Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Η Ελληνική Επανάσταση δεν προκαλεί τον θαυμασμό μόνο για τα στρατιωτικά κατορθώματα που επιτεύχθησαν και τους πρωταγωνιστές στα πεδία των μαχών αλλά και για όλους εκείνους τους αφανείς ήρωες οι οποίοι προσέφεραν τα πάντα για την πολυπόθητη απελευθέρωση, χωρίς να περιμένουν ουδεμία ανταπόδοση από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος γεννήθηκε το 1787 στη Νεμνίτσα Γορτυνίας. Εκεί έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στη συνέχεια μετέβη στα Βρέσθενα Λακωνίας κοντά στον θείο του επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο Α΄. Σε ηλικία 14 ετών χειροθετήθηκε αναγνώστης και λίγο αργότερα διάκονος. Το 1813 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο τον θείο του και χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρεσθένης. Από την πρώτη στιγμή της αρχιερατικής του θητείας ο νέος επίσκοπος έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την οργάνωση της εκπαίδευσης στην περιφέρειά του.
Κατά την περίοδο προετοιμασίας της Ελληνικής Επανάστασης ο Θεοδώρητος μυήθηκε ‒ από τους πρώτους ‒ από τον Γρηγόριο Δικαίο-Παπαφλέσσα στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε με ενθουσιασμό για την προετοιμασία του Αγώνα. Με την έναρξη της Επανάστασης ο φλογερός επίσκοπος συμμετείχε ενεργά «τήν χεῖρα ἔχοντα ἐπί τῆς σπάθης, τούς δ’ ὀφθαλμούς πρός τόν οὐρανόν», όπως σημειώνει ο Αγαπητός Αγαπητού. Μαζί με τον επίσκοπο Έλους Άνθιμο βρέθηκε στα Βέρβαινα για να οργανώσει το εκεί στρατόπεδο. Η παρουσία του ήταν κίνητρο για να σπεύσουν στα Βέρβαινα οι αγωνιστές Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος, Αναγνώστης Κονδάκης, Παναγιώτης Γιατράκος, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και άλλοι. Από τη φύσει του οργανωτικός ο Θεοδώρητος συγκρότησε, εντός στρατοπέδου, ένα είδος γραμματείας-«εφορείας» για να αλληλογραφεί συστηματικά με τα υπόλοιπα στρατόπεδα και τους άλλους αγωνιστές.
Πρώτα δείγματα της γενναιότητας του Θεοδώρητου έλαβαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες, όταν 7000 Τούρκοι βγήκαν αιφνιδιαστικά από την Τριπολιτσά και άρχισαν να διασκορπίζουν και να τρέπουν σε φυγή τους Έλληνες που είχαν στρατοπεδεύσει στο Βαλτέτσι και στα Βέρβαινα. Ο ατρόμητος όμως ιεράρχης με κανέναν τρόπο δεν μετακινούταν από τη θέση του, στα Βέρβαινα. Η στάση του παραδειγμάτισε αρκετούς αγωνιστές που έμειναν να αγωνιστούν μαζί του, χωρίς να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Το στρατόπεδο στα Βέρβαινα τελικά σώθηκε, και ο Κολοκοτρώνης θα του γράψει με θερμά λόγια: «Καπετάν Δεσπότη, φύλαξον τήν θέσιν, καί μετ’ ὀλίγον ἔρχομαι καί ἐγώ εἰς Βαλτέτσι μ’ ἀρκετά στρατεύματα».
Όταν συνήλθε, στις 26 Μαΐου 1821, στο μοναστήρι των Καλτετζών η Πελοποννησιακή Γερουσία ‒ μία από τις πρώτες απόπειρες διοίκησης και οργάνωσης των επαναστατημένων Ελλήνων ‒ εξέλεξε ως πρόεδρό της τον Θεοδώρητο. Κι από τη νέα του θέση ο Θεοδώρητος φρόντισε να δείξει σε όλους ότι μπροστά στο συμφέρον της πατρίδας δεν λογαριάζει ούτε θέσεις και αξιώματα, αλλά ακόμη ούτε και την ίδια του τη ζωή. Έτσι, πρώτος αυτός αποφάσισε να είναι ένας από τους ομήρους που ζητούσαν οι Τούρκοι του Ναυπλίου, προκειμένου να αποχωρήσουν με ασφάλεια από την πόλη.
