Ρεπορτάζ – Ανάλυση/Οπτικοποίηση δεδομένων: Κωνσταντίνος Κοντοκώστας
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Κυριακής 7 Μαΐου η Λάρισα σοκάρεται στο άκουσμα της είδησης ότι μια 22χρονη έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από ομάδα νεαρών στον Τύρναβο. Την επόμενη μέρα γίνονται γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες. Οι δράστες ήταν τρεις ανήλικοι ηλικίας 17 ετών ενώ μαζί τους ήταν και ένας 14χρονος.
Ένα περίπου μήνα μετά συλλαμβάνονται σε μαγαζί της Λάρισας για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, τέσσερις μαθητές ηλικίας από 14 έως 16 ετών.
Προς το τέλος Ιουνίου η αστυνομία ενημερώνει για τη σύλληψη τεσσάρων ανηλίκων που κατηγορούνταν για κλοπή μοτοσικλέτας ενώ ενώ πριν από μερικές ημέρες δύο ανήλικοι με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους έκλεψαν από μια Λαρισαία το κινητό της, την ώρα που περπατούσε.
Αυτές είναι τέσσερις μόνο από τις σοβαρές υποθέσεις παραβατικότητας ανηλίκων που απασχόλησαν τις αρχές κατα το τελευταίο εξάμηνο τη στιγμή που το φαινόμενο στη Λάρισα κατέγραψε, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά της αστυνομίας, αύξηση 28.8% απο το 2021 στο 2022, συνεχίζοντας την αυξητική τάση που καταγράφεται ήδη από το 2020.
Το φαινόμενο της παραβατικότητας ανηλίκων σύμφωνα με τους ειδικούς είναι πολυσύνθετο και πολυδιάστατο και η αντιμετώπισή του απαιτεί πολυεπίπεδη δράση από την οικογένεια το σχολείο το κοινωνικό περιβάλλον και άλλους φορείς.
Με αφορμή τα πρόσφατα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας, η larissanet επιχειρεί μια καταγραφή του προβλήματος παρουσιάζοντας στατιστικές αναλύσεις μέσα από τα επίσημα στοιχεία της αστυνομίας και μιλώντας με ειδικούς από όλες τις βαθμίδες που έχουν γνώση του φαινομένου.
Ποσοτική αύξηση και ανησυχία
Στις στατιστικές επετηρίδες της αστυνομίας, οι ανήλικοι δράστες χωρίζονται σε δύο ηλικιακά γκρουπ, 7-12 και 13-17. Στη Θεσσαλία και στη Λάρισα το “7-12” αφορά ένα πολύ μικρό ποσοστό επί του γενικού συνόλου. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλία αντιστοιχεί το 2.59% και στη Λάρισα το 2.51% ενώ πανελληνίως είναι λίγο πιο αυξημένο στο 5.56%.
Εστιάζοντας λοιπόν στο ηλικιακό γκρουπ 13-17 για τα έτη 2014-2022, η παραβατικότητα ανηλίκων στη Θεσσαλία εμφανίζει αύξηση απο το 2014 στο 2015 και στη συνέχεια μειώνεται και σταθεροποιείται με μικρές αυξομειώσεις μέχρι το 2021. Το 2022 όμως καταγράφεται αύξηση 67.9% ενώ παρόμοια φαίνεται να είναι και η τάση στη Λάρισα με την αύξηση ωστόσο να καταγράφεται ήδη απο το 2021 όπου η παραβατικότητα αυξάνεται κατα 21,6% ενώ το 2022 η αύξηση αγγίζει το 28.8%.
Το ίδιο μοτίβο φαίνεται να ακολουθείται και πανελλαδικά με την αύξηση το 2022 να αγγίζει το 18.8% ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία διετία η παραβατικότητα ανηλίκων αυξήθηκε σε όλες τις Θεσσαλικές πόλεις πλην της Καρδίτσας όπου καταγράφηκε μείωση.
Όμως το σημείο στο οποίο είναι σημαντικό να εστιάσουμε, σύμφωνα με τη συγγραφέα του βιβλίου «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους», και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Δρα Αγγελική Καρδαρά, δεν είναι τόσο το ποσοτικό στοιχείο όσο το ποιοτικό, η ποιοτική δηλαδή διαφοροποίηση του φαινομένου της παραβατικότητας ανηλίκων. Στοιχείο που μας επισήμαναν και δικαστικές πηγές.
