Γράφει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος, συγγραφέας
Οι Καραγκούνηδες
Καραγκούνηδες συνηθίζουμε να λέμε τους Χριστιανούς κατοίκους των πεδινών περιοχών της Θεσσαλίας, κυρίως της Δυτικής. Στην περιοχή των Φαρσάλων ήταν γνωστοί με το όνομα “κατζανάδες”. Οι περισσότεροι από τους Καραγκούνηδες ήταν κολίγοι ή τεχνίτες (παρακεντέδες), ενώ λίγοι απ’ αυτούς ήταν αγωγιάτες. Ετυμολογικά Καραγκούνης σημαίνει αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα ρούχα (καρά + γκόνα). Υπέφεραν από τη σκληρή καταπίεση των μπέηδων και των επιστατών των κτημάτων, των λεγόμενων σουμπάσηδων. Πολλοί απ’ αυτούς συχνά ήταν χρεοκοπημένοι, κυρίως το 19ο αιώνα, εξαιτίας των χρεών τους στους τοκογλύφους. Η ζωή τους όπως καταλαβαίνουμε ήταν πλήρης στερήσεων και κακουχιών. Επιπλέον, μη έχοντας πρόσβαση σε σχολεία, όπως οι υπόλοιποι Ελληνες, έμεναν βυθισμένοι στην πλήρη αμάθεια. Παρ’ όλα τούτα μεταξύ των αρετών τους συμπεριλαμβάνονταν η ολιγάρκεια, η εξυπνάδα, η αντοχή και η υπερηφάνεια.

Οι Αρβανιτόβλαχοι (Αρβαντόβλαχοι)
Οι Αρβανιτόβλαχοι ανήκουν σ’ εκείνο το τμήμα του Ελληνισμού που από τους πρώτους αιώνες μ. Χ. ασπάστηκαν τη λατινική γλώσσα για λόγους βιοπορισμού και οικονομικής εξάρτησης από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθόσον οι περισσότεροι απ’ αυτούς εργάστηκαν στο στρατό της ως οροφύλακες ή ελεγκτές των ορεινών περασμάτων. Τμήμα των Βλάχων του Ελληνισμού έμενε μόνιμα στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου ανάμεσα σε άλλα αλβανικά χωριά. Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ανέπτυξαν το εμπόριο και τα χωριά τους εξελίχτηκαν στα πιο πλούσια της περιοχής. Αυτό κίνησε το φθόνο των μουσουλμάνων Αλβανών, οι οποίοι κατέστρεψαν τα χωριά των Αρβαντοβλάχων και την άτυπη πρωτεύουσά τους την ονομαστή Μοσχόπολη. Έτσι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν ομαδικά και να οικίσουν περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Χάρις στην εργατικότητά τους αναπτύχθηκαν περισσότερο οι περιοχές που κατοίκησαν, όπως ο Τύρναβος, το Λιβάδι και αλλού. Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς κατοίκησαν στα χωριά του Ασπροποτάμου, όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι και άλλοι Βλάχοι (Αρωμούνοι), σε άλλα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων όπου δημιούργησαν αμιγή βλάχικα χωριά. Άλλοι Αρβανιτόβλαχοι, προερχόμενοι από την περιοχή Φράσαρη της Β. Ηπείρου, μετανάστευσαν και στη Θεσσαλία αλλά κυρίως στην περιοχήν της Αιτωλοακαρνανίας. Τα κυριότερα θεσσαλικά βλαχοχώρια με Αρβαντόβλαχους ή μη ήταν το Λιβάδι, η Κρανιά Ασπροποτάμου, ο Κοκκινοπηλός, το Γαρδίκι, το Δραγοβίστι (Πολυθέα), η Βεντίστα1 (Αμάραντος) και η Λεπενίτσα (Ανθούσα).
