Μια προσωπική κατάθεση για την γνωριμία του με την αείμνηστη Μάρθα Καραγιάννη κατάγραψε ο Λαρισαίος ποιητής και παλιός πρόεδρος του Θεσσαλικού Θεάτρου Κώστας Λάνταβος.
Πιο συγκεκριμένα, έγραψε:
«Τώρα που βραδιάζει και η μελαγχολία του απογεύματος της Κυριακής εισβάλλει…
ΜΑΡΘΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, «ΕΓΩ ΑΠΛΩΣ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ»
Τώρα που κόπασαν τα αφιερώματα στην Μάρθα Καραγιάννη, καταθέτω την σύντομη, συντομότατη, γνωριμία μου μαζί της.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, είχε έρθει στη Λάρισα, εξ Αθηνών, ένας θίασος της κακιάς ώρας, για μια «αρπαχτή». Αρπαχτή με τα όλα της. Με επίγνωση, χωρίς αιδώ. Πιο αρπαχτή δεν ξαναείδα έως σήμερα. Ήμουν Πρόεδρος του Θεσσαλικού Θεάτρου τότε, και ο Κώστας Τσιάνος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του. Μάλλον ήταν το 1992. Το Θεσσαλικό και ο Κώστας στο απόγειό τους.
Ο Κώστας όμως δεν σνόμπαρε ποτέ κανένα θίασο και κανένα ηθοποιό. Πάντα σεβόταν το συνάφι του, τη συντεχνία του. Έτσι όταν ήρθε αυτός ο θίασος, με πήρε και πήγαμε να δούμε την παράσταση στο κινηματοθέατρο «Διονύσια». Μόλις μπήκαμε και με το που είδαμε το σκηνικό, απογοητευτήκαμε.
Ευχαρίστως θα έφευγα, αλλά τον Κώστα τον είχαν καλέσει οι ηθοποιοί, όλοι τους πρώτα ονόματα, και ήταν αδύνατο να φύγουμε. Επρόκειτο για μια πρόχειρη, άθλια επιθεώρηση, με πανάθλια κείμενα, και στηριζόταν βεβαίως στις ικανότητες των ηθοποιών και στο γκελ που έκαναν με τους θεατές. Πάντα έχω το πρόβλημα , τι θα πω στον ή στους ηθοποιούς που παίζουν σε μία παράσταση που είμαι καλεσμένος, αλλά εδώ, στην περίσταση αυτή, δεν υπήρξε ανάλογο θέμα, καθώς οι συμμετέχοντες ηθοποιοί ούτε που μας ρώτησαν, πώς μας φάνηκε η παράσταση. Ήξεραν πολύ καλά σε ποια παράσταση έπαιζαν. Σ’ αυτόν τον θίασο λοιπόν έπαιζε και η Καραγιάννη.
Ο Κ. Τσιάνος τους είχε καλέσει, στην πλατεία Ταχυδρομείου, για το σχετικό κέρασμα. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη, η παράσταση εισπρακτικά είχε πάει θαυμάσια, κι ο Κώστας ήξερε να φιλοξενεί κόσμο. Γαλαντόμος, με το χαμόγελο στα χείλη συνεχώς, με έναν καλό λόγο για όλους, δημιουργούσε πάντοτε ένα κλίμα ευφορίας. Και η κουβέντα περιστρεφόταν διαρκώς στα του Θεάτρου.
Μέσα σ’ αυτήν την ευφρόσυνη ατμόσφαιρα, κάποια στιγμή ο Κώστας είπε, απευθυνόμενος στην Καραγιάννη, ότι πίστευε πως η Μάρθα θα ήταν μια θαυμάσια Λυσιστράτη, θα έπαιζε δηλαδή εξαιρετικά αυτόν το ρόλο. Χωρίς βεβαίως να της υποσχεθεί πως θα την σκηνοθετούσε κάποτε, εν καιρώ, ο ίδιος. Όχι, καμμία υπόσχεση, ούτε καν υπονοούμενο. Απλώς τόνιζε τις υποκριτικές της δυνατότητες για τον συγκεκριμένο ρόλο. Και η Μάρθα, που σίγουρα κολακεύτηκε, δεν έκανε κανένα σχόλιο, πλην ενός ευχαριστώ. Θέλω να πω, δεν άδραξε την ευκαιρία να πάει την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα. Δεν θυμάμαι τους άλλους ηθοποιούς, ίσως ήταν ο Στάθης Ψάλτης, σίγουρα όμως ήταν και κάποιος άλλος, που είχε παίξει παλιότερα στο Θεσσαλικό Θέατρο.
Και τον θυμάμαι γιατί κάποια στιγμή απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά, μάλλον τον Κώστα στόχευε, και μου είπε, κάπως παραπονιάρικα, κάπως σαρκαστικά: «Εσείς δεν μας καλείτε στο Θεσσαλικό γιατί δεν είμαστε διανοούμενοι, δεν παίζουμε σε έργα ρεπερτορίου». Το προσπέρασα με κάποιον τρόπο και το πράγμα έληξε εκεί. Με τούτα και μ’ εκείνα, η ώρα περνούσε και η παρέα συνεχώς λιγόστευε καθώς ένας ένας οι ηθοποιοί αποχωρούσαν.
Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς συνέβη και έμεινα μόνος με την Μάρθα Καραγιάννη, η οποία μού είπε: «Έχεις λίγο χρόνο Πρόεδρε να περπατήσεις μαζί μου, να δω λίγο τη Λάρισα, γιατί ύπνο δεν έχω. Βεβαίως της απάντησα, μετά χαράς». Με την Καραγιάννη με χώριζε μία δεκαετία, εκείνη μόλις είχε διαβεί τα πενήντα. Κρατιόταν μιά χαρά. Ακόμα επιθυμητή.
Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε κάποιος ν’ αρνηθεί μια βόλτα στο κέντρο της Λάρισας σ’ αυτή τη λαμπερή πρωταγωνίστρια τόσων και τόσων επιτυχιών. Στο πανί η Καραγιάννη, ενώ ήταν το πιο λαχταριστό θηλυκό, η ονείρωξη χιλιάδων αρσενικών ανά την επικράτεια, εξέπεμπε παράλληλα και μια γνήσια λαϊκότητα, μια αλήθεια και γνησιότητα. Αυτό τουλάχιστον εισέπραξα και ένιωσα όλο το δίωρο σχεδόν που βολτάριζα μαζί της μεταξύ Κεντρικής Πλατείας και Πλατείας Ταχυδρομείου.
Εκείνη με μια απλή κίνηση φρόντισε να εξαφανίσει την έκπληξή μου και την όποια αμηχανία μου, όταν άκουσα την πρόσκλησή της να περπατήσουμε μαζί στο κέντρο της πόλης, ενώ μέχρι τότε δεν είχαμε ανταλλάξει μισή κουβέντα: Μόλις άκουσε το μετά χαράς, με πήρε αγκαζέ και αρχίσαμε να βολτάρουμε. Σε όλο αυτό το δίωρο η Καραγιάννη μίλαγε σχεδόν μόνο εκείνη, εγώ απλώς συμφωνούσα ή της υπέβαλα ερωτήσεις. Είχε μια, μη αναμενόμενη, για μένα που της ήμουν εντελώς άγνωστος, διάθεση να αφηγηθεί, να πει την ιστορία της.
Σας βεβαιώ πως, όση ώρα βολτάραμε, μού αφηγήθηκε όλη σχεδόν τη ζωή της, τα σημαδιακά «τουτέστιν» για εκείνην επεισόδια. Δεν ξέρω ποια ανάγκη οδηγεί τον άνθρωπο να εξομολογηθεί όλη του τη ζωή σ’ έναν άγνωστο άνθρωπο, τί είναι αυτό που τον απελευθερώνει και πάει η γλώσσα του ροδάνι σε κάποιον που, το πιο πιθανό, δεν πρόκειται να ξαναδεί (κι εμένα βέβαια δεν με ξαναείδε).
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να είναι ακριβώς αυτό. Το γεγονός ότι δεν θα τον ξανασυναντήσει! Κι έτσι αφήνεται, τα λέει χύμα, ξεδίνει, μοιράζεται όσα προλάβει, και ξαλαφρώνει χωρίς τις αναστολές για το «τι πρέπει και τι δεν πρέπει», αφού τα λέει μάλλον στον κανένα. Το έπαθα κι ο ίδιος μία φορά στο τρένο πηγαίνοντας στην Αθήνα. Νομίζω πως έχει συμβεί στους περισσότερους…
Η Καραγιάννη λοιπόν, μού μίλησε για το πώς βγήκε, παιδούλα ακόμα στον κινηματογράφο, για τη γρήγορη καταξίωσή της στο χώρο του θεάματος, για τον έρωτά της και το γάμο της με τον Μίμη Στεφανάκο, κατόπιν για τον μακροχρόνιο σχέση της με τον έτερο ποδοσφαιριστή Βασίλη Κωνσταντίνου, που δεν κατέληξε ποτέ σε γάμο. Για το παιδί που έχασε και πολλές καθημερινές ιστορίες από τα παρασκήνια του Θεάτρου και του κινηματογράφου. Άλλες πιπεράτες και κάποιες άλλες που την ενόχλησαν.
Μού έκανε εντύπωση που μού μίλησε και για την οικονομική της πολιτική, ας το πω έτσι, που ακολουθούσε μέσα στις σχέσεις της. Μπορώ να υποστηρίξω ότι καμάρωνε όταν μού το έλεγε. «Τα οικονομικά μου τα είχα χώρια από κάθε σχέση μου. Εκείνος τα δικά του δικά του, κι εγώ τα δικά μου δικά μου, ήταν το μότο μου». Κι εγώ για την πειράξω, της είπα: «Μα κι εσύ από τον Στεφανάκο πήγες στον Κωνσταντίνου, από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό; Ασυγχώρητα πράγματα». «Τι λες καλέ, λες και ήξερα εγώ από ποδόσφαιρο. Εδώ μετά, έφυγε ο Δεληκάρης και πήγε στον Παναθηναϊκό που ήταν και ποδοσφαιριστής. Εγώ απλώς ερωτεύτηκα! Εσύ Ολυμπιακός πρέπει να είσαι, γι΄ αυτό σε πείραξε, έ… Εννοείται, της είπα.»
Ήδη το κατέθεσαν πολλοί που την ήξεραν καλά, πράγματι η Καραγιάννη ήταν τόσο γήινη, τόσο ανθρώπινη, τόσο γλυκιά, μ΄ έκανε να νιώσω πως την ήξερα αιώνες, σαν δικό μου άνθρωπο. Κι αυτή η αγκαζέ βόλτα μαζί της στο κέντρο της Λάρισας, μία αλησμόνητη τρυφερότητα.
Μια τρυφερότητα που κράτησε σχεδόν ένα δίωρο, αλλά ακόμα ομορφαίνει τις μνήμες μου…
κ.λ.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.