“Το φαινόμενο της παραβατικότητας ανηλίκων είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Αναμφίβολα οι ισχυρότατοι κλυδωνισμοί στον οικογενειακό και κοινωνικό ιστό διαδραματίζουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο στην εξελικτική πορεία του φαινομένου. Αυτό το οποίο εξετάζουμε, πέρα από το ποσοτικό στοιχείο, είναι το ποιοτικό και εδώ διαπιστώνουμε ότι η παραβατικότητα ανηλίκων αποκτά ένα πιο σκληρό πρόσωπο, αυξάνονται τα εγκλήματα βίας.
Ποσοτικά, στη χώρα μας η παραβατικότητα ανηλίκων κυμαινόταν, διαχρονικά, σε χαμηλά ποσοστά. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε δώσει ο Καθηγητής Νέστωρ Κουράκης, στην παρουσίαση του προαναφερθέντος βιβλίου μου, μέσα από μια σύγκριση της αστυνομικής επετηρίδας του 2000 και αυτής του 2020, ενώ το 2000 η αυτή νεανική παραβατικότητα (13-17 ετών) κυμαινόταν στο 7%, το 2020 είχε πέσει στο 4,5%.
Ωστόσο το στοιχείο που μας προβληματίζει ερευνητικά είναι ότι, στα επιμέρους «σκληρά» εγκλήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται και ως εγκλήματα βίας, ο δείκτης της εγκληματικότητας παρουσιάζεται αυξημένος. Συγκεκριμένα, το 2020 είχαν καταγραφεί 16 ανθρωποκτονίες με πρόθεση έναντι 7 το 2000, 32 βιασμοί έναντι 6, 486 ληστείες έναντι 62, 440 περιπτώσεις ναρκωτικών έναντι 330«, τονίζει η κα Καρδαρά.
Το προφίλ των ανήλικων παραβατών
Σχετικά με το προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας, η κα Καρδαρά αναφέρει ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αγόρια, ένας σημαντικός αριθμός εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες και ένα ποσοστό αυτών των νέων αντιμετωπίζει ψυχοκοινωνικά ζητήματα.
Επίσης πρόκειται για παιδιά που έχουν πολύ κακή σχέση με το σχολείο, δηλαδή είτε εγκαταλείπουν πρώιμα τις σχολικές τους σπουδές είτε έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις οι οποίες συνδυάζονται με παρατεταμένες και αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο.
“Πρόκειται για νεαρά άτομα που δεν θέτουν στόχους για τη ζωή και τα οποία εκδηλώνουν έντονη αμφισβήτηση προς πρόσωπα και θεσμούς. Έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη τους. Επίσης προέρχονται από οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες. Οι δυσλειτουργίες διακρίνονται σε ορατές αλλά και μη ορατές. Ως προς τις ορατές δυσλειτουργίες μπορεί να προέρχονται, για παράδειγμα, από οικογένειες των οποίων τα μέλη κάνουν χρήση ουσιών ή/και κατάχρηση αλκοόλ, ο ένας γονιός να βρίσκεται στη φυλακή ή ακόμα και οι δύο γονείς, να αντιμετωπίζονται στους κόλπους της οικογένειας οξύτατα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα κλπ.
Στον αντίποδα βλέπουμε οικογένειες που φαινομενικά τουλάχιστον δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, με καλό εκπαιδευτικό, κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο, ωστόσο οι δυσλειτουργίες σε αυτές τις περιπτώσεις πηγάζουν από την πολύ περιορισμένη έως και παντελή έλλειψη επικοινωνίας γονέων – παιδιών, από την αδιαφορία των γονέων για τις βαθύτερες ανάγκες των παιδιών τους κλπ. Πρόκειται δηλαδή για συναισθηματικά απόντες γονείς” προσθέτει η κα Καρδαρά.
Οι κυριότερες παραβάσεις
Ποιες είναι όμως οι κυριότερες παραβάσεις που διαπράττουν οι νέοι; Σύμφωνα με την κα Καρδαρά: “Διαχρονικά, τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα αδικήματα που διαπράττουν οι ανήλικοι, κατέχουν οι κλοπές, οι παραβάσεις του ΚΟΚ, ενώ ακολουθούν οι σωματικές βλάβες, οι παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών καθώς και της νομοθεσίας περί αλλοδαπών, έπονται οι ληστείες, οι βιασμοί και οι ανθρωποκτονίες”.
