Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
«Τό λοιπὸν ἐλᾶτε, ἀδελφοί φιλάδελφοι καί φιλάρετοι, ὅσοι εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπό πάθη φθόνου ἢ μίσους, νά ἀκούσετε μέ χαρὰν καί ἡδονήν τόν βίον καί πολιτείαν καί τούς κόπους ὁπού ἔκαμεν εἰς τήν ζωήν του γράφοντας καί συνθέτοντας ἐκκλησιαστικά συγγράμματα πρός ὠφέλειαν ψυχῆς καί ἁπλῶς εἰς ὠφέλειαν Χριστιανῶν ὁ μακαρίτης Νικόδημος». Με αυτήν την προτροπή ο ιερομόναχος Ευθύμιος ο επονομαζόμενος «Σταυρουδάς», παραδελφός του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ξεκινά την αφήγηση του «Βίου, τῆς πολιτείας και τῶν ἀγώνων» του Οσίου, κείμενο το οποίο συνέγραψε δύο χρόνια μετά την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσης (1823). Η προτροπή του Ευθυμίου απηχεί ακόμη στα αυτιά μας και μας προτρέπει να διαβάσουμε προσεκτικά, για να ωφεληθούμε, τον «Βίο» του μεγάλου δασκάλου και πνευματικού αυτού αναστήματος, ο οποίος με τη δράση και τα συγγράμματά του προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην αναγέννηση της ορθόδοξης πνευματικότητας και την πνευματική αφύπνιση του Γένους μας.
Εύλογα όμως γεννάται το ερώτημα; Τι είδους «διδάσκαλος» ήταν ο όσιος Νικόδημος; Η απάντηση, νομίζω, είναι μία: ήταν διδάσκαλος της ορθόδοξης πνευματικότητας, αφού χάρη στον άγιο και το έργο του άρχισε αυτή ακριβώς η ανανέωση και αναζωπύρωσή της. Κι όπως εύστοχα επισημαίνει ο Π. Β. Πάσχος (Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μέγας διδάσκαλος της ορθοδόξου πνευματικότητος, Απόστολος Τίτος 2009), «Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, εἶναι ἡ χρυσὴ πύλη ἀπό τήν ὁποία μπαίνει ὁ ὀρθόδοξος στή θεολογία τῶν Πατέρων-γιά νά φτάσει μέχρι τίς πρῶτες ρίζες της, στούς χρόνους τῶν Ἀποστόλων. Γιατί ὁ δρόμος πού πρέπει νά πάρουμε γιά νά γνωρίσουμε τή θεία γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀρχίζει ἀπ᾿ τόν πλησιέστερο σέ μᾶς ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Νικόδημο, περνᾶ ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Συμεὼν τό Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τούς τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες, τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη καί φτάνει μέχρι τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν θεοφόρο, τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος πού ἐγγυᾶται καλύτερα τήν Ὀρθοδοξία τῆς θεολογίας μας». Ας παρακαλουθήσουμε, λοιπόν τα κυριότερα σημεία του «Βίου» του φωτισμένου λογίου και αγίου της Εκκλησίας μας.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 18ου αι., μια περίοδο κατά την οποία ο Ελληνισμός σιγά σιγά προετοιμάζεται για την απελευθέρωση και την αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς. Οι συνθήκες ήταν, βέβαια, εξαιρετικά δύσκολες σε ολόκληρο τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Για παράδειγμα, λαμβάνονταν βαρύτατα φορολογικά μέτρα εναντίον των υποδούλων, ενώ πολύ σπάνια δινόταν άδεια για την ανέγερση ιερών Ναών από τις επίσημες οθωμανικές αρχές σε πόλεις στις οποίες κυρίως υπερτερούσε το μουσουλμανικό στοιχείο. Αντίθετα, κατεδαφίζονταν όσες εκκλησίες έδρευαν κοντά σε μουσουλμανικούς χώρους προσευχής και ενοχλούσαν τους οθωμανούς.
