του Βάιου Κουτριντζέ, συγγραφέα
ΌΤΑΝ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ Μ’ ΕΠΑΙΡΝΕ ο πατέρας μου στον Βόλο, μόλις κατεβαίναμε από το λεωφορείο, γραμμή για το «καφενείο των κυνηγών», Αργοναυτών και Αντωνοπούλου, στην παραλία. Σ’ αυτό το στενόμακρο γωνιακό μαγαζί συγκεντρώνονταν κυρίως κυνηγοί που απολάμβαναν σιγά σιγά τον καφέ τους, ξεκοκάλιζαν τις τοπικές εφημερίδες και, με τη σειρά, ένας, διηγούνταν τις σαββατοκυριακάτικες κυνηγετικές περιπέτειές τους. Ο πατέρας μου έπινε καφέ παρέα με τον κυρ Βασίλη κι εγώ μια πορτοκαλάδα ΕΨΑ, που μ’ άρεζε πολύ, κι άκουγα ενεός τις μεγαλόστομες διηγήσεις που με συνάρπαζαν. Κάποια στιγμή, σηκωνόμασταν και πηγαίναμε κουστωδία σ’ ένα κατάστημα ειδών κυνηγίου επί της Δημητριάδος. Ήταν ευρύχωρο κι είχε στις τρεις πλευρές του ντουλάπες ως την οροφή κι εναγύρω πάγκους. Εκεί διεξαγόταν «επιστημονική» συζήτηση για τα όπλα και τα φυσίγγια και καθένας υποστήριζε με πάθος την άποψή του. Πάνω στους πάγκους, αφημένα, τεύχη του περιοδικού «Κυνηγετικά νέα», που ξεφύλλιζα για να περάσει η ώρα, ώσπου να βγούμε στο δρόμο να χαζέψω τα «Μίκυ Μάους» στα περίπτερα.
*
Ο κυρ Βασίλης ερχόταν στο σπίτι μας, στο Κοτρώνι, μια φορά το χρόνο, συνήθως λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ένας μεσόκοπος κύριος, ευτραφής, με τρανό μουστάκι, που είχε ως αγαπημένο του χόμπι το κυνήγι. Κατέφθανε, που λέτε, με το βραδινό υπεραστικό λεωφορείο, την Παρασκευή, φορώντας πράσινη στολή και μπότες, κρατώντας στα χέρια του ένα σακ-βουαγιάζ και το όπλο μες στη θήκη του. Όλοι τον χαιρετούσαν στην πλατεία, τον γνώριζαν και τον προσφωνούσαν με τ’ όνομά του κι αυτός περνούσε λεβέντικα αντιχαιρετώντας, με τον πατέρα μου στο πλάι που τον προϋπαντούσε. Στο σπίτι η χαρά ήταν διάχυτη κι ανεπιτήδευτη. Εγώ ένιωθα μια γλυκιά ευτυχία, λες και ήταν πραγματικός παππούς μου.
Ο κυρ Βασίλης μοίραζε τα δώρα, κρέας για το σπίτι και τη νοικοκυρά, φυσίγγια για τον πατέρα μου, σοκολάτες και τα ονομαστά βολιώτικα λουκούμια του ΄΄παππού΄΄ για μένα. Ύστερα, καθόταν στο παραγώνι, κοντά στη φωτιά που μπουμπούνιζε, και, αφού τελείωναν οι προκαταρκτικές συζητήσεις, άρχιζε να διηγείται κυνηγετικά επεισόδια που έζησε ή φαντάστηκε. Εγώ κρεμόμουν απ’ τα χείλη του και μεταφερόμουνα σε τόπους άγνωστους, μαγικούς, σε άγρια φαράγγια, χιονισμένα βουνά, απέραντες ακύμαντες λίμνες και βουερούς ποταμούς. Μετά το φαγητό, έπινε κρασί με τον πατέρα μου και καθάριζε μήλα-φιρίκια, μαζεμένα από τις μηλιές μας, κι έριχνε τα κομμάτια μες στο ποτήρι με το άλικο κρασί. Μου ’δινε και μένα να δοκιμάσω απ’ τα ποτισμένα με κοκκινέλι μήλα και αυτή η γεύση αναδύεται ως και σήμερα από τη δεξαμενή της μνήμης, όταν συντρέχουν οι κατάλληλες περιστάσεις, και αναπαρίσταται μπρος μου όλο εκείνο το ζεστό σκηνικό μέσα στην τότε χειμωνιάτικη κάμαρα.
Το πρωί γινόταν ΄΄ανάστα ο Κύριος΄΄. Πηγαινοερχόταν θορυβωδώς ετοιμάζοντας το σακίδιο με τα χρειώδη. «Πυρομαχικά», νερό, ψωμί και κονσέρβες. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου και μέσα σ’ αυτήν τη φοβερή αναμπουμπούλα σηκωνόμασταν όλοι, θέλαμε δε θέλαμε. Έξω, στην αυλή, αλυχτούσαν ανυπόμονα τα δυο κυνηγόσκυλα. Όταν έφταναν στον τόπο που κρατούσε λαγούς, έπιαναν τα μονοπάτια απ’ όπου θα περνούσε κυνηγημένο το θήραμα και περίμεναν. Κάποια στιγμή ακούγονταν οι ξέφρενες υλακές των σκυλιών, που το οδηγούσαν καταπάνω τους και ο μοιραίος πυροβολισμός.
Το βράδυ δίπλα στο τζάκι γινόταν παράσταση, πού και πώς χτύπησαν τα θηράματα. «Που λες, Άγη, σαν άκουσα τα σκυλιά να λυσσομανάνε, ετοίμασα το όπλο, σημάδεψα και, μόλις το ζλάπ’ φάνηκε, αναπηδώντας, στο έμπα του μονοπατιού, του ’ριξα έναν τουμπλέ και πάρ’ το κάτω, σέκο».
Ο κυρ Βασίλης κυνηγούσε και τα κερομύτικα κοτσύφια, που ξεπετάγονταν απ’ το δάσος, φτεροκοπώντας, ενοχλημένα από την ανθρώπινη παρουσία. Βέβαια, ο κυρ Βασίλης ήταν ένας κυνηγός της πόλης που έκανε το χόμπι του κι όχι δεξιοτέχνης του είδους. Παρ’ όλ’ αυτά, έφευγε πάντα με δύο λαγούς στο σακίδιό του, που είχε σκοτώσει ο ίδιος και, τη Δευτέρα το πρωί, θα καμάρωνε στο ΄΄καφενείο των κυνηγών΄΄.
Δεν έμαθε όμως ποτέ ότι ο πατέρας μου τον τοποθετούσε στο καίριο σημείο, δηλαδή από κει που θα περνούσε σίγουρα το «ζουλάπι», πράγμα που εξακρίβωνε τις προηγούμενες ημέρες ακολουθώντας τον τορό του, κάτι που μόνο ένας πεπειραμένος κυνηγός μπορούσε να κάνει.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.