Μια «διαταραχή» ή ενδημικό φαινόμενο της εφηβικής δυναμικής και οικογενειακών /κοινωνικών παραμέτρων
Γράφει ο Ηλίας Ε. Κουρκούτας*
Ξεκινώ αναφέροντας καταρχάς ότι δεν υπάρχουν σοβαρά ερευνητικά δεδομένα για θεαματική αύξηση, όπως αυτή παρουσιάζεται και προβάλλεται από τα ΜΜΕ, στο πεδίο της εφηβικής βίας και παραβατικότητας και του ενδοσχολικού εκφοβισμού.
Ο εκφοβισμός υπήρχε και δυστυχώς θα συνεχίσει να υπάρχει, ενώ η βία στο σπίτι και στην κοινωνία κάποιες δεκαετίες πριν ήταν εκτεταμένη και αποδεκτή, ως μορφή σωφρονισμού. Ο εκφοβισμός, ως επαναλαμβανόμενη επιθετική συμπεριφορά, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις και εκδοχές, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες βλάβες και δυσλειτουργίες στην ψυχοσωματική ανάπτυξη παιδιών και εφήβων, ειδικά αυτών που βρίσκονται σε ευαίσθητες αναπτυξιακές φάσεις. Όταν διαρκεί ή είναι πολύ έντονος, μπορεί να προκαλέσει στο θύμα χρόνιο άγχος, καταθλιπτικές αντιδράσεις, αισθήματα αδυναμίας, ανικανότητας και πόνου, καθώς και ψυχικό εγκλωβισμό σε μια οδυνηρή εσωτερική κατάσταση ανικανότητας, απειλής και ψυχικής παραλυσίας, που καταλήγει σε κάποιους εφήβους ακόμη και σε απόπειρες αυτοκτονίας.
Ως προς τα χαρακτηριστικά του, είναι κυρίως τα ακόλουθα: (α) διαρκής, ατομική ή ομαδική, και επαναλαμβανόμενη/ συστηματική «κακοποίηση» συγκεκριμένου παιδιού ή ομάδας, (β) χρήση λεκτικής ή και σωματικής βίας ή και των δύο μορφών, έμμεσων συγκαλυμμένων μορφών προσβολής/ κακομεταχείρισης/ υποτίμησης, αποκλεισμού από ομάδα και τελικά κακοποίησης του άλλου.
Βασικός στόχος είναι η δημιουργία μιας κατάστασης ανισορροπίας/ υπερίσχυσης και κατίσχυσης του άλλου, με διάφορα ψυχικά και διαπροσωπικά/ κοινωνικά οφέλη για τον θύτη (η ανάδειξή του ως αρχηγός, δυνατός και ελκυστικός για το άλλο φύλο, αίσθημα δύναμης, αποδοχής και κυριαρχίας στον σχολικό/ κοινωνικό χώρο, που «δεν μπορώ να το πετύχω αλλιώς»), σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, βέβαια, ανάλογα με το περιστατικό.
Ο εκφοβισμός στα σχολεία έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τα θύματα και τους θύτες, αλλά και για την ευρύτερη ομάδα συνομηλίκων. Τα θύματα αντιμετωπίζουν επίσης κοινωνικές δυσκολίες, όπως χαμηλή/ απαξιωμένη κοινωνική θέση στις διάφορες ομάδες, γενικευμένη απόρριψη και έλλειψη αποδοχής, ενώ αντιλαμβάνονται το σχολείο ως μη ασφαλές μέρος.
Αυτό που είναι τρομακτικό είναι η αίσθηση του παιδιού-θύματος ότι βιώνει κάτι απειλητικό. Οι υπεύθυνοι ενήλικες δεν το αντιλαμβάνονται, ενώ ο ίδιος νιώθει αδυναμία και τεράστιο άγχος αντιμετώπισης. Παράλληλα, αποκόβεται από το βασικό πεδίο κοινωνικοποίησης, χαράς και εξέλιξης, που είναι ο κοινωνικός χώρος του σχολείου (σχέσεις με τους άλλους, παιχνίδια στα διαλείμματα, εκδρομές, αθλητικές δραστηριότητες), τον οποίο συστηματικά αποφεύγει. Τα παιδιά-θύματα μιλάνε πολύ περισσότερο από ότι πιστεύουμε, απλά συχνά το φαινόμενο δεν «αξιολογείται επαρκώς».
