Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Το 1770 ο Νικόλαος αναγκάζεται να επιστρέψει στη γενέτειρά του Νάξο μετά τους άγριους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (με αφορμή την πυρπόληση του τουρκικού στόλου στον Τσεσμέ από τους Ρώσους). Ο μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος τον παίρνει κοντά του ως γραμματέα του με σκοπό να τον εντάξει αργότερα στον ιερό κλήρο της μητροπόλεως του. Εκείνη όμως την περίοδο βρίσκονταν στην Νάξο, παρά τη θέλησή τους, οι ενάρετοι αγιορείτες ιερομόναχοι Γρηγόριος Νήφωνας και Αρσένιος, οι γνωστοί και ως Κολλυβάδες, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από το Άγιο Όρος, εξαιτίας της θέσης τους για την κανονική ημέρα τέλεσης των μνημοσύνων.
Η γνωριμία με τους Κολλυβάδες μοναχούς επέδρασε στην απόφασή του να μονάσει στο Άγιον Όρος. Οι τρεις αυτοί γέροντες τον μύησαν στη «νοερά προσευχή», ενώ ίσως από αυτούς να άκουσε πολλά για τον άγιο επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά (1731-1805), ο οποίος βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Ύδρα. Φεύγει λοιπόν από τη Νάξο και πηγαίνει στην Ύδρα, με σκοπό να τον συναντήσει. Μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύχθηκαν άμεσα δεσμοί φιλίας και εκτίμησης. Στην Ύδρα έτυχε να γνωρίσει κι έναν σπουδαίο ασκητή, «τῷ μέλι τῆς ἡσυχίας καί θεωρίας τρεφόμενον», τον μοναχό Σιλβέστρο, ο οποίος πιθανώς του ενίσχυσε την αγάπη του για τον μοναχισμό.
Πλούσιος σε πνευματικές εμπειρίες, εξαιτίας της συναναστροφής του με τις δύο αυτές αγίες μορφές, ο Νικόλαος επιστρέφει για λίγο στη Νάξο και συνέχεια φεύγει για το Άγιον Όρος και εγκαταβιώνει στην Ιερά Μονή Διονυσίου για να μονάσει (1775). Εδώ εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Νικόδημος. Οι πατέρες της Μονής σύντομα διαπίστωσαν πως επρόκειτο για έναν μορφωμένο και λόγιο άνδρα και φρόντισαν να τον αξιοποιήσουν. Ανέλαβε λοιπόν γραμματέας της Μονής και καθήκοντα αναγνώστη στις ακολουθίες. Τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε στη βιβλιοθήκη της Μονής, μελετώντας διάφορα πατερικά συγγράμματα και «κατά αυτόν τον τρόπο αποκτούσε περισσότερες γνώσεις που εν συνεχεία μετέδιδε στους αδελφούς μοναχούς μέσω της συγγραφικής δραστηριότητάς του. Στο πλούσιο αυτό έργο του παρατηρείται αφενός η κατοχή της θύραθεν και της έσω παιδείας και αφετέρου το μεγάλο βάθος των συναισθημάτων του» (βλ. Γεώργιος Μπάρμπας, Παιδαγωγικές Αρχές και Πρότυπα, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, ΕΚΠΑ, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 21).
Το 1777 συναντάται εκ νέου στο Άγιον Όρος με τον άγιο Μακάριο τον Νοταρά, ο οποίος του ζήτησε να επιθεωρήσει και αναθεωρήσει κάποια χειρόγραφα σε τρία υπό έκδοση έργα του, τη Φιλοκαλία, τον Εὐεργετινό και το Περί συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως. Αυτή ήταν και η πρώτη επάφη με τη συγγραφή στην οποία επιδόθηκε στη συνέχεια με επιτυχία μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά από επταετή παραμονή στη Μονή Διονυσίου αποσύρθηκε σε ένα κελί, κοντά στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος, ασκούμενος στον ασκητικό βίο και μελετώντας τις θείες Γραφές.
