζί την άλλη εβδομάδα δημόσια, ιδιωτικά τα λέμε αύριο, πουρνό πουρνό…!»
Αυτά λέγαμε, τα ίδια και τα όμοια που λέμε τόσα χρόνια τώρα…!
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























