Διήγημα του Βάιου Κουτριντζέ, συγγραφέα
Β΄ Μέρος
Την επομένη, ο Μάνθος βρισκόταν στο Γραφείο και περιέγραφε στο Νικηφόρο αυτά που είδε κι έμαθε. Ο Νικηφόρος δεν έδειξε να εκπλήσσεται· μόνο είπε λυπημένα:
-Με παντρεμένο λοιπόν. Θα ταλαιπωρηθεί η φουκαριάρα. Αυτές οι σχέσεις έχουν τις περισσότερες φορές δραματικό τέλος.
-Και τώρα τι κάνουμε;
-Συνεχίζεις για μια βδομάδα ακόμη να βεβαιωθούμε ότι έχουν δεσμό, διότι, ενδεχομένως, να επρόκειτο για επαγγελματική συνάντηση.
-Εντάξει αφεντικό· αλλά οι επαγγελματικές συναντήσεις δεν καταλήγουν στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου.
-Έχεις δίκιο, όμως εμείς πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δεν ήταν έρωτας της μιας βραδιάς.
*
Παρασκευή, ημέρα πληρωμών. Η Τερέζα είχε πάει νωρίς το πρωί στην Τράπεζα και πήρε τα χρήματα που χρειάζονταν. Τώρα, μες στο γραφειάκι της τοποθετούσε μέσα σε φακέλους το μισθό κάθε μιας εργάτριας. Αίφνης, η εξώπορτα της βιοτεχνίας άνοιξε με θόρυβο κι όρμησαν μέσα δύο κουκουλοφόροι με πιστόλια στα χέρια. Ο ένας κατευθύνθηκε προς το χώρο των μηχανών και βροντοφώναξε:
-Όλες κάτω γρήγορα!
Οι γυναίκες έπεσαν στο πάτωμα όπως όπως, φοβισμένες.
Ο δεύτερος άνοιξε την πόρτα του γραφείου κι έκανε νόημα στην Τερέζα να βάλει τους φακέλους στο χαρτοφύλακα. Μόλις και ο τελευταίος φάκελος μπήκε στο χαρτοφύλακα τον άρπαξε και βγήκε έξω από το γραφείο. Ο συνεργός του οπισθοχώρησε προς την έξοδο κι οι δυο μαζί βγήκαν στην αυλή κι έτρεξαν προς την αυλόπορτα. Η Τερέζα στάθηκε στο παράθυρο και τους είδε που στρίβανε στο χωματόδρομο. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε η μηχανή αυτοκινήτου που απομακρυνόταν προς την εθνική οδό. Ήταν μια λευκή Giulietta, που έστριψε προς την πόλη. Η Τερέζα τηλεφώνησε αμέσως στην αστυνομία, κι ένα περιπολικό κατέφτασε σε δέκα λεπτά, ταυτόχρονα σχεδόν με δύο μοτοσικλετιστές της Ομάδας Ζ. Οι αστυνομικοί μπήκαν τρέχοντας στη βιοτεχνία και βρέθηκαν μπροστά σε εκατό γυναίκες που τσίριζαν κι έκλαιγαν. Η Τερέζα τους ενημέρωσε, εν τάχει, για το τι είχε συμβεί και οι άντρες της ομάδος Ζ έφυγαν προς τις μηχανές τους. H Giulietta βρέθηκε πολύ γρήγορα με το κλειδί της μηχανής πάνω της. Ήταν προφανώς κλεμμένη. Σ’ έναν κοντινό κάδο απορριμμάτων βρέθηκαν οι κουκούλες, τα γάντια και τα ψεύτικα πιστόλια. Οι κακοποιοί όμως άφαντοι. Ενδεχομένως, να είχαν άλλο αυτοκίνητο ή να χώρισαν.
Πίσω, στη βιοτεχνία, ο αστυνόμος ρωτούσε την Τερέζα.
-Σας θύμισε κάποιον γνωστό σας το παρουσιαστικό των ληστών;
-Όχι, είπε σκεπτική.
-Είστε παντρεμένη, χωρισμένη…
-Όχι κύριε αστυνόμε, ελεύθερη είμαι.
-Τότε θα έχετε κάποιον φίλο.