Από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρχει ενιαία τακτική και ειδικά επιθετική στρατηγική απέναντι στα παιδιά που εκφοβίζουν, διότι δεν πρόκειται για ενιαία ομάδα, ούτε πρέπει να επαίρονται οι υπουργοί για τις συλλήψεις παιδιών και γονέων εφήβων, που σηματοδοτεί ένα κοινωνικό πρόβλημα.
Ένα παιδί που δεν είναι δυναμικό, δεν νοιώθει τον εαυτό τολμηρό και ελκυστικό στο τέλος της παιδικής ηλικίας/ αρχή της εφηβείας μπορεί να συνδεθεί, με ένα άλλο επιθετικό παιδί και να καταλήξουν να εκφοβίζουν άλλους για να επιβεβαιώσουν της ταυτότητα τους ως δυναμικά και ελκυστικά όντα. Η χρήση επιθετικότητας και πρακτικών κυριαρχίας είναι μια συνήθης τακτική για διασφάλιση ενός συναισθήματος δυναμισμού και μιας εικόνας δύναμης (η σύνδεση με τους πιο μάγκες ή και εξωσχολικές ομαδες έχει αυτόν το ρόλο)
Έχουμε εκφοβιστές ή επιθετικά παιδιά που γίνονται θύματα, ανώριμα παιδιά που συνδέονται για πλάκα με μια ομάδα και γίνονται θύτες αντλώντας επιφανειακή ικανοποίηση.
Υπάρχουν θύτες με υψηλή νοημοσύνη και υψηλές μαθησιακές επιδόσεις που χειραγωγούν και εκμεταλλεύονται τον άλλον (μακιαβελιστές), λειτουργώντας ατομικά ή ομαδικά, ενώ ο εκφοβισμός διαφέρει στην ένταση και στην έκφραση της βίας. Υπάρχει και η συγκαλυμμένη βία, η οποία δεν είναι τόσο εμφανής στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων, όπου ένα παιδί πληγώνεται συστηματικά από ένα άλλο μέσω συγκαλυμμένων προσβολών ή όταν η επίθεση είναι ομαδική, καταλήγει αδύναμος στο έλεος των αστείων, των πειραγμάτων ή της γελοιοποίησης από τους άλλους.
Ένα ποσοστό εφήβων θυτών που αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα με το σπίτι και το σχολείο και έχουν κοινωνικές και διαπροσωπικές δυσκολίες είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε επικίνδυνες ή παραβατικές συμπεριφορές αργότερα, όπως η χρήση ουσιών. Ωστόσο, όλοι οι θύτες δεν καταλήγουν με παθολογικές προσωπικότητες στην ενήλικη ζωή, διότι δεν είναι απαραίτητα «παθολογικές» προσωπικότητες στην εφηβεία.
Θύτες και θύματα μοιράζονται συχνά πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά (έντονο αλλά μη έκδηλο άγχος, δυσκολίες στη σύναψη ισότιμων και ικανοποιητικών σχέσεων αμοιβαίας αποδοχής, χαμηλή εικόνα εαυτού). Συχνά, επίσης, πολλά από αυτά τα παιδιά (θύματα και εν δυνάμει θύτες) βιώνουν αισθήματα θυμού, οργής, αδικίας, σε σχέση με την οικογένεια και το σχολείο, σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, ενώ σε πολλά επιθετικά-αντιδραστικά και οργισμένα παιδιά ο εκφοβισμός δεν είναι κυρίαρχος. Πολλά παιδιά θύματα χωρίς καθόλου επιθετικότητα μπορεί κάποια στιγμή στην εφηβεία να αντιδράσουν επιθετικά
Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος των εκφοβιστικών απαξιωτικών πρακτικών και πρακτικών κατίσχυσης και γελοιοποίησης του άλλου ή ακόμη πρόκλησης πόνου οφείλεται σε συναισθηματική ανωριμότητα και έλλειψη ενσυναίσθησης. Η οποία καταλύεται ακόμη περισσότερο με τη παρουσία ή εμπλοκή μιας ομάδας, που έμμεσα ή άμεσα ενισχύει τη συμπεριφορά αυτή.