Στις Κυκλάδες, και πιο συγκεκριμένα στο όμορφο νησί της Νάξου, γεννιέται το 1749 ο μικρός Νικόλαος ‒ αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα ‒ από ευσεβείς γονείς, τον Αντώνιο και την Αναστασία Καλλιβούρτση, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν χριστιανική αγωγή. Τα γράμματα στον μικρό Νικόλαο άρεσαν πολύ. Μικρό παιδί ακόμη παρακολουθούσε μαζί με άλλα παιδιά, επιδεικνύοντας μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τα μαθήματα τα οποία παρέδιδε ο εφημέριος της ενορίας του. Ο παπάς ‒ δάσκαλος γοήτευε τον Νικόλαο, γι’ αυτό και φρόντιζε να βρίσκεται όσο γίνεται περισσότερο κοντά του, βοηθώντας τον στις λειτουργίες και σε οποιαδήποτε άλλη εκκλησιαστική τελετή ή μυστήριο.
Από την ηλικία των 12 και μέχρι την ηλικία των 15 ετών, δηλαδή από το 1761 έως το 1763, ο Όσιος, σύμφωνα με τον βιογράφο του, φέρεται να παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή του αγίου Γεωργίου της Νάξου, κοντά στον αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Εξωχωρίτη, αδερφό του ισαποστόλου Κοσμά του Αιτωλού και πρώην σχολάρχη της Πατριαρχικής Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρύσανθος όμως είχε φθάσει στη Νάξο το 1773, για να γλυτώσει από την εκδικητική μανία των Οθωμανών λόγω της αντιτουρκικής δράσης που άσκησε κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774). Σε αυτόν εμπιστεύτηκε την ίδρυση της Σχολής ο δραγομάνος (διερμηνέας) του Οθωμανικού στόλου Νικόλαος Μαυρογένης. Ο Χρύσανθος εργάστηκε για την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής για μία περίπου δεκαετία, από το 1775 έως το 1785. Επομένως ο όσιος Νικόδημος δεν μπορεί να ήταν μαθητής υπό τη στενή έννοια του όρου, του Χρυσάνθου. Θα γνωρίστηκε όμως σίγουρα με τον Αιτωλό λόγιο, όταν επέστρεψε στη Νάξο το 1770, μετά την περάτωση των σπουδών του στη Σμύρνη.
Η ονομαστή Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης ήταν ο κύριος σταθμός στην εκπαιδευτική πορεία του νεαρού ναξιώτη. Στη Σχολή της Σμύρνης ο Νικόλαος δεν θα πήγαινε, αν δεν είχε την υποστήριξη του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή (1743-1779), ο οποίος διέκρινε την έφεση και αγάπη του Νικόλαου για μόρφωση. Πέντε ολόκληρα χρόνια (1765-1770) ο Νικόλαος θα φοιτήσει δίπλα σε ονομαστούς δασκάλους και θα εντρυφήσει στις επιστήμες της Ιατρικής, της Φυσικής, της Αστρονομίας, της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας και φυσικά της αγαπημένης του Θεολογίας. Αυτή τη φιλομάθεια του Νικολάου διαπίστωσε και ο βιογράφος του, ο ιερομόναχος Ευθύμιος ο οποίος γράφει γι’ αυτήν: «ὅ,τι βιβλίον ἀνέγνωθε (ο Νικόλαος) κάθε ἐπιστήμης ἤ λόγον ἤκουεν ἄξιον μαθήσεως, τόν ἐσφράγιζεν εἰς τό κρανίον του τό ὁποῖον ἀληθινά ἦτον ὡσάν ἕνα θησαυροφυλάκιον». Αξίζει ακόμη να σημειωθεί πως ανάμεσα στους συμμαθητές του υπήρξαν και οι δύο μετέπειτα πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Νεόφυτος ο Ζ΄ και ο μαρτυρικός (και τόσο αδικημένος) Γρηγόριος ο Ε΄. Ο θαυμασμός των δασκάλων για τον μαθητή τους φαίνεται από την εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπό του ο Ιθακήσιος Ιερόθεος Δενδρινός, δάσκαλός του στη Σχολή της Σμύρνης και διευθυντής της, όταν του πρότεινε να του αφήσει τη διεύθυνση της Σχολής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του βιογράφου του: «Ἐλθέ, υἱέ μου, κἄν τώρα εἰς τό γῆρας μου νά σέ ἀφήσω μετά θάνατον εἰς τό σχολεῖον διδάσκαλον, ὅτι δέν ἔχω ὡσάν σέ ὅμοιον εἰς τήν προκοπήν, θυμίζων τούς λόγους τοῦ Λιβανίου γιά τόν Χρυσόστομον».
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.