Σαν κάθε Τετάρτη πρωί η κυρά Βαγγελίτσα πήρε για βακτηρία το δίτροχο καρότσι της και όδευσε προς τη λαϊκή της συνοικίας.
Πριν φύγει έφτιαξε έναν καφέ, σκέτο ελληνικό με φουσκάλες, τον γύρισε από συνήθεια, η κολλητή της, η Φουλίτσα, είχε από χρόνια πούλεγε το φλυτζάνι σε άλλους κόσμους, -δεν μπορεί να μην πίνουν καφέδες στον παράδεισο…-,το γύρισε το φλυτζάνι η κυρά Βαγγελίτσα, αχ Φουλίτσα μου αναστέναξε, το έβαλε στο νεροχύτη, θα το πλύνω μετά σκέφτηκε, πάω να προλάβω τα φασολάκια τα καλά και κάνα δυο πρασινάδες…
Δεν θάρθουν τα εγγόνια το Σαββατοκύριακο, είναι κι ακριβά τα μανταρίνια, δε θα πάρω .Έχω πορτοκαλάκια, ε, να πάρω δυο μήλα, ένα μικρό λάχανο,- ε βρε παιδί μου τι μεγάλα πούναι πια, πόσο λάχανο να φάει ένας μόνος του άνθρωπος; Α, και κάνα δυό λεμόνια…
Ωραία μέρα έξω, αεράκι επιτέλους δροσούλα, η κυρά Βαγγελίτσα έκοβε βόλτες αργές, οι μυρωδιές σπάγαν τη μύτη της, έβλεπε τους πάγκους της λαϊκής και δεν τους χόρταινε. Πήγε στις γνωστές ξεκούραστες διαδρομές, αλλά τούτη τη φορά πήγε και προς τα λουλουδάδικα, στα ρουχάδικα, στα ψαράδικα, πήρε ένα δημητριάτικο, δυο βολβούς τουλίπες,-πήγαιναν με τη Φουλίτσα τέτοιο καιρό στο παζάρι της καμπούπολης κι αγόραζαν βολβούς και τις κοιτούσαν περίεργα οι γειτόνισσες που θάβανε πατάτες για να βγουν λουλούδια, κι ερχόταν ο καιρός και γέμιζε η αυλή τους ομορφιές και ζήλευε η μαργαρίτα από δίπλα, αλλά τότε ήταν όλα αθώα και παιγνιδιάρικα, σαν τις λουλουδάτες φουστίτσες τους και τα κοντομάνικα πουκάμισα των συντρόφων τους…
Το ξεχείλισε το καρότσι η κυρά Βαγγελίτσα, είχε μια χαρά σήμερα, συνέχεια ένοιωθε πως είχε παρέα, πάρε κι αυτό Φούλη μου, πάρε και το άλλο Βάγγη μου , και μανταρίνια πήρε, και μια λουλουδάτη νυχτικιά πήρε, σαν να τη φόραγε για τον καλό της ένοιωσε, και ψάρι για πλακί πήρε, σαν να έστρωνε τραπέζι από κείνα τα παλιά, που τα αιώνια αγόρια τους περίμεναν το πιάτο το λουλουδάτο και νοστιμογραμμένο κι αυτές κρύβαν τον έρωτα σε μια ρετσίνα…έτσι ψώνισε. Αχ…ξέφυγε πάλι…Ευτυχώς είχε τη σύνταξη απείραχτη ακόμη….Από φάρμακα ήταν εντάξει, ένα δυο κάθε μήνα κι αυτά φτηνά, δόξα τω Θεώ ήταν κατάγερη.
Γύρισε σπίτι χαρούμενη, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί, αλλά όλο το πρωί ήταν η Φουλίτσα μαζί της… Ως και το νυχτικάκι μαζί το διάλεξαν.
Καλά το αγόρι της, ακόμη και τώρα μετά από τόσα χρόνια από τότε που »ταξίδεψε», ήταν μαζί της ολημερίς κι ολονυχτίς.
Άρχισε να τακτοποιεί τα ώνια.
Το παράκανα, σκέφτηκε. Δε βαριέσαι, πέρασα πανέμορφα. Καιρό είχα να ψωνίσω με παρέα.
Άρχισε να καθαρίζει τα φασολάκια, άνοιξε και την τηλεόραση, υπήρχε λόγος…
»Ποιά Κάμαλα περίμενες Βαγγελίτσα μου» ακούει μια φωνή.
»Ακόμη περιμένεις να αλλάξει ο κόσμος;».
Του Αντωνάκη της ήτανε η φωνή, Της Φουλίτσας ήτανε; Δεν το ξεχώρισε.
Έκλεισε την τηλεόραση, τα φασολάκια της έκλεισαν το μάτι…
Αχ Βαγγελίτσα μου, της είπαν πονηρά.
Και γέρασες και μυαλό δεν έβαλες…!
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