Και η κατάσταση στη Θεσσαλία; Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεσε στη larissanet η Ελληνική Αστυνομία μετά από σχετικό αίτημα, για τα έτη 2020 έως 2022, οι κυριότερες κατηγορίες παραβατικών πράξεων αφορούν κλοπές, εξαρτησιογόνες ουσίες και σωματικές βλάβες. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, μέσα σε αυτή την τριετία μειώνεται το αδίκημα της κλοπής και αυξάνεται αυτό της σωματικής βλάβης.
Σε ότι αφορά το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου τετραμήνου που έχουμε στη διάθεση μας, μέχρι στιγμής τέσσερις ανήλικοι εμπλέκονται σε πράξη σωματικής βλάβης, 21 σε εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, με τα περισσότερα να αφορούν σε κλοπή και συναυτουργία σε απόπειρα κλοπής, ενώ 26 άτομα εμπλέκονται σε εξαρτησιογόνες ουσίες. Επίσης καταγράφονται τρεις ανήλικοι για την πράξη της απειλής.
Να σημειωθεί ότι από τον Δεκέμβριο του 2021 λειτουργεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρισας το Γραφείο Προστασίας Ανηλίκων που ιδρύθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών αλλά αφορά και την αντιμετώπιση της παραβατικότητας ανηλίκων με μια πιο “ανθρωποκεντρική” προσέγγιση που ξεφεύγει από τη συνηθισμένη γενική αστυνομική προσέγγιση. Μια υπηρεσία που συνεργάζεται επίσης με μια άλλη αντίστοιχη υπηρεσία για ανηλίκους, την Εισαγγελία Ανηλίκων. Η Λάρισα απέκτησε Εισαγγελέα Ανηλίκων σχετικά πρόσφατα, τον Φεβρουάριο του 2022, και εκεί, εκτός από παιδιά θύματα, πηγαίνουν και οι ανήλικοι θύτες.
Τα δικαστήρια
Έξω από το ανακριτικό γραφείο τα παιδιά περιμένουν να μάθουν την τύχη τους μετά την πράξη που διέπραξαν και η οποία τους οδήγησε στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρισας.
Εκεί θα μάθουν τελικά ότι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους με κάποιους περιοριστικούς ωστόσο όρους όπως η ανάθεση της επιμέλειας τους στον Επιμελητή Ανηλίκων, μια υπηρεσία που λειτουργεί στην έδρα κάθε πρωτοδικείου από τη δεκαετία του ‘70.
Η συγκεκριμένη υπηρεσία θεωρείται πολύ σημαντική για τη δικαστική πορεία του ανηλίκου καθώς ο Επιμελητής “μαθαίνει” τον ανήλικο, συζητά μαζί του και διαπιστώνει μεταξύ άλλων τι τον οδήγησε στη συγκεκριμένη πράξη. Στο τέλος, μεταξύ των αρμοδιοτήτων του είναι και η σύνταξη έκθεσης κοινωνικής έρευνας η οποία παίζει σημαντικό ρόλο όταν έρθει η ώρα της δίκης είτε στο μονομελές δικαστήριο ανηλίκων είτε στο Τριμελές στο οποίο εκδικάζονται πιο σοβαρές πράξεις.
Φτάνοντας λοιπόν στο ακροατήριο ο ποινικός κώδικας έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, επιτρέπει συγκεκριμένα πράγματα και προτάσσει γενικά το συμφέρον του παιδιού. Πρώτον, οι ανήλικοι εως 12 ετών θεωρούνται “ποινικά αδιάφοροι” που σημαίνει ότι δεν μπορεί να τους επιβληθεί κανένα μέτρο για οποιαδήποτε πράξη έχουν τελέσει. Οι ανήλικοι 12(συμπληρωμένα) έως 15 θεωρούνται “ποινικά ανεύθυνοι” και μπορούν να τους επιβληθούν μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
Τέτοια αναμορφωτικά μέτρα είναι μεταξύ άλλων η επίπληξη του ανηλίκου, η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας στους γονείς και η αποζημίωση του θύματος. Τέλος, οι ανήλικοι 15(συμπληρωμένα) έως 18 θεωρούνται “ποινικά υπεύθυνοι” και μπορούν να τους επιβληθούν είτε αναμορφωτικά είτε θεραπευτικά μέτρα ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης.
