του Βάιου Κουτριντζέ, συγγραφέα
ΤΟ ΠΡΩΙ, ΑΝΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ο παπα-Βαγγέλης ξύπνησε και κοίταξε έξω απ’ το παραθύρι.
– Πολύ χιόνι στοίβαξε ο Ευλογημένος, πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα;
Ντύθηκε, φόρεσε την παπαδίστικη αμφίεση, έριξε και μια κάπα αποπάνω του, έβαλε και μπότες, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να περπατήσει στο χιόνι.
Φτάνοντας στην εκκλησία, από μακριά, ξεχώρισε δίπλα στην πόρτα μια σκιά να κάθεται στα σκοτεινά.
-Δε θέλεις να ’ναι κανένας καλικάντζαρος; μουρμούρισε γελώντας.
Παπάς ων, δε φοβόταν ό,τι και να ’ταν και πλησίασε.
– Μάρκο, τι θέλεις τόσο πρωί, εδώ. Δεν πάγωσες απ’ το κρύο;
-Να εκκλησιαστώ, παπά μ’, να καθαριστώ, με μαγάρισαν τα δαιμόνια.
Ο παπάς που είχε μάθει για τη χτεσινή περιπέτειά του γέλασε.
-Έλα, πάμε μέσα ν’ ανάψουμε τη σόμπα, διότι τα παγανά σκιάζονται τη φωτιά.
-Ναι, παπά μ’, πάμε.
***
-Πού θα πας χριστουγεννιάτικα, χαντακωμένε;
-Να γκρεμίσω ελιές, να ’χουμε να μαζέψουμε μετά τα Χριστούγεννα.
-Σήμερα βρήκες, που θέλω να με βηθήσεις να στολίσω τα δέντρο;.. και ν’ αφήσεις ψιλά για τα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα.
-Λεφτά θα σ’ αφήσω, αλλά το δέντρο το φτιάχνεις μόνη σου, δεν είναι δική μου δουλειά.
Αυτά ακούγονταν στην αυλή του σπιτιού της Ανίθως και του Μάρκου, το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων την ώρα που ο Μάρκος σαμάρωνε το μουλάρι τους για να φύγει.
-Κοίτα να ’ρθεις νωρίς, προτού νυχτώσει.
-Θα ’ρθω μην ανησυχείς, είπε ο Μάρκος και καβαλίκεψε.
-Να, πάρε και τον τρουβά με λίγο προσφάι.
Στην πλατεία, απ’ όπου πέρασε ο Μάρκος, δε φαινόταν ακόμη κανείς.
Χωρίς να βιάζεται, άφησε το μουλάρι να κανονίσει, εκείνο, το βηματισμό και σε μισή ώρα βρισκόταν στον ελαιώνα.
Ξεσαμάρωσε το ζώο και, αφού το ’δεσε σε μια άκρια να βοσκήσει, μπήκε μες στο δάσος να στήσει τις θηλιές να πιάσει κάνα κοτσύφι.
Ύστερα, ξεκλείδωσε το καλύβι, ένα πέτρινο, υπερυψωμένο από το έδαφος, κτίσμα, και αφού κρέμασε τον τρουβά, άναψε το τζάκι γιατί έκανε ψοφόκρυο, να ’ναι ζεστό το δωμάτιο το μεσημέρι που θα σταματούσε για φαΐ.
Έβγαλε αποπάνω του το χοντρό παλτό που φορούσε και βγαίνοντας έξω άρπαξε το μακρύ, ευλύγιστο καλάμι κι άρχισε να χτυπάει με τέχνη τα κλαδιά των ελιών, για να πέσει ο καρπός στο έδαφος, απ’ όπου θα το συνέλεγαν μετά τα Χριστούγεννα.
Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος και περίκλειστος από γκριζωπά σύννεφα Δεν έδειχνε ακόμη αν το πήγαινε για βροχή ή για χιόνι, πάντως σε κάθε περίπτωση προλάβαινε να γυρίσει στο χωριό, έστω και βρεγμένος. Οι ελιές σωριάζονταν με θόρυβο στο χώμα και τα δέντρα ελάφραιναν κι έτσι δε θα υπήρχε κίνδυνος να σπάσουν αν έριχνε πολύ χιόνι. Κατά το μεσημέρι, πριν φάει κανονικά, έκοψε μερικά πορτοκάλια και τα καθάρισε μ’ ένα σουγιά, που τον κουβαλούσε πάντα μαζί του, και κολάτσισε ελαφρά.
