Του π. Δημητρίου Τσιγάρα
Ο Ιερόθεος Α΄ γεννήθηκε στο χωριό Κλεινό (πρώην Κλεινοβός) της Καλαμπάκας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα διακόνησε ως πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Λαρίσης. Τον Δεκέμβριο του 1796 χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη επίσκοπος του Ζητουνίου (υπό τη Μητρόπολη της Λάρισας). Στις αρχές του 1811 προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1811 εκλέχθηκε μητροπολίτης Παροναξίας. Τον Φεβρουάριο του 1820 παραιτήθηκε. Παραθέτω κατωτέρω την παραίτησή του από τη Μητρόπολη της Παροναξίας, η οποία σώζεται στον Πατριαρχικό Κώδικα Θ΄, σ. 414.
«Ἡ ταπεινότης ἡ ἐμή διά τῆς παρούσης ἐνυπογράφου καί ἐνσφραγίστου, ἀβιάστου τε καί οἰκειοθελοῦς αὐτῆς παραιτήσεως δηλοποιεῖ, ὅτι ἐπειδή ἐξ ἐπηρείας του μισοκάλου δαίμονος ἀνεφύησαν σκάνδαλά τινα ἐν τῇ θεόθεν λαχούσῃ μοι ἐπαρχία Παροναξίας καί ταραχαί ἄλλως πως ἀκατεύναστοι οὖσαι, κατανοήσας ἐγώ τήν ἐξ αὐτῶν τελείαν ἀνατροπήν τῆς φίλης μοι ἀνέκαθεν ἡσυχίας καἰ ὅτι τά παρεμπεσόντα ταῦτα δεινά ἔσονται πρός τοῖς ἄλλοις ἐμποδών πρός τήν ἀπαιτουμένην καί κατά λόγον πνευματικήν ἐπίσκεψιν τῶν ἐν αὐτῇ τῇ ἐπαρχίᾳ χριστιανῶν καί ἀξιόχρεων διοίκησιν, ἧς οὐδέν ἄλλο τίθεμαι προτιμότερον κατά τό ἐπικείμενόν μοι ἄφευκτον χρέος, διά τοι τοῦτο παραιτοῦμαι οἰκείᾳ μου βουλῇ ἀπ’ αὐτῆς ταύτης τῆς προελεηθείσης μοι ἐπαρχίας Παροναξίας, οὐ μήν δέ καί τῆς ἀρχιερωσύνης μου, ἀφοσιούμενος τήν περί τῆς διαδοχῆς ἀναγκαιοτάτην διαίτησιν εἰς τήν ἀπαραλόγιστον κρίσιν καί ἀπόφασιν τῆς κοινῆς μητρός καί εὐεργέτιδός μου ἁγίας τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, ἑμαυτόν δέ εἰς τήν μητρικήν αὐτῆς πρόνοιαν. Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν προσφέρω αὐτῇ καί τῇ ἰδίᾳ μου χειρί ὑπογεγραμμένην καί ἐνσφράγιστον ταύτην οἰκειοθελή μου παραίτησιν».
͵αωκ΄. φεβρουαρίου ι΄ [10-02-1820].
+ Ὁ Παροναξίας Ἱερόθεος βεβαιοῖ.
Σφραγίδα «+ ὁ ταπεινός μητροπολίτης Παροναξίας Ἱερόθεος ͵αωια΄».
Στις 17.4.1821 εκλέχθηκε μητροπολίτης της Νίκαιας. Στις 20 Οκτωβρίου 1825 εκλέχθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας διαδεχόμενος τον. Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος παύθηκε από τα καθήκοντά του, επειδή είχε εγκαταλείψει τον πατριαρχικό θρόνο για 7 χρόνια (1818-1825) και, παρά τις ασκούμενες πιέσεις, αρνούνταν να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια ή στην Κωνσταντινούπολη, διαμένοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πάτμο. Έτσι, οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Χρύσανθος (1824-1826) και Ιεροσολύμων Πολύκαρπος (1808-1827) με συνοδική απόφαση προέβησαν στην παύση του Θεοφίλου, στις 14.10.1825. Σε κάθε περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό έγγραφο, η εκλογή του Ιεροθέου έγινε εντός του Οκτωβρίου του 1825.