Σύμφωνα με στοιχεία από δικαστήρια ανηλίκων για τα έτη ‘13 έως ‘16 που παρουσιάζονται στο βιβλίο “Δίκαιο Ανηλίκων” του επίκουρου καθηγητή Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, κ. Κώστα Κοσμάτου, ο γενικός κανόνας είναι η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων, και ποινών, κυρίως της επίπληξης, ενώ ο εγκλεισμός των ανηλίκων φαίνεται να αποτελεί το έσχατο μέτρο κατά της ανήλικης εγκληματικότητας με τον ανήλικο πληθυσμο στα Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων να έχει μειωθεί αισθητά μετα τη θέσπιση του νόμου 4322/2015.
Σχολιάζοντας το ποινικό δίκαιο για τους ανήλικους παραβάτες ο δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω με μεταπτυχιακό στην εγκληματολογία και πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, κ. Διονύσης Χιόνης, αναφέρει τα εξής: «Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια ο ποινικός νομοθέτης διαρκώς βελτιώνει τις νομικοτεχνικές ρυθμίσεις του ποινικού δικαίου ανηλίκων και λαμβάνει υπόψη ευρωπαϊκές και διεθνείς διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, όπως και συστάσεις της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Νομοθετήματα ήδη από το 2003 αποτέλεσαν βασική συμβολή στον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό, αλλά κυρίως στον εξανθρωπισμό του ελληνικού δικαίου ανηλίκων, μέσα στο πλαίσιο μιας δικαιοκρατούμενης κοινωνίας«.
Μια τραυματική εμπειρία
Έστω όμως και αν η δικαιοσύνη σήμερα είναι περισσότερο “φιλική” προς τα παιδιά, το γεγονός παραμένει ότι ένας ανήλικος παραβάτης θα περάσει τη διαδικασία από τη σύλληψη και τον ανακριτή μέχρι ενδεχομένως το δικαστήριο.
«Για την υποστήριξη του παιδιού απαιτείται μια συνεργασία, της οικογένειας και του ίδιου του παιδιού με υπηρεσίες υποστήριξης ανηλίκων και οικογένειας»
“Σαφώς και όλη η διαδικασία αποτελεί μία τραυματική εμπειρία για τον ανήλικο παραβάτη κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που βιώνει σε σχέση με το αποτέλεσμα της διαδικασίας, ότι πλέον δεν καθορίζει ο ίδιος τις εξελίξεις αλλά άλλοι και το βάρος του παραβάτη είναι σίγουρο πως θα το κουβαλά για αρκετό καιρό. Για την υποστήριξη του παιδιού απαιτείται μια συνεργασία, της οικογένειας και του ίδιου του παιδιού με υπηρεσίες υποστήριξης ανηλίκων και οικογένειας, ώστε να αντιμετωπιστούν τα αίτια που οδήγησαν στο πρόβλημα και ο ανήλικος να δουλέψει σε θέματα προσωπικής του ανάπτυξης ώστε να κερδίσει την αυτοεκτίμησή του για να βλέπει το μέλλον που πιο θετικά” αναφέρει σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ποινικής διαδικασίας ο Ψυχίατρος παιδιών και εφήβων και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Κωνσταντίνος Σιώμος.
Με αφορμή αυτή την ερώτηση “ανοίξαμε” τη συζήτηση με τον κ. Σιώμο για τις κλινικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού αλλά και το ρόλο της οικογένειας.
Η ελληνική οικογένεια και η συναισθηματική ωρίμανση
Σύμφωνα με τον κ. Σιώμο υπάρχουν κάποιες κλινικές καταστάσεις που σχετίζονται με την παραβατικότητα των νέων. Η μια ονομάζεται Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή (Oppositional Defiant Disorder) και είναι μια διαταραχή στην οποία τα παιδιά αγνοούν ή αμφισβητούν τα αιτήματα και τους κανόνες των ενηλίκων.
“Τείνουν να κατηγορούν τους άλλους για τα λάθη και τις δυσκολίες τους. Αυτές οι συμπεριφορές είναι παρούσες στο σπίτι, το σχολείο ή με άλλους ενήλικες. Ορίζεται από την παρουσία έντονα προκλητικής συμπεριφοράς και συμπεριφοράς ανυπακοής” αναφέρει ο κ, Σιώμος και προσθέτει ότι οι συμπεριφορές συνήθως εμφανίζονται όταν το παιδί βρίσκεται στο δημοτικό σχολείο, αλλά η διαταραχή μπορεί να βρεθεί και σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των τριών ετών ενώ η διάγνωση γίνεται από παιδοψυχίατρο.