-Ούτε φίλο έχω.
-Είχατε με κάποιον/αν, επαγγελματικές ή κοινωνικές διαφορές.
-Όχι.
-Μαλώσατε… διαπληκτιστήκατε με κάποια υπάλληλό σας.
-Όχι, διατηρώ καλές σχέσεις μ’ όλο το προσωπικό.
Οι άντρες της Σήμανσης, που είχαν έλθει στο μεταξύ, ενημέρωσαν τον αστυνόμο ότι τελείωσαν τη δουλειά τους, αν και ήταν απίθανο να βρεθούν αποτυπώματα του είπαν. Και οι αστυνομικοί έφυγαν, αφού υποσχέθηκαν να κάνουν το παν, ώστε να βρεθούν οι κακοποιοί.
*
Ο Νικηφόρος διάβασε την άλλη μέρα για το γεγονός της κλοπής και η Λαμπρινή έτρεξε μέσα να μάθει το λόγο της ηχηρής αναφώνησης.
-Τι έγινε, Νικηφόρε;
-Λήστεψαν τη βιοτεχνία της δεσποινίδας που παρακολουθούσαμε!
-Πήραν πολλά;
-Γύρω στις εκατό χιλιάδες ευρώ! Τους μισθούς του προσωπικού.
-Πρέπει να ενημερώσεις την Αστυνομία.
-Αυτό θα κάνω και αμέσως μάλιστα, είπε και σηκώθηκε.
Στον αστυνομικό διευθυντή είπε τα πάντα.
-Ώστε έχει φιλαράκο και μας το ’κρυψε, λες και ήθελε να τον προστατέψει. Χμ…εραστής της,… αρχιτέκτων,… γιατί να το κάνει όμως; Για ποιο λόγο να κλέψει τη φιλενάδα του; Θα τον καλέσω να δω τις αντιδράσεις του, ίσως μας βοηθήσει στην έρευνά μας.
*
Ο Τρύφων ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του αστυνόμου και την καθορισθείσα ημέρα και ώρα καθόταν απέναντί του.
-Κύριε Κ., μάθατε για την ένοπλη ληστεία που έγινε στη βιοτεχνία της Τερέζας εδώ στη Λ.;
-Όχι δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου.
-Κλάπηκαν 100000 ευρώ που προορίζονταν για την πληρωμή των μισθών του προσωπικού της βιοτεχνίας. Φαντάζεστε πώς νιώθουν όλοι οι εργαζόμενοι, που είναι ως επί το πλείστον φτωχές γυναίκες;
-Καταλαβαίνω, γιατί κι εγώ έχω τεχνικό γραφείο και εργαζόμενους.
-Γνωρίζετε την Τερέζα;
-Βρεθήκαμε κάποιες φορές να συζητήσουμε για μια επέκταση που σκέπτεται να κάνει. Αλλά τα σχέδιά της δεν υλοποιήθηκαν ακόμη.
-Πού συναντηθήκατε αν επιτρέπεται;
-Στη βιοτεχνία, ήθελα να εξετάσω το πραγματοποιήσιμο της επέκτασης.
-Μάλιστα… Περιμένετε λίγο και θα ξανάρθω.
Βγήκε στο διάδρομο και πήγε στο γραφείο του υπαστυνόμου.
-Πάρε το φάκελο της υπόθεσης της ληστείας και τρέξε στον εισαγγελέα να ζητήσεις ένταλμα έρευνας στο γραφείο του αρχιτέκτονα Τρύφωνα Κ. στο Βόλο. Προέκυψαν νέα στοιχεία πες του, που κινδυνεύουν να χαθούν αν ο Τρύφων φτάσει πρώτος στο Β. και τα εξαφανίσει.
Μετά μπήκε ξανά στο γραφείο του και κάθισε.
-Θα είχατε την καλοσύνη να μου περιγράψετε το αντικείμενο με το οποίο ασχολείστε. Αν θέλετε βέβαια, δεν είναι υποχρεωτικό.
-Ασφαλώς. Σχεδιάζω και κατασκευάζω κάθε είδους οικοδομές…
Ακούστηκε το τηλέφωνο. Ο αστυνόμος το σήκωσε. «Φεύγω για Β. με το ένταλμα».