Ο Ιερόθεος Α’, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και το σημαντικό έργο του
Μετά την εκλογή του, ο Ιερόθεος Α΄ δεν πήγε αμέσως στην Αλεξάνδρεια. Τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1826 βρισκόταν στο Κάιρο, όπως προκύπτει από μία επιστολή του προς τους Διονύσιο Ρώμα, Φραντσέσκο Καρβέλα, Παναγιώτη Στεφάνου και Νικόλαο Καλύβα. Στην επιστολή αυτή περιγράφει με μελανά χρώματα την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια και ζητά τη συνδρομή των παραληπτών, με σκοπό την ίδρυση Ελληνικής Σχολής στην Αίγυπτο. Η σχολή αυτή τελικά ιδρύθηκε στο Κάιρο με έξοδα του Ιερόθεου. Ελληνική Σχολή ίδρυσε και στην Αλεξάνδρεια. Το ενδιαφέρον του για τις σχολές αυτές καταδεικνύεται και από τη διαθήκη του,[1] σύμφωνα με την οποία άφηνε 25.000 γρόσια στη Σχολή του Καΐρου για την αγορά κτήματος, τα εισοδήματα του οποίου θα διαμοιράζονταν στους ιερείς του θρόνου και στους φτωχούς και για την πληρωμή των διδασκάλων.
Ο Ιερόθεος Α΄ προέβη επίσης στην ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο και πρόσφερε μεγάλη βοήθεια στην ανακαίνιση της Μονής του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια. Παράλληλα, ίδρυσε και ξενοδοχείο, δαπανώντας για όλα αυτά περίπου 100.000 γρόσια. Τα χρήματα αυτά είχαν συγκεντρωθεί από Έλληνες και Ρώσους δωρητές, μεταξύ των οποίων και ο τσάρος Νικόλαος Α΄, με τη σημαντική δωρεά του οποίου ανακαινίσθηκε η Μονή του Αγίου Νικολάου.
Ο Ιερόθεος ευχαρίστησε τον τσάρο για τη δωρεά και επιζήτησε την προσφορά νέας βοήθειας, για την ανακαίνιση των μονών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου, που ανήκαν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Ωστόσο, η Ρωσική Σύνοδος αρκέστηκε να του αποστείλει κάποια βιβλία και αντίτυπα της Ορθόδοξης Ομολογίας. Ο Ιερόθεος ζήτησε εκ νέου οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία, αυτήν τη φορά για την ίδρυση Ελληνοαραβικής Σχολής, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Ως Πατριάρχης διέθεσε ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που του διέθεσε η Ελληνική Κοινότητα της Αλεξάνδρειας για την πληρωμή των δασκάλων του Αλμυρού, της περιοχής η οποία υπάγονταν στην Επισκοπή του Ζητουνίου. Το 1842 ίδρυσε την Ελληνοαραβική Σχολή του Καΐρου και μετά έναν ξενώνα φιλοξενίας απόρων.
Ένα χρόνο αργότερα ζήτησε χρηματική βοήθεια από τη Ρωσία για τη συντήρηση του νοσοκομείου που λειτουργούσε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο. Χάρη σε ενέργειες του Πορφύριου Ουσπένσκυ με τον οποίο ο Ιερόθεος είχε στενή σχέση, στάλθηκε τελικά νέα οικονομική βοήθεια προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ωστόσο, ο Ιερόθεος βρισκόταν ήδη προς το τέλος της ζωής του.
Σημαντική ήταν η προσφορά του Ιερόθεου και προς το σύνολο της Ελληνικής Κοινότητας της Αιγύπτου. Σημειωτέον ότι για την ίδρυση του ναού του Ευαγγελισμού, στο οικόπεδο που δώρισε ο Μιχαήλ Τοσίτσας στην Ελληνική Κοινότητα της Αλεξάνδρειας, ο Ιερόθεος πρόσφερε 14.000 τάλιρα και πολύ οικοδομικό υλικό.