Μια εξέλιξη της παραπάνω διαταραχής αποτελεί η Διαταραχή Διαγωγής η οποία όπως σημειώνει ο κ. Σιώμος χαρακτηρίζεται από ένα επίμονο πρότυπο συμπεριφοράς σύμφωνα με το οποίο παραβιάζονται κοινωνικοί τύποι και κανόνες.
“Αυτό εκδηλώνεται κυρίως με επιθετικότητα σε ανθρώπους και ζώα και με άλλες παραβιάσεις όπως κλοπή ή καταστροφή ξένης περιουσίας. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή, μπορεί να εκφοβίζουν, να απειλούν, να κάνουν οπλοχρησία με οποιοδήποτε αντικείμενο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό, να προβαίνουν σε διαρρήξεις, κλοπές μικροαντικειμένων, ληστείες, σε βανδαλισμούς στο σχολείο, σε αυτοκίνητα ή άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
Επιπλέον, τα παιδιά αυτά φαίνεται να είναι ανυπάκουα και να παραβιάζουν τους οικογενειακούς κανόνες, με πιο προσφιλή πράξη, αυτή της παραμονής πολλές ώρες, ακόμα και ολόκληρης νύχτας εκτός σπιτιού χωρίς τη γονική άδεια. Ταυτόχρονα συχνές είναι και οι απουσίες από το σχολείο. Αποφυγή υποχρεώσεων, συχνά ψεύδη και εξαπάτηση για την εξασφάλιση αγαθών ή εύνοιας είναι επίσης τυπικές συμπεριφορές των παιδιών με Διαταραχή Διαγωγής” εξηγεί ο παιδοψυχίατρος.
Αναφέρει ακόμη ότι η Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας αποτελεί εξέλιξη των παραπάνω διαταραχών και “εκφράζει την αδυναμία του ατόμου να προσαρμοστεί στα κοινωνικά πρότυπα και να υπακούσει σε νόμους και κανόνες. Αφορά περίπου το 3% των ανδρών και το 1% των γυναικών. Η έναρξη τοποθετείται πριν τα 15 έτη ζωής, ωστόσο για να μπει η διάγνωση πρέπει να έχει συμπληρωθεί το 18ο έτος ζωής”.
«Το μοντέλο της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας δεν ωριμάζει συναισθηματικά τα παιδιά. Αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα πίσω από πολλά θέματα ψυχικής υγείας των παιδιών»
Ο κ. Σιώμος επισημαίνει ότι αυξάνονται οι περιπτώσεις ανηλίκων που χρήζουν παρακολούθησης από ειδικούς ψυχικής υγείας. Οι λόγοι σύμφωνα με τον παιδοψυχίατρο “ακουμπούν” την ελληνική οικογένεια: “Ο ρυθμός ζωής είναι έντονος, οι γυναίκες τεκνοποιούν σε μεγαλύτερη ηλικία, άρα έχουν και λιγότερες σωματικές αντοχές, οι γονείς δεν συνεργάζονται αρμονικά στα θέματα που αφορούν τα παιδιά τους, οι απαιτήσεις της εποχής είναι περισσότερες και τα παιδιά μας απαιτούν πολύ περισσότερα πράγματα σε σύγκριση με είκοσι χρόνια πριν.
Επίσης εμπόδιο στην ανάπτυξη υγιούς συμπεριφοράς αποτελεί το υπερπροστατευτικό μοντέλο, δηλαδή το μοντέλο με το οποίο δεν αφήνουμε τα παιδιά να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους για να αναπτυχθούν προσωπικά, να ωριμάσουν συναισθηματικά και να αυτονομηθούν. Το μοντέλο της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας δεν ωριμάζει συναισθηματικά τα παιδιά. Αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα πίσω από πολλά θέματα ψυχικής υγείας των παιδιών”.
Αν ο θεσμός της οικογένειας που σχολιάζει ο κ. Σιώμος, θεωρείται ο ένας πυλώνας ανάπτυξης στη ζωή του παιδιού μέχρι την ενηλικίωση του, ο δεύτερος θεωρείται το σχολείο. Για τα σχολεία και τους ανήλικους παραβάτες απευθυνθήκαμε στον αναπληρωτή διευθυντή της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας κ. Νίκο Ζέρβα.