-Εντάξει κύριε, θα στείλω έναν αστυφύλακα να ελέγξει.
Κουβέντιασαν επί μισή ώρα κάποιες λεπτομέρειες και ο αστυνόμος αποδέσμευσε τον Τρύφωνα, αφού τον ευχαρίστησε. Εξερχόμενος από το Τμήμα ο Τρύφων κάλεσε στο κινητό την Τερέζα. Έπρεπε να κόψει τη σύνδεση μαζί της μια ώρα γρηγορότερα. Δεν ήθελε να γίνει μέρος του προβλήματός της.
-Ναι, Τερέζα.
-Έλα Τρύφων, έμαθες;
-Τι να μάθω;
-Με κλέψανε, αγάπη μου.
-Πήραν πολλά;
-100000 ευρώ.
-Ποπό!
-Τι ήθελες να μου πεις;
-Βέβαια δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, αλλά κάποτε θα γινότανε.
-Με κάνεις και τρομάζω.
-Κοίτα, Τερέζα, λυπάμαι γι’ αυτό που σου συνέβη, μα πρέπει να σου πω και κάτι άλλο που θα σε στενοχωρήσει.
-Σ’ ακούω.
-Τερέζα, σου υποσχέθηκα ότι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, ωστόσο μου είναι πολύ δύσκολο να το πραγματοποιήσω. Με τη γυναίκα μου γνωριζόμαστε από φοιτητές, έχουμε κοινές αναμνήσεις…
-Προσπαθείς να μου πεις ότι η σχέση μας έληξε;
-Ε,.. κάτι τέτοιο. Δε θέλω να σ’ εκμεταλλευτώ και να σε κοροϊδεύω.
-Και μέχρι σήμερα τι έκανες; Όμως, δε φταις εσύ· εγώ φταίω που σε πίστεψα· με θάμπωσε η ομορφιά σου και η χλιδάτη ζωή σου. Ας τελειώνουμε λοιπόν, είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ύστερα, την έπιασαν τα κλάματα.
Όταν ο Τρύφων έμπαινε το αυτοκίνητό του, ο υπαστυνόμος χτυπούσε το κουδούνι του αρχιτεκτονικού γραφείου του. Του άνοιξε μια κοπέλα.
-Είναι εδώ ο κύριος Τρύφων Κ.;
-Απουσιάζει, κύριε αστυφύλακα.
-Έχω ένταλμα έρευνας, είπε και της έδειξε το χαρτί.
-…, περάστε! Περάστε…
Ο αστυφύλακας κοίταξε κυκλικά το χώρο και είδε με το πρώτο το χαρτοφύλακα. Πήρε ένα χαρτί και τον άνοιξε. Υπήρχαν μερικά χρήματα. Έβαλε το χαρτοφύλακα σε μια διάφανη μεγάλη σακούλα και λέγοντας:
-Ο χαρτοφύλακας κατάσχεται, εξήλθε απ’ το Γραφείο, αφήνοντας άφωνη την κοπέλα.
*
Η Τερέζα είχε ξαναμπεί στους ρυθμούς της δουλειάς, χωρίς να ξεχάσει βέβαια το επεισόδιο. Πληροφορήθηκε απ’ τον αστυνόμο για τη σύλληψη των κακοποιών, του Τρύφωνα κι ενός εργάτη του, και έπεσε από τα σύννεφα. Πού είχε μπλέξει η άμοιρη!
Εν πάση περιπτώσει, σιγά σιγά, όλα ομαλοποιούνταν γύρω της κι αυτή ένιωθε καλύτερα ως ελεύθερη και θ’ αργούσε να συνάψει ξανά ερωτική σχέση, όταν δέχτηκε εκείνο το τηλεφώνημα που την αποτελείωσε. Ήταν ο χοντρέμπορος από τη Γερμανία, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ της γνώρισε ότι:
-Κυρία Τερέζα, η συνεργασία μας τελειώνει. Βρήκαμε στη Ρουμανία φθηνότερη βιοτεχνική μονάδα, καταλαβαίνετε… χαμηλότερα ημερομίσθια…
ΤΕΛΟΣ
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.