Ένα σημαντικό πρόβλημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλεξάνδρειας αποτελούσε η δράση ουνιτών ιερέων στη Συρία. Το γεγονός ότι ήταν ενδεδυμένοι με ράσα ορθόδοξων κληρικών είχε ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση πολλών χριστιανών της Συρίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με μία άποψη, οι Ουνίτες αυτοί υποστηρίζονταν από τις γαλλικές διπλωματικές Αρχές του οθωμανικού κράτους, μία ακόμα όψη της διείσδυσης των Μεγάλων Δυνάμεων στις χριστιανικές κοινότητες της αυτοκρατορίας.
Επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει την ουνιτική προπαγάνδα, ο Ιερόθεος είχε τη συνδρομή των Τοσίτσα και Στουρνάρη. Οι προσπάθειές του για την έκδοση σουλτανικού διατάγματος, το οποίο θα επέβαλλε την αλλαγή των ενδυμάτων των ουνιτών μοναχών οδήγησαν σε αίσιο αποτέλεσμα, όπως μαρτυρεί σχετική επιστολή που βρέθηκε στην αλληλογραφία του Μωχάμετ Άλι, αλλά και επιστολή του Γρηγορίου ΣΤ΄ προς τον Ιερόθεο Α΄ την 1.7.1838, όπου κάνει λόγο για «θρίαμβο της Ορθοδοξίας».
Ο Ιερόθεος Α΄ απάντησε, δίνοντας τη συγκατάθεσή του για κοινή επιστολή. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η εγκύκλιος ήταν ήδη έτοιμη κι εκδόθηκε το 1839 εξ ονόματος και των 4 Πατριαρχών. Παράλληλα, προκρίθηκε και η παρουσία ορθόδοξου επισκόπου στο Χαλέπι της Συρίας στο κέντρο της ουνιτικής προπαγάνδας, τη συντήρηση του οποίου αναλάμβαναν από κοινού τα Πατριαρχεία. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας επιφορτίστηκε με την καταβολή, σε ετήσια βάση, 250 γροσίων, όπως προκύπτει από σχετική επιστολή του οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού Δ΄ την οποία συνυπέγραφε και ο Ιεροσολύμων Αθανάσιος.
Παράλληλα, η επιστολή που απέστειλε ο Ιερόθεος Α΄ προς το Νικόλαο Προτασώφ, της Ρωσικής Ιεράς Συνόδου, αποκαλύπτει μία ακόμα πτυχή της πολυσχιδούς δραστηριότητας του πρώτου: την εξαγορά και απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων που είχαν καταλήξει στην Αίγυπτο. Την προσπάθειά του αυτή συνέδραμε ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Με τη βοήθεια του και με δικά του έξοδα ο Ιερόθεος Α΄ φρόντισε για την αποστολή των αιχμαλώτων αυτών στις πατρίδες τους. Σταδιακά και με μεγάλα χρηματικά ποσά εξαγόρασε και απελευθέρωσε πολλούς χριστιανούς αιχμαλώτους από τους Άραβες.
Ο Ιερόθεος Α΄ πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 1845 πλήρης ημερών. Κατόπιν εντολής του Μωχάμετ Άλι, με βασιλική πομπή θάφτηκε στον ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο. Η πατριαρχία του υπήρξε αναμφισβήτητα πολύ σημαντική για την Εκκλησία Αλεξανδρείας, λόγω της ιδιαίτερης φροντίδας κι επιμέλειας που επέδειξε στη διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων και τέλος στην Ελληνοαραβική Σχολή του Καΐρου, καθώς και στην Σχολή της Αλεξάνδρειας. Άφησε στη διαθήκη του το απαιτούμενο χρηματικό ποσό (25.000 γρόσια) για τις πληρωμές των δασκάλων.