Η έλλειψη ενσυναίσθησης και η κυριαρχία αρνητικών συναισθημάτων, όπως η οργή, είναι χαρακτηριστικό πολλών θυτών. Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που εμπλέκονται σε ευκαιριακές παραβατικές, αντικοινωνικές ή και σκόπιμες επιθετικές συμπεριφορές δεν προέρχονται από προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα, όπως συχνά θέλουμε να πιστεύουμε.
Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη περίοδος όπου ζητήματα όπως η αυτονόμηση, η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τους γονείς, η σύνδεση και η αποδοχή από τους συνομηλίκους, οι μαθησιακές υποχρεώσεις, η επιθυμία να είναι αποδεκτοί από τους δασκάλους/καθηγητές, ικανοποιώντας παράλληλα τις δικές τους ανάγκες ή ακόμη και υπερβολικές/μη αποδεκτές/ ανώριμες επιδιώξεις/επιθυμίες, χωρίς να διαρρήξουν τη σχέση με τους γονείς και το σχολείο, είναι καίριας σημασίας.
Από την άλλη, τα άγχη και οι φόβοι σχετικά με το σώμα, τον εαυτό και την αποδοχή από τους άλλους είναι αυξημένα. Εδώ κατανοεί κανείς την περίπλοκη δυναμική της εφηβικής ανάπτυξης, η οποία περιλαμβάνει τη σεξουαλικότητα και τις ορμονικές αλλαγές, σε ένα περιβάλλον, όπως το σχολικό (και το οικογενειακό) όπου ο έφηβος αντιμετωπίζεται και θεωρείται ΜΟΝΟ μαθητής (και μάλιστα πρέπει να είναι καλός, υπάκουος και συνεργάσιμος μαθητής).
Δεν υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη της εφηβείας, δεν υπάρχει διάλογος, συνδιαλλαγές και πρακτικές, θεσμικές ή μη, που να προάγουν την εφηβική ανάπτυξη και τις ανάγκες ωρίμανσης, συναισθηματικής και διαπροσωπικής εξέλιξης των εφήβων. Υπάρχει έμφαση μόνο στο γνωσιοκεντρικό μέρος, και μάλιστα με έναν αισθητά στείρο και μονοδιάστατο τρόπο, με εξαιρέσεις μόνο από πρωτοβουλίες μεμονωμένων εκπαιδευτικών που σπάνε αυτή τη «σιωπή» και την απουσία συνδιαλλαγής με το «εφηβικό» κομμάτι του μαθητή.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο σε προβληματικά ή συγκρουσιακά οικογενειακά περιβάλλοντα, με αμέλειες, συναισθηματικές απουσίες των γονέων, αλλά συχνά και το αντίθετο, δηλαδή την υπερβολική εμπλοκή και υπερπροστασία από την πλευρά των γονέων, που δεν επιτρέπουν στον έφηβο να εξελιχθεί δυναμικά και αυτόνομα.
Οι ενοχοποιητικές συναισθηματικές πρακτικές των γονέων (ζήτημα που θα θίξουμε άλλη φορά) είναι εκτεταμένες, χωρίς μάλιστα οι ίδιοι να συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις στα παιδιά τους, καθώς είναι γεμάτοι καλές προθέσεις και επιθυμία για την ανάπτυξη των παιδιών τους.
Δεν είναι τυχαίο που το «πικ»/η έντονη και απότομη αύξηση του εκφοβισμού, σε όλες τις χώρες, παρατηρείται σε αυτή την ηλικία. Διότι πρόκειται και για μια προσπάθεια αυτονόμησης και επιβολής του εαυτού στους άλλους για κάποια συγκεκριμένα παιδιά, όπως αναφέραμε, με σκοπό την αναγνώριση και την αποδοχή (υπάρχω έστω με αυτόν τον δυναμικό τρόπο). Δεν είναι τυχαίο επίσης, όπως έχει δηλωθεί και από την αστυνομία, ότι όλο αυτό που παρουσιάζεται αυτό το διάστημα ως επιδημία εφηβικής βίας/παραβατικότητας ξεκίνησε με το άνοιγμα των σχολείων.
Στο επόμενο περισσότερα για την εφηβεία και τις πρακτικές αντιμετώπισης στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο.
* Ο κ. Ηλίας Κουρκούτας είναι Καθηγητής Παιδιών & Εφηβικών Διαταραχών, Διευθυντής Εργαστηρίου Ψυχολογίας & Διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ε.Α., ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Συντονιστής Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.