«Το Μεταξικό πείραμα εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας» (1936 – 1941), Γ. Σούβλης – Αρ. Καλλής, εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 2024.
Δε θα μπορούσε να έχει αλλιώς -όπως πάντα, έτσι συμβαίνει ακόμη και στις μέρες μας- παρά ένας ελάχιστης σημασίας και προσωπικότητας πολιτικός, ου μην αλλά και ένας αποτυχημένος στρατιωτικός (1897) να αναδειχθεί ως ο φασίστας δικτάτορας της Ελλάδας του μεσοπολέμου, (στις «ευέλπιδες φτερούγες» του οποίου ανατράφηκαν οι έτεροι ελάσσονες στρατιωτικοί και δικτάτορες, Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης). Ο Ιωάννης Μεταξάς, με την εξαίρεση μόνο μιας φοράς, δεν έτυχε ουδενός σημαντικού εκλογικού ποσοστού. Έτυχε, όμως, της εύνοιας του βασιλιά, διορίστηκε πρωθυπουργός, καίτοι το κόμμα του ανεδείχθη έκτο στις εκλογές του 1936, και ανέστειλε τα σημαντικά άρθρα του Συντάγματος εγκαθιστώντας στρατιωτική δικτατορία. (Όσο για τη φασιστική και δεξιά προπαγάνδα του δήθεν «όχι» του Μεταξά, πια η ιστοριογραφία έχει μιλήσει. Κάθε άλλο παρά «όχι» είπε ο Μεταξάς. Ένα σύνθημα ήταν στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ». «Άρα έχουμε πόλεμο;», αυτό είπε και το καταγράφει ο ίδιος στα ημερολόγιά του αναφέροντας και τους αντιβενιζελικούς και αντικομουνιστικούς του «λόγους» για τους οποίους σύρθηκε σε έναν πόλεμο με τους «ιδεολογικούς» συμμάχους του που δεν τον ήθελε).
Επαναλαμβάνω: δε θα μπορούσε να έχει γίνει αλλιώς. Μόνο όσοι δεν μπορούν (και δεν μπορούν, διότι δεν γίνονται αποδεκτοί από την πλειοψηφία -ή, πια, από την πραγματική, από την όλη, πλειοψηφία· τι πιο απλό;) με δημοκρατική απήχηση και αποδοχή να εφαρμόσουν τις «ιδέες» τους, είτε αρχηγίσκοι, είτε οπαδοί τους, μόνο αυτοί «μισούν» τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό και πίνουν νερό στο όνομα δικτατορικών καθεστώτων, είτε με το να τα υπηρετούν, είτε με το να τα αναπολούνε και να τα εξυμνούν. Προφανώς πρόκειται είτε για φρικτά ιδιοτελείς φιλοχρήματους ανθρώπους, είτε για «μυαλά» που είναι πιο νεκρά κι από το μπετόν και πιο άγονα από τα χώματα του πλανήτη Άρη. Δεν μπορούμε με τίποτα αυτούς τους ανθρώπους να τους κάνουμε να αλλαξοπιστήσουν. Πρόκειται για τετελεσμένα και χαλασμένα γεγονότα. Μπορούμε όμως να τους απομονώσουμε κοινωνικά, όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο. Και φυσικά μπορούμε και επιβάλλεται να μιλάμε σε (και με) όσους έχουν την ανάγκη να γνωρίζουν (και γνωρίζουν) ιστορία. Γιατί αν κάτι δε θέλει ο φασισμός, σίγουρα και πρωτίστως είναι η γνώση και η κριτική σκέψη. Αυτά αντί γενικότερης εισαγωγής.
Στο παρουσιαζόμενο, στο παρόν άρθρο, βιβλίο το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι αν η δικτατορία του Μεταξά ήταν απλώς, και αυτή, μια sui generis δικτατορία, όπως και άλλες εκείνης της εποχής ή μια καθαρά φασιστικής κοψιάς και «ιδεολογίας» δικτατορία. Η απάντηση από την αρχή είναι σαφής: πρόκειται για το φασιστικό φαινόμενο του μεσοπολέμου εν Ελλάδι. Το κέντρο του φασισμού (Ιταλία αρχικά και Γερμανία έπειτα, ως ναζισμός) μπορεί να στηρίζεται κυρίως σε τρεις συγκεκριμένους «ιδεολογικούς» πυλώνες (θα τους διαβάσετε στο βιβλίο), αλλά αυτό σε τίποτα δεν εμπόδισε τα περιφερειακά φασιστικά καθεστώτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Ελλάδα, να εφαρμόσουν πάρα πολλές από τις «ιδεολογικές απόψεις» του, στηριγμένες φυσικά σε θεωρητικά κείμενα, προσαρμοσμένες στον δικό τους χωροχρόνο.
Στα έξι δοκίμια του βιβλίου αυτού, γραμμένα από έξι διαφορετικούς θεωρητικούς, παρουσιάζονται η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου, ειδικότερα η ζωή και οι απόψεις του Μεταξά και πώς αυτές πήραν σχήμα, το νομικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου (από έναν νομικό που το διδακτορικό του το εκπόνησε στη Γαλλία σε έναν καθηγητή ο οποίος μετέπειτα έγινε ο νομικός σύμβουλος του Βισύ, καθόλου τυχαίο!), η φασιστικής προπαγάνδας ΕΟΝ, οι πλήρως ρατσιστικές και ταξικές επιδιώξεις σε ζητήματα φύλου από το καθεστώς και ο λεγόμενος «Τρίτος Πολιτισμός», που, εκτός άλλων, αναδείκνυε και τη φρικαλέα -μέχρι και σήμερα- προσπάθεια να συνδυαστούν αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και Βυζάντιο. Κληρονόμοι του Μεταξά ήταν οι επίσης δικτάτορες Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης και κληρονόμοι των «ιδεών» τους στις μέρες μας είναι, εγώ τουλάχιστον από τους γνωστούς πολιτικούς αυτούς ξέρω, οι Άδωνης Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης, Θανάσης Πλεύρης, Κυριάκος Βελόπουλος και η Αφροδίτη Λατινοπούλου. Μα, το πιο επικίνδυνο δεν είναι οι πολιτικοί που ανέφερα.
Το πιο επικίνδυνο είναι ότι ακόμη υπάρχουν εγκληματικά, αδιάφορα, εκουσίως ανιστόρητα και προφανώς ιδιοτελή «μυαλά» που τους στέλνουν στη δημοκρατική Βουλή, και μάλιστα «μυαλά» που γεννήθηκαν μετά (ή και πολύ πιο μετά) το 1974, σαν να μην έχει υπάρξει η ιστορία -προφανώς εγκληματικά αδιαφορούν ή αγνοούν- αυτού του βασανισμένου τόπου από φασίστες, χουντικούς, βασιλιάδες, βασιλικούς και ακροδεξιούς αλήτες.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.