Ψυχολόγοι στα σχολεία
Σχολιάζοντας το θέμα της αύξησης της παραβατικότητας των ανηλίκων στη Λάρισα, ο κ. Ζέρβας τονίζει ότι σε σχέση με τον πληθυσμό , τον μεγάλο αριθμό σχολείων και τον πολύ μεγάλο αριθμό μαθητών, τα περιστατικά παραβατικότητας των μαθητών είναι σχετικά λίγα. “Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν είναι ένα φαινόμενο που μας ανησυχεί παρα πολύ. Και μας ανησυχεί γιατί είναι ένα πολύ δύσκολο φαινόμενο για τους νέους μας, για τους μαθητές μας” τονίζει ο κ. Ζέρβας.
Όπως μας ενημερώνει ο αναπληρωτής διευθυντής, οι δράσεις που κάνουν τα σχολεία για να προλάβουν κυρίως καταστάσεις είναι η τοποθέτηση στις σχολικές μονάδες ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. “Πέρυσι μας δόθηκε ενας αρκετά μεγάλος αριθμός αναπληρωτών ψυχολόγων τους οποίους εμείς τοποθετούμε ανα πεντάδες σχολείων σύμφωνα με την οδηγία από το υπουργείο. Πέρυσι 65 σχολεία καλύφθηκαν με ψυχολόγους και επειδή η κάλυψη δεν ήταν στο 100%, επιλέξαμε τα πιο μεγάλα σχολεία. Ελπίζουμε ότι φέτος θα είμαστε σε θέση να τα καλύψουμε όλα” αναφέρει ο κ. Ζέρβας και επισημαίνει ότι στα σχολεία λειτουργεί επίσης ο θεσμός του συμβούλου σχολικής ζωής ο οποίος στην ουσία είναι ένας εκπαιδευτικός που δέχεται τους μαθητές και συζητάει μαζί τους κάθε φορά που διαπιστώνεται ένα πρόβλημα.
“Ο στόχος είναι να σπάσει η σιωπή” εξηγεί ο κ. Ζέρβας και προσθέτει ότι είναι ανοιχτοί σε συνεργασίες με όλους τους φορείς “για να μπορέσουμε αυτό το πρόβλημα να το προλάβουμε οσο πιο νωρίς γίνεται, γιατί ξαναλέω δεν έχουμε πολύ έντονα φαινόμενα στη Λάρισα, παρόλα αυτά όμως επειδή είναι δύσκολο πρόβλημα προσπαθούμε να το περιχαρακώσουμε οσο μπορούμε”.
«Πέρυσι 65 σχολεία καλύφθηκαν με ψυχολόγους και επειδή η κάλυψη δεν ήταν στο 100%, επιλέξαμε τα πιο μεγάλα σχολεία. Ελπίζουμε ότι φέτος θα είμαστε σε θέση να τα καλύψουμε όλα»
Το στοιχείο της πρόληψης που αναφέρει ο κ. Ζέρβας δεν είναι τυχαίο. Επισημαίνεται τόσο από την κα Καρδαρά όσο και από τον κ. Χιόνη όταν η συζήτηση καταλήγει στο τι μπορεί να γίνει σήμερα για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας.
Πρόληψη και γονείς
“Το φαινόμενο πρέπει να προσεγγιστεί ολιστικά και σίγουρα να εξετάσουμε το πώς οι οικογένειες μπορούν να ενισχυθούν. Επομένως, θα τονίσω στο σημείο αυτό ότι η νεανική παραβατικότητα πρέπει να προσεγγιστεί σε συνάρτηση με τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που αναδύονται στη σύγχρονη εποχή και που, σαφώς, ασκούν αρνητικές επιδράσεις και στη νεολαία μας. Κρίνω επίσης πολύ σημαντικό να δοθούν στη νέα γενιά ισχυρά κίνητρα για δημιουργία και θετική δράση και μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και ευρύτερα μέσα από την εργασία και την Πολιτεία”, αναφέρει η κα Καρδαρά σχετικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου και επισημαίνει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης του θεσμού του σχολείου “ώστε να διαδραματίσει έναν θετικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου και στην έγκαιρη παρέμβαση”.
«η νεανική παραβατικότητα πρέπει να προσεγγιστεί σε συνάρτηση με τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που αναδύονται στη σύγχρονη εποχή και που, σαφώς, ασκούν αρνητικές επιδράσεις και στη νεολαία μας.»