Αργότερα προσήλθε ως υποτακτικός στον γέροντα Αρσένιο τον Πελοππονήσιο, γνωστό Κολλυβά. Το 1782 αναχώρησε μαζί με τον γέροντά του για ένα ερημονήσι των Βορείων Σποράδων, τη Σκυροπούλα. Εδώ θα συγγράψει το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, για το πώς δηλαδή πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους οι αρχιερείς, κατά παράκληση του ξαδερφού του Ιεροθέου, επισκόπου Ευρίπου, χωρίς να έχει κανένα βιβλίο μαζί του. Ο άθλος ήταν μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς ότι περιέχει πλήθος παραπομπές σε αρχαίους συγγραφείς και Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας των οποίων τα έργα φύλαγε στη μνήμη του. Ύστερα από ένα έτος διαμονής στη Σκυροπούλα, επέστρεψε και πάλι στο Άγιο Όρος.
Ώριμος για συγγραφική δράση πλέον ετοιμάζει για έκδοση τα κείμενα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, και έργα δικά του, όπως τὸ Εξομολογητάριον, τὸ Θεοτοκάριον, τὸν Ἀόρατον Πόλεμον, τὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα κ. ά. Η ιδέα για τη σύνταξη του Νέου Μαρτυρολογίου προέκυψε ύστερα από τον μαρτυρικό θάνατο του Πολύδωρου Κυπρίου († Σεπτεμβρίου 1794) και του Θεόδωρου του Βυζαντίου († 17 Φεβρουαρίου 1795). Και οι δύο Νεομάρτυρες ποδηγετήθηκαν προς το μαρτύριο από τον Μακάριο Νοταρά και τους περί αυτόν, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Νικηφόρος Χίος και ο Αθανάσιος Πάριος. Ο Νικηφόρος Χίος συνέταξε το Μαρτύριο των δύο, ενώ ταυτόχρονα ο Μακάριος και η συνοδεία του ανέλαβαν να συγκεντρώσουν ή να συντάξουν νεομαρτυρολογικά κείμενα (μαρτύρια και ακολουθίες) προσώπων που μαρτύρησαν στη Χίο ή οπουδήποτε αλλού. Ο όσιος Νικόδημος παρέλαβε στη συνέχεια το πολύτιμο υλικό από την ομάδα της Χίου και το εμπλούτισε με αντίστοιχα κείμενα που εντόπισε στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, ολοκληρώνοντάς το προς το τέλος του 1796. «Τό Νέον Μαρτυρολόγιον στόχευε», σύμφωνα με τον καθηγητή Θ.Ξ. Γιάγκου (βλ. Προοίμιο, στο: Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης, Νεομάρτυρες. Από τη σκλαβιά στον ουρανό, Αθήνα 2021) στή στήριξη τῶν ὀρθοδόξων ἀπέναντι στήν πάντοτε ὑπαρκτή ἀπειλή τοῦ Ἰσλάμ, ἡ ὁποία ὑποκινούμενη ἀπό τόν θρησκευτικό φανατισμό θά μποροῦσε ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἐκδηλωθεῖ χωρίς ὅρια στή βία».
Η συνεχής όμως άσκηση και η εξασθενημένη υγεία του ‒ είχε χτυπηθεί από ημιπληγία ‒ σε συνδυασμό με την αδιάκοπη συγγραφική εργασία καταπόνησαν τον Όσιο. Στις 5 Ιουλίου 1809 επισκέπτεται την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Από το μοναστήρι μεταφέρεται στο κελί του αγίου Γεωργίου των αγαπημένων του Σκουρταίων, στις Καρυές. Εξασθενημένος όπως ήταν, προαισθάνεται το τέλος του. Κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων και ετοιμάζεται να αναχωρήσει από την επίγεια ζωή. Ήρεμος περιμένει το τέλος του. Οι πατέρες της αδελφότητας των Σκουρταίων, τον ρωτούν: «Διδάσκαλε ἡσυχάζεις;» Και ἐκεῖνος τους αποκρίνεται: «τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου, καί πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω»! 14 Ιουλίου 1809, ο όσιος Νικόδημος σε ηλικία 60 ετών παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Η θλίψη των αγιορειτών και των χριστιανών για την απώλειά του αποτυπώνεται στα λόγια ενός αγράμματου, αλλά ευλαβούς χριστιανού, όπως τα διέσωσε ο βιογράφος του ιερομόναχος Ευθύμιος: «Πατέρες μου, καλλίτερον να απόθαιναν χίλιοι Χριστιανοι σήμερον και όχι ο Νικόδημος».
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.