Μια επιστολή του Κωνσταντίνου Κούμα για τον Ιερόθεο Α΄
Ο Κων. Κούμας, σε μία επιστολή του προς τον μητροπολίτη της Λάρισας Διονύσιο Καλλιάρχη, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: « Αποσυρθέντος δε του Θεοφίλου Γ΄ από του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετέθη υπό της Μεγάλης Εκκλησίας, ο Νικαίας Ιερόθεος (…) εις τον θρόνον του Αγίου Μάρκου. Ο Κλινοβίτης Ιερόθεος, ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, πρώτος μεταξύ των ομωνύμων, ήλθεν εις σχέσεις προς την Ρωσικήν αυλήν και προς τους (…) Ρώσους κληρικούς, ανήγειρεν εκ βάθρων και ωκοδόμησεν εκκλησίας και άλλα πατριαρχικά οικοδομήματα εν Αλεξανδρεία και Καΐρω, όπου και σχολείον ανωκοδόμησε χάριν της πτωχής νεολαίας των Χριστιανών. Αλλά το τέκνον του Κλινοβού και εκεί του πατριαρχικού θρόνου της Αλεξανδρείας δεν ελησμόνησεν ούτε την μικράν κώμη, όπου είδε το φως, ούτε τον τόπον, όπου κατά πρώτον αρχιερατικώς έδρασεν. Ούτε ο Αλεξανδρείας Ιερόθεος Α΄ δι’ επιστολής, την οποίαν απηύθυνε προς τους επ’ ανεψιαίς γαμβρούς αυτού Γεώργιον Κουμπαρέλλην και Αθανάσιον Δημητρίου και εις τους επιτρόπους του ναού του Αγίου Νικολάου εν τω Θεσσαλικώ Αλμυρώ εκληροδότησε χρήματα, τα οποία είχε να λάβη παρά των Αλμυριωτών Χριστιανών, όπως ταύτα λαλεδώσιν εις μισθούς διδασκάλων των Ελληνικών μαθημάτων και μαθητού του αναζησομένου κατά τω [πολέμω] του Αλμυρού Ελληνικού Σχολείου. Τα χρήματα (…) προήρχοντο εκ … [πουγκίου], το οποίον ο Κλινοβίτης Ιερόθεος ως επίσκοπος Ζητονίου είχε δανείσει εις την κοινότητα Αλμυρού, όπως αυτόθε ανεγερθή ο προμνημονευθείς τρισυπόστατος ναός του Αγίου Νικολάου».
Επιγραφή επί του Ναού και επί του τάφου
«Έκ Κλεινοβοΰ ἐπίσης κατήγετο καί κλεινός Πατριάρχης καί Πάπας ’Αλεξανδρείας Ἱερόθεος Α’, ὃστις ἐπατριάρχευσεν ἀπό 1825-1845, καί τήν ἐπιγραφήν ναοῦ Ἁγ. Νικολάου τοῦ Καΐρου, ἔνθα μεταξύ τῶν κτιτόρων του πρῶτος καί μέγιστος άναφέρεται «ἐκ Κλεινοβοῦ ‘Ιερόθεος, ποιμήν ’Αλεξανδρείας». Καί τήν ἐπί τοῦ τάφου του – ἀπέθανε τῇ 8 Σεπτεμβρίου 1845 πλήρης ήμερών – ἐπιγραφήν παρά τόν έν Καΐρω ναόν τοΰ ‘Αγ. Νικολάου, ἐκ Κλεινοβοΰ ‘Ιερόθεος A’ καλείται «πατριαρχών κλέος, κόσμος τῆς ἐκκλησίας, ἐκ δυτικῆς ὁρμώμενος Θεσσαλίας».
[1]. Η διαθήκη του είναι δημοσιευμένη. Βλ. Δρ Βασίλης Κ. Σπανός, «Η διαθήκη του πατριάρχη της Αλεξάνδρειας Ιεροθέου του Κλινοβίτη (7.11.1835)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 71 (Λάρισα 2017) 33-44.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.