Η πρόληψη σύμφωνα με την κα Καρδαρά, είναι επίσης το στοιχείο που πρέπει να έχουμε στο νου μας μιλώντας για το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας, τονίζοντας πως “είναι καίριας σημασίας να προλάβουμε το ανήλικο άτομο από την εμπλοκή του με τον ποινικό νόμο. Συνεπώς, προτού μιλήσουμε για καταστολή είναι αναγκαίο να εστιάσουμε εκτενέστερα στην πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση. Αυτά να είναι τα πρωταρχικά ζητούμενά μας. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων, η ενίσχυση των οικογενειών, η επένδυση στην εκπαίδευση και την παιδεία είναι απαραίτητο να έρθουν στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, με στόχο την αποτελεσματικότερη διαχείριση του φαινομένου της παραβατικότητας ανηλίκων«.
Ως προς τον ποινικό κώδικα για τους ανήλικους και το αν επιδέχεται βελτιώσεις ο κ. Χιόνης μας απαντά πως πρέπει να ενισχυθούν υπηρεσίες όπως οι επιμελητές ανηλίκων “τόσο σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού όσο και επίπεδο υλικοτεχνικού εξοπλισμού στο κρίσιμο έργο τους, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει εδώ και δεκαετίες” και προσθέτει πως πρέπει να δοθεί βάρος στη συνδιαλλαγή ανήλικου δράστη και θύματος.
η βελτιστοποίηση της ποινικής αντιμετώπισης των ανήλικων παραβατών θα πρέπει να συνδυάζεται με στρατηγικές πρόληψης της τέλεσης εγκλημάτων και της υποτροπής
“Από την άλλη, πρέπει να αποδοθεί με ουσιαστικό τρόπο η καίρια σημασία που αναλογεί στην υποστήριξη και την επίβλεψη του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος του ανηλίκου, που αποτελούν παράγοντες που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην αντιμετώπιση του φαινομένου με κριτήρια πέρα από την ποινική τιμώρηση” προσθέτει ο νομικός και καταλήγει λέγοντας πως “σύμφωνα με τον Καθηγητή Μαγγανά, η βελτιστοποίηση της ποινικής αντιμετώπισης των ανήλικων παραβατών θα πρέπει να συνδυάζεται με στρατηγικές πρόληψης της τέλεσης εγκλημάτων και της υποτροπής, καθώς και με την ανάπτυξη δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης με στόχο τη λήψη αποτελεσματικών, αποδοτικών και έγκαιρων μέτρων για τους ανηλίκους σε κίνδυνο”.
Ο κ. Χιόνης αναφέρθηκε παραπάνω στη σημασία του οικογενειακού περιβάλλοντος με τον κ. Σιώμο να αναρωτιέται αν δίνουν τελικά οι γονείς τα κατάλληλα εφόδια στα παιδιά.
“Οι σύγχρονοι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε ένα περιβάλλον υπερπροστασίας. Παρέχουν πολλά υλικά πράγματα, τις δυσκολίες της καθημερινότητας των παιδιών τους τις επιλύουν εκείνοι, τα παιδιά δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και δεν αντέχουν την όποια αποτυχία του παιδιού τους διότι την αισθάνονται ως δική τους αποτυχία. Τα παιδιά δεν εκπαιδεύονται να αναπτύσσουν δεξιότητες ανάλογα με την ηλικία τους, να διαχειρίζονται ώριμα τη ματαίωση, ώστε σταδιακά να αυτονομηθούν.
Πολλά παιδιά με συμπεριφορικά προβλήματα θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση απέναντι στον εαυτό τους” αναφέρει ο παιδοψυχίατρος προσθέτοντας πως δεν είναι μόνο θέμα του γονιού να είναι εντάξει το παιδί του στις σχολικές του υποχρεώσεις και στην κοινωνική του συμπεριφορά αλλά αυτό οφείλει κυρίως να είναι θέμα του ίδιου του παιδιού.
“Πώς θα περάσουμε την αντίληψη αυτή στο παιδί; Όταν θα λύσουμε αυτόν τον γρίφο, τότε θα λύσουμε κι άλλα θέματα” αναφέρει ο κ. Σιώμος επισημαίνοντας το σημαντικό ρόλο του παιδοψυχιάτρου σε αυτό και τονίζοντας πως είναι στο χέρι των γονέων πολλές θετικές αλλαγές.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.