Παραδόθηκε στους Τούρκους ο θαρραλέος δεσπότης μαζί με τον Παπαφλέσσα και κάποιους ακόμη γενναίους. Αλλά, οι Τούρκοι γρήγορα καταπάτησαν τους όρκους και τις συμφωνίες τους, όταν διαπίστωσαν πως πλησίαζε η στρατιά του Δράμαλη και άρχισαν πλέον να ελπίζουν πως σύντομα θα έβγαιναν από τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει πολιορκούμενοι. Έτσι ο Θεοδώρητος βρέθηκε να είναι αιχμάλωτός τους. Έξι ολόκληρους μήνες έμεινε στη φυλακή, χωρίς να υποκύπτει στις υποσχέσεις των Οθωμανών και χωρίς να δειλιάζει στις απειλές και στις βασάνους που υφίστατο. «Χαμαικοιτία καί κακοπάθεια», γράφει ο Αγαπητός, «καί πεῖνα, καί πᾶσα ταλαιπωρία, καί στένωσις ἀπέβαινε προϊοῦσα δυσφορωτέρα. Ἐψωμίσθη ὁ Βρεσθένης, σπόρον βαμβακίου καὶ βρούλλου. Ἠσθένησεν ὡς πρός θάνατον … προσηύχετο μέν, ἐνδελεχῶς πρός τόν Θεόν, ἐνουθέτει δέ, προτρέπων τούς ἐχθρούς πρός παράδοσιν πρός ἰδίαν ἑαυτῶν σωτηρίαν, ἐστήριζε δέ καί τούς περί αὐτόν εἰς τήν πέτραν τῆς ὑπομονῆς …» Πραγματικά, ο Θεοδώρητος αναδείχθηκε μέσα στη φυλακή στήριγμα και βακτηρία των συγκρατούμενών του.
Μετά την παράδοση των φρουρίων στον Κολοκοτρώνη και την απελευθέρωσή του κι αφού ανέκτησε τις δυνάμεις του εργάστηκε ως πληρεξούσιος και Αντιπρόεδρος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος της Κυνουρίας (10 Απριλίου 1823-30 Απριλίου 1823). Εκείνο που τον διέκρινε ως Αντιπρόεδρο ήταν ο βαθύς σεβασμός στους νόμους. Δεν δίστασε να παύσει από τα καθήκοντα του Υπουργού των Οικονομικών τον φίλο του Χαράλαμπο Περρούκα «διότι ἄνευ νόμου ἐπέβαλε μονοπώλιον ἅλατος». Τα έβαλε ακόμη και με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Πέτρο Μαυρομιχάλη, γιατί κατέλαβαν χωρίς την άδεια του Βουλευτικού το φρούριο του Ναυπλίου.
Με την έλευση του Καποδίστρια παραδίδει την όποια πολιτική εξουσία κατείχε και περιορίζεται στα επισκοπικά του καθήκοντα. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, το 1842, μετετέθη στην μεγαλύτερη και πλουσιότερη μητρόπολη Αχαΐας και Ήλιδος. Το ήθος του όμως δεν του επέτρεπε να δεχθεί μία τέτοια μετάθεση, όταν μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε με επιστολή του προς τον βασιλιά, αντιβαίνει τους Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνες. Η άρνησή του να αναλάβει τη διαποίμανση της νέας μητρόπολης είχε ως αποτέλεσμα να τον παύσουν από επίσκοπο Βρεσθένης. Πάμφτωχος και στεναχωρημένος από τη στάση που κράτησε απέναντί του το επίσημο Κράτος και η ελληνική Εκκλησία πέθανε την επόμενη χρονιά (Απρίλιος 1843), αφού πρώτα όμως συγχώρεσε τους διώκτες του. Το τελευταίο του θέλημα, όπως το εξέφρασε στο φίλο του Γενναίο Κολοκοτρώνη, ήταν: «Ἄν θέλει τό Ἔθνος ἄς λάβει φροντίδα τῶν ἰδικῶν μου. Ἐγώ δέν ἔχω τίποτε νά τούς μοιράσω παρά μόνον τήν εὐχή μου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλ. Ἀγαπητός Σ. Ἀγαπητός, Οἱ ἔνδοξοι Ἕλληνες τοῦ 1821 ἤ οἱ Πρωταγωνισταί τῆς Ἑλλάδος, ἐν Πάτραις 1877, σσ. 269-277.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.