Δουλεύοντας ασταμάτητα, όμως, ξεχάστηκε και η ώρα πήγε τρεις· σε δυο τρεις ώρες νύχτωνε. Παράτησε το καλάμι και κατευθύνθηκε προς το δάσος, για να κοιτάξει τις θηλιές. Τέσσερις κερομύτες είχαν ξεγελαστεί και πιάστηκαν στις αυτοσχέδιες παγίδες. Κατόπιν έλυσε το ζώο, το ’βαλε στο υπόγειο του καλυβιού να φάει ξερό χορτάρι και ανέβηκε στο ανώι. Εκεί συμμάζεψε κάπως τη φωτιά και ξεπουπούλιασε δυο κοτσύφια να τα ψήσει. Η γυναίκα του του είχε βάλει στον τουρβά ψωμί και τυρί και με τα ψημμένα κοτσύφια χόρτασε, ήπιε και τσίπουρο και, καθώς ένιωθε κουρασμένος, ξάπλωσε, για να ξεκουράσει λιγάκι το κορμί του.
**
Οι τσιρίδες έρχονταν από πολύ κοντά. Πήγε στο παράθυρο και έμεινε αποσβολωμένος. Στο σκοτάδι, που είχε πέσει στο μεταξύ, διακρίνονταν κάτι αλλόκοτα όντα που χοροπηδούσαν, φωνασκούσαν κι έκαναν διάφορες ξεδιαντροπιές. Άλλα ψηλά, άλλα κοντά, με τραγίσια πόδια και ουρές.
Ξαφνικά, πιάστηκαν χέρι χέρι και κλωθογύριζαν γύρω απ’ το καλύβι ξεφρενιασμένα.
-Να γκρεμίσουμε το καλύβι, ξεφώνιζαν αλλοπαρμένα.
Ο Μάρκος τα ’βλεπε όλ’ αυτά και τα ’χε χαμένα. Όμως, κάτι μύριζε άσχημα. Κοίταξε ολόγυρα. Η φωτιά είχε σβήσει κι απ’ τη στάχτη αναδινόταν μια άσχημη μυρωδιά. Φαίνεται πως κάποιος καλικάντζαρος είχε μπει μέσα και κατούρησε στην εστία.
Εκείνη τη στιγμή, άκούστηκαν θόρυβοι απ’ το υπόγειο. Το μουλάρι χλιμίντριζε και ποδοπατούσε. Φαίνεται πως φοβήθηκε από την παρουσία των δαιμόνων. Δεν άργησε να βγει έξω και καλπάζοντας να εξαφανιστεί στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα, άρχισε να χιονίζει, χοντρή βαμπακούλα. Ο Μάρκος τα χρειάστηκε. Χωρίς μουλάρι και με το χιόνι να τον εμποδίζει, θα χρειαζόταν πάνω από μια ώρα να φτάσει στο χωριό, αν δεν γκρεμοτσακιζόταν σε κανένα χαντάκι. Και πώς θα περνούσε απ’ τα παγανά, που πολιορκούσαν το καλύβι, που θα τον έβαζαν στη μέση και ξεθύμαιναν επάνω του;
***
Στο χωριό η Ανίθω μαλλιοτραβιόταν κι έκλαιγε.
-Του ’πα να μην πάει, δε μ’ άκουσε. Θα τον βρούμε κόκαλο.
Οι συγχωριανοί της, όταν έμαθαν ότι ο Μάρκος δεν επέστρεψε απ’ το περιβόλι, έφτιαξαν αμέσως μια ομάδα διάσωσης από νέα παιδιά, που με βιάση κίνησαν για το καλύβι. Έφτασαν γρήγορα κι ανέβηκαν επάνω. Ο Μάρκος είχε περιπέσει σε λήθαργο, κοιμόταν σαν πεθαμένος. Τον σκούντησαν και τρόμαξε.
-Ε… τι.., είπε.
-Σήκω, μπαρμπα – Μάρκο, να φύγουμε για το χωριό, το χιόνι πυκνώνει.
-Μ’ αποκοίμησαν οι καλικάντζαροι, παιδιά μ’, για να μου κάνουν κακό. Τους είδατε κάτω να χορεύουν;
-Ναι, μπαρμπα – Μάρκο, μας είδαν και το ’βαλαν στα πόδια, πηδώντας σαν τα κατσίκια.
Εν τω μεταξύ, κάποιος είχε βγάλει το μουλάρι από το υπόγειο, το σαμάρωσε και φώναξε.
-Κάντε γρήγορα, γιατί θ’ αποκλειστούμε όλοι εδώ, ο καιρός αγριεύει.
-Συμπαθάτε με βρε παιδιά, σας έφερα άρον άρον απ’ το χωριό. Και ποιος ακούει την Ανίθω τώρα; Σταθείτε, όμως, πριν φύγουμε να πιούμε από ένα τσίπουρο να ζεσταθούμε, είπε και κατέβασε το μπουκάλι από το ράφι.
Ήπιαν όλοι περιφέροντες το μπουκάλι από χέρι σε χέρι.
-Καλά Χριστούγεννα, μπάρμπα-Μάρκο!
-Καλά Χριστούγεννα, παιδιά!
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.