ΙΕ΄ Οι Τσιγγάνοι
Οι Τσιγγάνοι ή Ρομ, όπως συνηθίζουμε σήμερα να τους λέμε, ανήκαν στις λεγόμενες περιπλανώμενες φυλές ή σκηνίτες. Αυτοί ασχολούνταν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με τη μουσική, τη σιδηρουργία, το πλανόδιο εμπόριο, κ.α. Πολλοί απ’ αυτούς εγκαθίσταντο προσωρινά στις παρυφές πολλών θεσσαλικών οικισμών (Λάρισα, Τρίκαλα, Τύρναβο), εξασκώντας το επάγγελμα του πεταλωτή ή του σιδερά. Οι ομάδες αυτές των τσιγγάνων ακολούθησαν τη δική τους αυτόνομη πολιτιστική παράδοση και δεν εντάχθηκαν ούτε αφομοιώθηκαν με τους άλλους πληθυσμούς της υπαίθρου. Σε έναν άγνωστης προέλευσης πίνακα που δημοσιεύτηκε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος ΙΑ΄, σ. 379) αναφέρονται μεταξύ των κατοίκων της Θεσσαλίας και 5.000 Γύφτοι ή Τσιγγάνοι.
Η ζωή των νομαδικών πληθυσμών, γενικά
Οι ελληνικές νομαδικές φυλές των Βλάχων και των Σαρακατσάνων ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Η οργάνωσή τους βασίζονταν στις πατριές2 και κινούνταν από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια και αντίστροφα όλοι μαζί ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας. Με τον ερχομό της άνοιξης οι Βλάχοι της Δυτ. Θεσσαλίας και της Ηπείρου ανέβαιναν σταδιακά στα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου, ενώ οι Σαρακατσαναίοι στα αντίστοιχα λιβάδια της Μακεδονίας ή της Πίνδου. Όταν ξεκινούσε η περίοδος του φθινοπώρου κατέβαιναν πάλι σταδιακά στις απάνεμες και ήπιες θεσσαλικές κοιλάδες. Εκεί στα πεδινά πουλούσαν και την παραγωγή τους (τυριά, βούτυρο, κλπ.). Γενικά η ζωή των νομάδων, ανδρών και γυναικών ήταν πολύ σκληρή, κυρίως στα ορεινά όπου είχαν να αντιμετωπίσουν πολλούς κινδύνους, όπως τις επιθέσεις από λύκους ή ληστές. Γι’ αυτό και γύρω από τους καταυλισμούς τους υπήρχαν ομάδες φρουρών μαζί με τα σκυλιά τους, τη γνωστή ράτσα των γκέκηκων, που παραφύλαγαν για κάθε ύποπτο ήχο. Πολλά προβλήματα αντιμετώπιζαν οι πατριές των Αρβαντόβλαχων της Βορείας Ηπείρου από τους Αλβανούς νομάδες, που είχαν γειτονικά βοσκοτόπια. Οι ελληνικές νομαδικές φυλές είχαν καλές σχέσεις με τους κλέφτες των βουνών, τους προμήθευαν μάλιστα συχνά με τρόφιμα, ή τους περιέθαλπαν σε περίπτωση τραυματισμών τους, όπως συχνά έγινε κατά την περίοδο του επαναστατικού κινήματος του παπα-Βλαχάβα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους κλέφτες των βουνών, τη μαγιά της επανάστασης, ήταν Σαρακατσαναίοι ή Βλάχοι. Στη Θεσσαλία κάθε φθινόπωρο, κατέβαιναν οι νομάδες κτηνοτρόφοι, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι και Αρβανιτόβλαχοι μαζί με τα κοπάδια τους, και έστηναν τις σκηνές τους σε πεδινές περιοχές των Φαρσάλων, του Αλμυρού, του Βελεστίνου και των Τρικάλωνπακτώνοντας3 πρώτα από τους ντόπιους πλούσιους μπέηδες τα λιβάδια για τη βοσκή των ζωντανών τους4.
- Ήταν ο τόπος καταγωγής του Δωροθέου Σχολάριου, στον οποίον θα αναφερθούμε σε ειδικά άρθρα για την Παιδεία, αργότερα. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι ο Σχολάριος, βλέποντας την προπαγάνδα των Ρουμάνων με σκοπό τον εκρουμανισμό των Βλάχων, που μόλις είχε ξεκινήσει, αγωνίστηκε ολόψυχα υπέρ του Ελληνισμού ιδρύοντας ελληνικά Σχολεία στην ιδιαίτερή του πατρίδα και τα Τρίκαλα.
- Πατριά λέγεται η εκτεταμένη οικογένεια που είχε για αρχηγό (πατριάρχη) τον μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα της.
- Ενοικιάζοντας δηλαδή.
- Δες σχετ.: Κων/νος Αθ. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τ. Δ΄ Λάρισα 2008.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.























